ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΠΛΕΤΑ
Η νουβέλα του Δημήτρη Φιλελέ διαδραματίζεται την εποχή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα (1967-1974), μια εποχή που στιγματίστηκε από τους διωγμούς, τις εξορίες, τα βασανιστήρια και την βάναυση καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Έχει σημασία η εποχή, διότι η ιστορία του βιβλίου αναφέρεται στο ταξίδι μιας βαλίτσας, η οποία βρέθηκε παρατημένη στο σιδηροδρομικό σταθμό ενός χωριού, της ελληνικής επαρχίας, της οποίας, όμως, κανείς, δεν δηλώνει ιδιοκτησία, αλλά και ταυτόχρονα αποτελεί ιδιοκτησία όλων, για αυτό και προσπαθούν να την κρύψουν από τα μάτια και τα αυτιά του καθεστώτος.
Για να δούμε, όμως, τι ακριβώς συμβολίζει αυτή η βαλίτσα;
Η βαλίτσα συμβολίζει τη διαδρομή των σκέψεων, ιδεών, συναισθημάτων και συνθημάτων κατά της χούντας, από και προς το λαό. Ουσιαστικά, ο ίδιος ο λαός εσωπρογραμματίζει την ανατροπή, είτε εν γνώση είτε εν αγνοία του, καθώς όλα αυτά που η βαλίτσα κρύβει αποτελούν αυτά που κρύβει στην ψυχή του, δηλαδή την αγανάκτηση για την καταπίεση και τη σκλαβιά που δέχεται.
Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι η βαλίτσα είναι η ψυχή του λαού, που ταξιδεύει από άκρη σε άκρη, προκειμένου να αφυπνίσει και να ετοιμάσει τον αγώνα για την ανατροπή της χούντας.
Οι βασικοί πρωταγωνιστές είναι ένας σταθμάρχης σε ένα περιφερειακό σταθμό τρένου και ο πρόεδρος του χωριού, ένας πολιτικάντης δημαγωγός, που όμως αντιδρά κι αυτός, κρυφά, απέναντι στο καθεστώς και προσπαθεί να προστατέψει το χωριό του από τον κίνδυνο που βλέπει μπροστά του, με την αποκάλυψη του περιεχομένου της βαλίτσας. Έτσι, σχεδιάζει τη στρατηγική, καθότι, είναι ο πολιτικός παράγων, ο ικανός να το κάνει, αλλά και ο έχων την ευθύνη για το κοινό που υπηρετεί, προκειμένου να εξαφανιστεί η βαλίτσα, αθόρυβα και ανεξιχνίαστα, πριν την εμφάνιση της χωροφυλακής. Ίσως, αυτό το project, του οποίου ήταν ο ιθύνων νους, να αποτέλεσε και το μεγαλύτερο επίτευγμα της καριέρας του.
Ας μην ξεχνάμε, αυτή ήταν η εποχή όπου υπήρχε αρκετός χώρος για ήρωες, αρκεί η ενσυναίσθηση να υπερέβαινε το φόβο.
Σε αυτή του την προσπάθεια, ο πρόεδρος, λοιπόν, ζητά βοήθεια, από τον άσπονδο εχθρό του, τον σταθμάρχη του σταθμού.
Ταυτόχρονα, αναζητά κι άλλους συμμάχους, μέσα από το χωριό, που αντιπροσωπεύουν τους εκπροσώπους των θεσμών που επηρεάζουν το κοινωνικό σύνολο τη δεδομένη εποχή, ανεξάρτητα από τις όποιες πολιτικές τους πεποιθήσεις.
Έτσι, συγκαλεί δημοτική συνέλευση, στο καφενείο του χωριού, προκειμένου να αποφασισθεί συλλογικά η φύλαξη της βαλίτσας, μέχρι να φθάσει η χωροφυλακή, της οποίας βαλίτσας όμως έχει ήδη αποφασίσει, μυστικά, την εξαφάνιση. Ουσιαστικά, ψάχνει για μάρτυρες, απέναντι στο καθεστώς, ότι τηρήθηκε η ορθή διαδικασία αντιμετώπισης ενεργειών συνομωσίας.
Η διάταξη του κόσμου στην αίθουσα, αποκαλύπτει την κοινωνική διαστρωμάτωση, τα ήθη και τα έθιμα, καθώς και τη θέση της γυναίκας η οποία είναι απούσα από αυτές τις συνελεύσεις.
