ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ Ρ. ΤΣΙΑΗΛΗ
Ο ήχος στα μάρμαρα της βεράντας τον αναγκάζει να ανοίξει διάπλατα το επίφραγμα της κουβέρτας που τον κάλυπτε ολόκληρο. Βγάζει έξω το λευκό λαιμό και το κρύο του κεφάλι. Αγγίζει την ουλή στο λαιμό του. Δεν πονάει πια.
Σηκώνεται αργά να μην τρίξει ο καναπές. Βγάζει έξω και τα πόδια του. Χωρίς τα σκληρά τσόκαρα αυτή τη φορά παίρνει τα βήματά του γυμνά ένα-ένα ως έξω από το μικρό της δωμάτιο. Το φως από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή που χρησιμοποιεί η Σάλι, βγαίνει από την κλειδαρότρυπα και ταξιδεύει μαγικά ακολουθώντας την ελικοειδή μορφή ενός ελλειπτικού Ντι-Εν-Έι στις διεσταλμένες κόρες των ματιών του. Μα καθώς ο Γκάρι θαμπώνεται στιγμιαία από το έντονο φως, εθελούσια τις επαναφέρει στη φυσική τους διάσταση. Θέλει να δει τι διαβάζει η Σάλι, εκεί πίσω. Επιθυμεί να ανοίξει απότομα την πόρτα, να την πιάσει στην αγκαλιά του, να της ψιθυρίσει συγνώμη. Να της φέρει κι αυτής μια μάλλινη κουβέρτα, ή καλύτερα, να την τυλίξει με τη δικιά του, που περισσεύει κάτω από τα γόνατά και πέρα απ’ τα ακροδάκτυλά του.
Μα δεν ανοίγει.
Προχωράει προς το δικό του υπνοδωμάτιο, αφήνοντας πίσω του τη βλέννα. Για να τον ακολουθήσει η Σάλι του, όταν βγει έξω, ίσως αν πεινάσει, ίσως αν αναζητήσει κι αυτή τον ήχο της σταγόνας στα λευκά μάρμαρα.
Με βάση τις αρχές της Συγχρονιστικότητας του Γιουνγκ δύο πόρτες κλειστές εκμηδενίζουν την πιθανότητα να συναντηθούν δύο οντότητες στον ίδιο χώρο εν καιρώ, παρά μόνο αν οι συνθήκες είναι τόσο ιδιόρρυθμες που επιτρέπουν την παραβίαση του κβαντικού νόμου της παράλληλης συνεύρεσης του ιδίου υποκειμένου από παράλληλα σύμπαντα σε σχάσμα χωροχρόνου. Το ίδιο μη επιθυμητό αποτέλεσμα θα επέλθει αν και οι δύο πόρτες παραμείνουν ανοικτές· ώπου, εν τοιαύτη περιπτώσει, η πιθανότητα συνεύρεσης διαχέεται σε δύο κατευθύνσεις, συνήθως αντίθετες.
Ο Γκάρι τα γνωρίζει αυτά, γι’ αυτό δεν κλείνει πίσω του την πόρτα. Σβήνει το φως και κουλουριάζεται στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού. Θα δει τον εφιάλτη κι απόψε. Είναι έτοιμος. Δένει την κουβέρτα καλά στη μέση του, πιάνοντας τις άκρες από τα δύο σημεία που χρόνια έχει χαλάσει – τη μια λυτή, την άλλη δεμένη – και κλείνει τα μάτια.
Το φως απο την κλειδαρότρυπα της Σάλι σβήνει απότομα, καθώς αυτή σηκώνεται και τοποθετεί τον υπολογιστή της στο πλαϊνό ράφι. Φοράει το μισοβρεγμένο μπουρνούζι μα δεν το δένει στη μέση. Βγαίνει στο διάδρομο. Κοιτάει στο σαλόνι. Ο Γκάρι δεν είναι εκεί. Στο υπνοδωμάτιό του η πόρτα είναι ανοικτή. Θα κοιμάται, σκέφτεται και κλείνει τη δική της, μην τον βρει εκεί μέσα ώρες μετά, όταν θα επιστρέψει.
Προχωράει αργά στην κουζίνα. Σκοτεινά. Ψαχουλεύει για να ανοίξει το ψυγείο, κι αυτό το φως τής είναι αρκετό. Η βαριά συννεφιά κρύβει το φεγγάρι και στα τζάμια ο θόρυβος την τρομάζει για λίγο αλλά δεν πτοείται. Ξέρει ότι σιμώνει ο εφιάλτης του και χαμογελάει.
