ΑΠΟ ΤΗΝ EURYDICE TRICHON
-Με απ’ όλα; λέει καθώς με ταχυδακτυλουργική μαεστρία πετά την πίτα στο χαρτί κυρτώνοντας την αριστερή χούφτα για να δεχτεί το ποθητό μάνα.
Αυτό συμβαίνει στο Μοναστηράκι, στη Κυψέλη, στο Παγκράτι, παντού όπου υπάρχουν εκείνοι – κι είναι πολλοί- που δεν μπορούν να καθίσουν το βράδυ ήσυχα στο σπίτι τους για να δουλέψουν, να διαβάσουν, να καθηλωθούν μπροστά σε κάποια οθόνη της τηλεόρασης η του κομπιούτερ… Γιατί ο Έλληνας αν δεν κάνει την βραδινή του εξόρμηση, αν, όπως το παλιό καλό καιρό δεν πραγματοποιήσει το τελετουργικό του απ’ τις δέκα και μετά, το τόσο αλληλένδετο με την βουλημική ιδιοσυγκρασία του, είναι δυστυχής. Η κρίση να μαίνεται, ο κόσμος να χαλάσει, ποτέ δεν το βάζει κάτω, ποτέ δεν θα αποδεχτεί το ανόητο métro–boulot–dodo που έχει ζέψει όλους τους Ευρωπαίους τα τελευταία χαλεπά χρόνια. Δεν είναι προβλεπτικός λαός ο ελληνικός. Εκείνο το «των φρονίμων τα παιδιά …» δεν φαίνεται ουδόλως να τον αφορά.
Δεν πάει άλλωστε πολύς καιρός που οι άφρονες συνδαιτυμόνες γέμιζαν ξέχειλα τα πιάτα τους με του πουλιού το γάλα, κι ύστερα τα παρατούσαν τάχα ανόρεχτα σε μια γωνιά προτιμώντας κάτι άλλο που ερέθισε ξαφνικά τη φαντασία τους.
Τότε υπήρχαν και «γαριδόδεντρα» – που φύτρωναν αλήθεια;- κι εκείνα τα τεραστίων διαστάσεων κεφάλια παρμεζάνας- πουθενά αλλού δεν τα έχω συναντήσει – των οποίων οι λιμασμένοι καλεσμένοι έσκαβαν ανελέητα τα τρυφερά εντόσθια αφήνοντας την παχιά κρούστα για τις γάτες …
Τώρα όμως άλλοι καιροί, τέλος οι πολυτέλειες, οι κραιπάλες και οι υπερβολές. Νέα γαστρονομία. Τα μεγαλεία που βέβαια δεν έχουν πάψει να υπάρχουν, κρύβονται διακριτικά. Στον κοσμάκη έχει μείνει το σουβλάκι.
Το σουβλάκι σήμερα δεν είναι πια εκείνο το τούρκικο κατάλοιπο των παιδικών μου χρόνων. Ισχνό, γεμάτο λίπος και αλατοπίπερο. Τώρα έχει θεριέψει. Έχει πάρει διαστάσεις και τίτλους ευγενείας. Γυμνό η «τυλιχτό», θαυμάσια περιεκτικό έχει γίνει το εθνικό μας φαγητό. Κάποτε εθνική ήταν η φασολάδα. Αυτήν ονειρευόταν ό Καραγκιόζης. Σήμερα τα φασόλια όχι μόνο είναι ακριβά αλλά μέχρι να φτάσουν στο πιάτο χρειάζονται επεξεργασία. Για έναν μικρό-εστιάτορα που επιθυμεί γρήγορο κέρδος, πιάτα, μαχαιροπήρουνα και λάντσα είναι περιττές πολυτέλειες. Το σουβλάκι δεν χρειάζεται τίποτε απ’ αυτά. Στο χέρι και τελείωσε!
Στον Ποτό τα περισσότερα εστιατόρια έχουν γίνει σουβλατζίδικα. Τι κι αν δίπλα στη θάλασσα ονειρεύεσαι «το ψάρι της μπουκιάς η της οκάς»… Σήμερα τρως σουβλάκι! Μπορείς μάλιστα να δηλώσεις- όπως η Δανάη και οι φίλες της- πως « το σουβλάκι είναι της μόδας»! Είναι το μοναδικό έδεσμα που βοηθάει στο κέφι: ζουμερό και απρόβλεπτο, καθώς το μασουλάς ηδονικά, στάζει στα ρούχα, οι σάλτσες τρέχουν στο σαγόνι και κατά συνέπεια ξεκαρδιζόμαστε, αστειευόμαστε… Η σουβλακοφαγία είναι πηγή ιλαρότητας.
Στο σουβλάκι βρήκαν τη σωτηρία τους και οι τουρίστες, κυρίως οι βαλκάνιοι που μας κάνουν την τιμή να επισκέπτονται κυρίως τις βόρειες περιοχές της χώρας μας. Έχουν πραγματικά βολευτεί. Θα έτρωγαν ψωμί κι αλάτι προκειμένου να κολυμπήσουν στις θάλασσές μας. Δεν χρειάζεται όμως να φτάσουν ως εκεί… Αφού υπάρχει το σουβλάκι;
-Θα βγούμε απόψε, λέει η Δανάη. Δεν είναι ανάγκη να μαγειρέψεις, θα φάμε σουβλάκι, τα παιδιά το λατρεύουν!
– Μα δεν το έχεις βαρεθεί;
– Τι λες τώρα, όλοι αυτό τρώνε!
-Δεν είναι καθαρή τροφή, μήπως ξέρουμε τι κρέας είναι αυτό που βάζουν μέσα; … Μοιάζει όλο και περισσότερο με χαρτόνι!
Η Δανάη σουφρώνει τα όμορφα φρύδια της.
– Μη το πεις αυτό στη μαμά της Βασιλικής, σε ικετεύω! Είναι τόσο αγχωμένη με τη διατροφή της κόρη της…
-Δεν θα της το πω.
– Και μη νομίζεις, σκάμε στο φαί! Το γκαρσόνι μας δίνει τόνους πατάτες. Περνάμε υπέροχα!
Όταν είσαι 15 και με φίλους, παντού περνάς υπέροχα έστω κι αν η μαμά της Βασιλικής έχει προφανώς δίκιο. Αλλά να κόψεις το σουβλάκι είναι μεγάλη απόφαση. Καταδικάζεις το παιδί σου να μην έχει κοινωνική ζωή!
ΕΤΜ Θάσος 2018
Από την ανέκδοτη συλλογή «Μεταλλαγμένο τοπίο»