Ο παππάς και ο δάσκαλος, εκπροσωπώντας τις αρχές του τόπου, κάθονται μπροστά και ο πρόεδρος τους ζητά να πάρουν ενεργά μέρος στη συνέλευση, έτσι ώστε, να δώσουν το πράσινο φως, να βρεθούν εθελοντές μέσα από το λαό για να φυλάξουν τη βαλίτσα. Παρά τις διαφορές τους, πολιτικές και άλλες, αντιλαμβάνονται νοητά και συμπράττουν στο σχέδιο του προέδρου. Οι παλικαράδες εθελοντές αυτοπροτείνονται και ο πρόεδρος τους ορίζει να φυλάξουν τη βαλίτσα.
Πως τα κατάφερε, όμως, ο πρόεδρος να εξαφανίσει τη βαλίτσα, μέσα από τα μάτια των ατόμων που ο ίδιος όρισε για τη φύλαξη της;
Εξαπάτησε ή προστάτευσε τελικά τους κατοίκους του χωριού του;
Αυτές οι οξύμωρες ισορροπίες είναι που χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη εποχή, όπου ο φόβος δεν άφηνε περιθώρια να μεταδώσεις την αλήθεια σε όλο το λαό, παρά μόνο μέσα από το ασυνείδητο του.
Όπου η καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας έκανε εχθρούς και φίλους ένα.
Είναι η κατάρρευση, τελικά, η καταστροφή, ο ορυμαγδός απαραίτητες συνθήκες για να μάθει ο άνθρωπος, παρά τις διαφορές που τον χωρίζουν με τους υπόλοιπους, να σκέφτεται και να ενεργεί συλλογικά;
Έτσι μάλλον θα πρέπει να είναι, γιατί κατά κάποιο τρόπο, στην εξαφάνιση της βαλίτσας, συμμετείχε, όλο το χωριό, είτε συνειδητά, είτε ασυνείδητα.
Αυτή η απίθανη ιστορία μας οδηγεί σε πολλούς συνειρμούς σχετικά με τις βαλίτσες που κουβαλάμε στη ζωή, ιδέες ακυβέρνητες που παρατάμε στους διάφορους σταθμούς της ζωής μας και που μέλλει να αλλάξουν το μέλλον το δικό μας και των άλλων.
Ο συγγραφέας, κάνει αναφορές και στα έργα υποδομής που έγιναν, όπως και στην προσπάθεια της ορθής τους λειτουργίας, κατά τη διάρκεια της χούντας, που όμως βασίζονταν στην εξάντληση του ανθρώπινου μόχθου. Έμμεσα, καταρρίπτει τα επιχειρήματα για ανάπτυξη που χρησιμοποιούσε, συνήθως, η χούντα, για να βρίσκεται στην εξουσία. Επίσης, δίνει μια σαφή εικόνα της ταξικής διαστρωμάτωσης, εκείνης της εποχής, που δεν αφήνει περιθώρια στον εργάτη να αναπνεύσει, παρά μόνο όταν αφεθεί στην λύπηση των άλλων.
Οι περιγραφές του είναι τόσο γλαφυρές που σου μεταφέρουν αυτούσια την τραγικότητα της εποχής, τις αγωνίες και τους φόβους των ηρώων του, τα θεμιτά και αθέμιτα μέσα που χρησιμοποιούνται για να δώσουν λύση στα πολιτικά αδιέξοδα.
Η πλοκή είναι αρκετά δυναμική και ευθυγραμμίζει την ουσία με την αγωνία που έχει πολλές διακυμάνσεις μέχρι το τέλος του βιβλίου.
Και φυσικά, υπάρχει χαραμάδα ελπίδας στο σκοτεινό δωμάτιο, στους σκοτεινούς καιρούς, που δεν είναι άλλη από τη συλλογική δράση, απέναντι σε όποιον εχθρό ορατό ή αόρατο, σε όποια οδύνη και πόνο, απέναντι στην ματαιότητα της εξουσίας που μετατρέπει τους ανθρώπους σε δολοφονικές μηχανές έτοιμες να καταστρέψουν όλα αυτά από τα οποία προήλθαν.
Παναγιώτα Μπλέτα – Συγγραφέας/Διανοήτρια
Email: bletas.p1@gmail.com
Facebook/Twitter: Panagiota Bletas