Έτσι θα τιμωρηθείς.
Καταπίνει το τρίτο φύλλο του λαχάνου.
Μετά δοκιμάζει στις άκρες των χειλιών της το ζεστό τσάι και το αφήνει στην άκρη.
Βάζει λίγο σάλιο στο μεσαίο της δάκτυλο, ακουμπάει τους ώμους της στον πάγκο γέρνοντας προς τα πίσω και αρχίζει να τρίβει με πίεση το αιδοίο της, γύρω-γύρω στην αρχή και μετά με παλινδρομικές κινήσεις στην κλειτορίδα. Δεν ψάχνει πια το άλλο της όργανο. Είχε κάνει την επιλογή της εγχείρησης αμέσως μετά που γνώρισε τον Γκάρι.
Σταματάει απότομα. Κλείνει το μπουρνούζι.
Δεν πρέπει.
Μασουλάει ακόμη λίγο λάχανο. Το τσάι δεν αχνίζει όπως πριν και έτσι το πίνει μονορούφι. Περιχύεται λίγο στο πλάι του πηγουνιού της και με το μεσαίο της δάκτυλο το καθαρίζει πίσω στα χείλη της. Η μυρωδιά και η γεύση του μισοτελειωμένου της οργασμού, της ξαναγεννάει τον πόθο. Αυτή τη φορά όμως θέλει να τρέξει στο υπνοδωμάτιό τους.
Ξαπλώνει στο παγωμένο μάρμαρο της κουζίνας κι αρχίζει σιγά σιγά να σέρνει τα στήθια, την κοιλιά, τις γάμπες, τα γόνατα και το λεπτό άνω δέρμα των πατουσών της πάνω στη βλέννα του προς το υπνοδωμάτιο, στην άκρη του διαδρόμου, ως το κρεβάτι τους.
Δεν θορυβεί. Μόλις που τη χωράει η μισάνοικτη πόρτα.
Κοιτάει τον αγαπημένο της Γκάρι του οποίου τα πόδια ξεπροβάλλουν ενωμένα σαν ουρά, γυμνά από το πίσω άνοιγμα της κουβέρτας, ενώ οι κεραίες από το άνοιγμα στο ύψος του κεφαλιού του παιγνιδίζουν στο ημίφως της μετόμβριας πανσελήνου που διεισδύει από τα –σχεδόν – κλειστά πανζούρια των τεσσάρων παραθύρων. Γλυστράει με το σώμα της με μια κίνηση κουβαλώντας το βαρύ, σκληρό της μπουρνούζι για να ανέβει με δυσκολία τα πόδια του κρεβατιού και επάνω στο μαλακό στρώμα.
Θα το κάνει πάση θυσία, θα ανέβει επάνω, πρέπει να αφήσουν απογόνους, εκείνοι τους είχαν μαζέψει τα περισσότερα παιδιά πέρυσι το χειμώνα και ο Γκάρι απλά την άρπαξε και κρύφτηκαν στη σχισμή. Παρακολούθησαν για μέρες το μάζωμα και δεν την άφηνε να κουνηθεί, να πάει να τα σώσει. Κι έβγαζε αφρούς η Σάλι από την αγωνία και τον πόνο, και δάγκωνε το Γκάρι στο λαιμό, μ’ αυτός δεν την άφηνε. Την ήθελε δικιά του – ως τον επόμενο χειμώνα. Της υποσχέθηκε πως θα ήτανε καλύτερα τον επόμενο χειμώνα. Είχε βρει ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι με φράχτη ψηλό και μεγάλο, πλούσιο κήπο. Δεν έμπαινε κανείς εκεί.
Εφαρμόζει το σώμα της κολλητά επάνω στο δικό του.
Θα τον ξυπνήσει από τον εφιάλτη, να τον αγκαλιάσει, να του πει ότι τον έχει συγχωρέσει, κι αν με αυτό έχει εν τω μεταξύ αυτός αποκτήσει ικανή στύση, να τον δεχτεί μέσα της επιτέλους, πάει τόσος πολύς καιρός μετά τη δική του επιλογή. Από το καλοκαίρι κοιμόντουσαν βαθιά, και τώρα η βροχή την έχει ξυπνήσει, τον έχει ξυπνήσει κι αυτόν.
© Χρίστος Ρ. Τσιαήλης