ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΓΕΡΑΚΙΝΑ ΜΠΟΥΡΙΚΑ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: PETER TAMAS
Προσπαθώντας να σκεφτώ ποιος θα ήταν ο καλύτερος πρόλογος για τη συνέντευξη που μας παραχώρησε ο Βασίλης Βασιλικός, κατέληξα πως δεν υπήρχε καλύτερη επιλογή από τη δική του απάντηση σε μία από τις ερωτήσεις μου:
«Απωθημένο όχι, γιατί έπραξα στη ζωή μου αυτά για τα οποία ήμουν εξ αρχής ταγμένος για να πράξω. Κι αυτό ήταν μόνο ένα: η γραφή» – Βασίλης Βασιλικός
ΓΕΡΑΚΙΝΑ ΜΠΟΥΡΙΚΑ: Κύριε Βασιλικέ, θέλω να ξεκινήσουμε πιάνοντας την ιστορία σας από την αρχή. Κυριολεκτικά από την αρχή, αφού εδώ και λίγο καιρό κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις GUTENBERG το βιβλίο σας με τίτλο «Τα σιλό». Το πρώτο ουσιαστικά βιβλίο που γράψατε σε ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών και μάλιστα χαρακτηρίστηκε αυτοβιογραφικό. Πείτε μου αρχικά δυο λόγια γι’ αυτό. Έχετε δηλώσει ότι το θεωρείτε το καλύτερό σας βιβλίο.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ: «Τα σιλό» πράγματι τα έγραψα σε ηλικία δεκαπέντε χρονών και αφορούν την Βουλγαρική κατοχή στη γενέθλια πόλη μου, την Καβάλα (1941-1944). Είναι καθαρό μυθιστόρημα διόλου αυτοβιογραφικό. Απλώς δανείστηκα τα πρόσωπα από το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον μου -δεν ήξερα και άλλους, τότε – και πάνω σ’ αυτά έχτισα μια μυθοπλασία, όπως είναι κάθε αληθινό μυθιστόρημα, από γεγονότα που μου είχαν αφηγηθεί χωρίς να έχουν συμβεί αναγκαστικά στους δικούς μου ανθρώπους. Κι απόρεσα, διαβάζοντάς το πρώτη φορά μετά από εξήντα χρόνια, με τη δομή του που μου βγήκε ενστικτωδώς χωρίς να έχει προηγηθεί ούτε αναγνώσεις άλλων μυθιστορημάτων ούτε μαθήματα «δημιουργικής γραφής». Η πολύ ωραία και πολυτονική έκδοση του Gutenberg συνέτεινε να το απολαύσω ως αναγνώστης.
Γ.Μ.: Επίσης, τον Δεκέμβριο του 2017 επανεκδόθηκε το βιβλίο σας «Ο ιατροδικαστής», ένα πολιτικό και αστυνομικό αφήγημα. Ένα βιβλίο που καθηλώνει τον αναγνώστη. Κεντρική ηρωίδα μια «μοιραία γυναίκα». Πόσα πραγματικά στοιχεία εμπεριέχει αυτό το βιβλίο;
Β.Β.: «Ο ιατροδικαστής» είναι κι αυτό μια καθαρή μυθοπλασία που μόνο πραγματικό στοιχείο έχει τις ιατροδικαστές αναλύσεις ενός θανάτου που δεν γνωρίζουμε αν ήταν θάνατος φυσιολογικός ή προκληθείς από άλλον. Το βιβλίο αυτό πρωτοεκδόθηκε το 1976 από τον «Ερμή» και δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην «Ελευθεροτυπία». Τώρα κυκλοφορεί σε μια πολύ ωραία έκδοση, από τις εκδόσεις Ιωλκός.
Γ.Μ.: Οι εκπλήξεις που μας είχατε επιφυλάξει με την επανέκδοση κάποιων αριστουργηματικών σας βιβλίων έχω την αίσθηση πως είναι ακόμη στην αρχή. Το «Στυλιανού Καζαντζίδη το ανάγνωσμα» έχει ήδη κυκλοφορήσει; Πείτε μου δυο λόγια και γι’ αυτό.
Β.Β: Όσον αφορά το «Στυλιανού Καζαντζίδη το ανάγνωσμα» είναι η ζωή του Στέλιου όπως μου την αφηγήθηκε ο ίδιος στο μαγνητόφωνο το 1980 όταν τον φιλοξενούσα στη Θάσο – για ψάρεμα φυσικά που ήταν το πάθος της ζωής του – κι όπου φυσικά δεν έγραψα ούτε μια λέξη δική μου. Έκανα μόνο το μοντάζ (παιδική ηλικία, έρωτες, Μακρόνησος, τραγούδι, Αμερική, Αυστραλία κτλ). Το βιβλίο κυκλοφορεί ήδη στη σειρά «Βίοι Αγίων» των εκδόσεων Ηλέκτρα.
Γ.Μ.: Πόσο βαρύ φορτίο είναι για τις πλάτες ενός ανθρώπου να κουβαλά έναν τόσο μεγάλο όγκο έργων όπως ο δικός σας;
Β.Β.: Οι πλάτες μου στην κυριολεξία ξεφορτώθηκαν το φορτίο γράφοντας οπότε δεν υπάρχει «βάρος», αλλά ανακούφιση.
Γ.Μ.: Νιώθετε κάποιες φορές ότι οι απαιτήσεις του κοινού από εσάς, σας στερούν ένα κομμάτι της προσωπικής σας ελευθερίας;
Β.Β.: Το γράψιμο όχι μόνο δεν στερεί αλλά απελευθερώνει τον συγγραφέα. Όσο για τις απαιτήσεις του κοινού που αναφέρετε δεν ξεπληρώνεις κάτι που χρωστάς στους αναγνώστες, αλλά κάτι που απαιτείς από τον εαυτό σου.
