ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΚΑΙ ΣΚΙΤΣΟΓΡΑΦΟ ΝΙΚΟ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗ
Βάρβαρο να αφήνεται του πλοίου το τιμόνι,
σε τρόμαξε σαν άκουσες το πρώτο το κανόνι…
Το πλήρωμα εγκατέλειψε και σ’ άφησε μονάχο,
τιμόνι που το οδήγησε να πέσει σε ένα βράχο…
Κοιτάζεις τον ορίζοντα, ζητάς μια ελπίδα,
το θαύμα που ευχήθηκες να πεις:
Εγώ το είδα.
Η θάλασσα ταράχτηκε, κρυφτήκανε τα ψάρια,
τα τέρατα επιτέθηκαν σαν είδαν τα καράβια.
Κοιτάς τριγύρω ήρεμος, τι άλλο να παλέψεις,
συντρίμμια όλα γύρω σου,
ποιον θες να κοροϊδέψεις..
Πλούσια κοσμήματα φιλάς μες στη στολή σου,
θυμάσαι περιπέτειες, στιγμές απ τη ζωή σου.
Μα κοίτα που δεν άξιζαν αυτά που εσύ φιλούσες,
μα άξιζαν τα αισθήματα που χρόνια αποζητούσες.
Ο πρώτος σου ο έρωτας,
τα λόγια ενός φίλου,
λιμάνια που περίμεναν το φως αυτού του πλοίου…
Εσύ πάντοτε έλεγες πως έχεις μια πυξίδα,
εκείνη σε οδήγησε σε τούτη τη σελίδα.
Τον στόχο σου τον πέτυχες,
προσπάθησες πολύ και τώρα στο φινάλε σου τι έχει να σου πει;
Την άνοιξες και σου ‘δείξε να πας προς τον βοριά,
εκεί που έχεις άγκυρα και μία συντροφιά.
Το ξίφος σου σαν έβγαλες ο ήλιος το ‘δε λάμψει,
στη θέα του φοβήθηκε κάποιος να σε πειράξει.
Οδήγησες και ξέφυγες σαν μέγας πειρατής,
του νέου του ακατόρθωτου πιστός ταξιδευτής…
Σε πάπυρο το έγραψες σαν κώδικα τιμής,
πως πλούσιοι θα γίνουμε με δύναμη ψυχής.
Κανένα απ’ τα αποκτήματα δεν έχει την αξία
που έχει να βρεις άτομα που να ‘χουνε ουσία.
Εκείνα τα χαμόγελα σαν δεις τα αληθινά,
μπορούν να θεραπεύσουνε αμέτρητα δεινά.
Καθάρισε τους φόβους σου και τους συλλογισμούς σου,
ξεπέρασε τα εμπόδια, τους προβληματισμούς σου.
Το πλοίο αυτό που τάχθηκες πίστα να οδηγήσεις,
ζητάει να ‘χεις δύναμη για να
το κυβερνήσεις…