Γ.Μ.: Πείτε μου την άποψή σας για τον θεσμό των βραβείων βιβλίου στην χώρα μας.
Β.Β.: Ο θεσμός των βραβείων σε άλλες χώρες του δυτικού πολιτισμού, βοηθάει ένα βιβλίο στο να βρει ένα ευρύτερο κοινό. Στον τόπο μας δεν νομίζω ότι συμβαίνει κάτι ανάλογο. Στον τόπο μας είναι ακόμα το «από στόμα σε στόμα».
Γ.Μ.: Το αναγνωστικό κοινό αντέχει να διαβάζει έναν Βασίλη Βασιλικό σήμερα ή προτιμά την εύπεπτη, γυναικεία όπως την ονομάζουν λογοτεχνία;
Β.Β.: Το κοινό παντού στον κόσμο προτιμά τα εύπεπτα βιβλία. Οι μερακλήδες όμως της ανάγνωσης που είναι η μειοψηφία, προτιμά τα ποιοτικά φαγητά. Σ’ αυτά δεν κερδίζουν ούτε οι σεφ ούτε τα εστιατόρια.
Γ.Μ.: Εκδοτικοί οίκοι σήμερα. Βλέπετε να γίνονται αξιόλογες προσπάθειες ή πλέον παίζεται μόνο ένα παιχνίδι επιβίωσης;
Β.Β.: Εκείνο που με κάνει ιδιαίτερα χαρούμενο σήμερα στον εκδοτικό χώρο είναι ότι παρόλη την κρίση που μας μαστίζει και παρόλο που δεν έχει επιστρέψει η ενιαία τιμή του βιβλίου, ξεφυτρώνουν συνεχώς νέοι εκδοτικοί οίκοι μεγάλης ποιότητος. Σε άριστες επιπλέον μεταφράσεις.
Γ.Μ.: Πώς πήρατε την απόφαση να μαρτυρήσετε τα «Αμαρτύρητα»;
Β.Β.: «Αμαρτύρητα» είναι ο τίτλος που επέλεξε ο εν δυνάμει βιογράφος μου Γιάννης Βασιλακάκος που μου πήρε αυτή την συνέντευξη ποταμό το 2003 στο Παρίσι, όπου στάθμευσε για δυο μέρες, πριν έρθει για τις καλοκαιρινές διακοπές του στην Ελλάδα. Τίποτα το «αμαρτύρητο» δεν περιέχουν. Πλην των πολλών φωτογραφιών.
Γ.Μ.: Την εποχή της οικονομικής κρίσης είμαστε καταδικασμένοι να υποστούμε και πνευματική κρίση;
Β.Β.: Συνήθως οι οικονομικές κρίσεις αντιμετωπίζονται με πνευματική ανάπτυξη. Το κραχ το 1929 στις ΗΠΑ, λόγου χάρη, γέννησε μια γενιά σπουδαίων πεζογράφων (Πτον Σίνκλαι, Σινκλερ Λούις, Τζων Στάιμπεκ κ.ά.). Στη χώρα μας συμβαίνει για μια επταετία το ίδιο. Να σας αναφέρω μόνο δύο: την «Άκρα ταπείνωση» της Ρέας Γαλανάκη και την τριλογία για την κρίση του Πέτρου Μάρκαρη. Υπάρχουν και άλλα βιβλία, όπως το «Μυστικό της Έλλης» του Θόδωρου Γρηγοριάδη και άλλων πολλών που δεν τα έχω ακόμα διαβάσει.
Γ.Μ.: Ζήσατε στο Παρίσι την εξέγερση του Μάη του ’68. Γιατί στην Ελλάδα δεν έχουμε δει έναν τέτοιο λαϊκό ξεσηκωμό τα τελευταία χρόνια;
Β.Β.: Είδαμε και στην Ελλάδα τον ξεσηκωμό του 2011 και 2012 στην πλατεία Συντάγματος. Που έσβησε κατόπι λόγω ότι ο «εχθρός» δεν είχε πρόσωπο. Ο εχθρός ήταν «παγκοσμιοποιημένος». Οπότε δεν μπορούσε να γίνει τρίτος παγκόσμιος πόλεμος χωρίς αντίπαλα στρατόπεδα.
Γ.Μ.: Πού ανήκετε πολιτικά κύριε Βασιλικέ και γιατί μέχρι σήμερα παρά τις πιέσεις που έχετε δεχθεί, δεν έχετε μετάσχει σε ένα πολιτικό σχήμα ή σε μία κυβέρνηση;
Β.Β.: Από την – πόλη – πολίτη – πολιτική – πολιτισμό, εγώ επέλεξα το τελευταίο που εμπεριέχει τα τρία προηγούμενα, μεταμφιεσμένα.
Γ.Μ.: Σας έχει μείνει κάποιο απωθημένο στη ζωή σας;
Β.Β.: Απωθημένο όχι, γιατί έπραξα στη ζωή μου αυτά για τα οποία ήμουν εξ αρχής ταγμένος για να πράξω. Κι αυτό ήταν μόνο ένα: η γραφή.
Γ.Μ.: Ποια είναι τα άμεσα σχέδιά σας;
Β.Β.: Να πάω το καλοκαίρι στο νησί μου τη Θάσο που την τραγούδησα ως «περισπωμένη πάνω στο Αιγαίο» αλλά κι αυτό καταργήθηκε με το μονοτονικό.