ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΝΑ ΖΑΧΑΡΗ
«Γιατί δεν έχω τίποτα που ν’ αγαπώ περισσότερο από τη Μελίνα» -Α.Ζ.
Το πρώτο μέρος των παραμυθιών της Μεμέλας: booksandstyle.gr/τα-παραμυθια-τησ-μεμελασ-μεροσ-πρωτο/
Το δεύτερο μέρος των παραμυθιών της Μεμέλας: booksandstyle.gr/τα-παραμυθια-τησ-μεμελασ-μεροσ-δευτερ/
Το τρίτο μέρος των παραμυθιών της Μεμέλας: booksandstyle.gr/τα-παραμυθια-τησ-μεμελασ-μεροσ-τριτο/
«Το πανηγύρι των ζουζουνιών»
Η κυρά-Ζουζούνα κι ο κυρ-Ζούζουνος είχαν φτιάξει το σπιτικό τους σε μια μισοσπασμένη κανάτα ζωγραφισμένη με κόκκινες μαργαρίτες. Ήταν πολύ περήφανοι για το σπίτι τους και ήταν απ’ τους πρώτους νοικοκυρέους στο χωριό των ζουζουνιών. Κάθε καλοκαίρι μάζευαν σποράκια από τα γύρω χωράφια και τα στοίβαζαν στο στενό λαιμό της κανάτας τους, ώστε όταν θα ερχόταν ο χειμώνας, να έχουν εξασφαλισμένο το φαγητό τους.
Τώρα περίμεναν με ανυπομονησία τη γιορτή του Οκτώβρη και το πανηγύρι που γινόταν κάθε χρόνο κι η κυρά-Ζουζούνα ήταν μεσ’ στις ετοιμασίες. Γυάλιζε τα καστανόχρωμα φτεράκια της και φρόντιζε και την εμφάνιση του άντρα της.
«Θέλω να είμαστε οι πρώτοι και καλύτεροι!», του έλεγε, «δε θ’ αφήσω εγώ τον Σκαθάρη να μου ξαναπάρει την πρωτιά, μόνο και μόνο επειδή έχει άλλο χρώμα από τους υπόλοιπους! Αρκετά πλούσιος είναι! Δε χρειάζεται και το βραβείο»!
Ανάμεσα στα πλασματάκια του ζουζουνοχωριού, πραγματικά ο κυρ-Σκαθάρης ξεχώριζε. Ήταν μεγάλος και χοντρουλός και το χρώμα του, ένα γυαλιστερό μαύρο, σαν να φόραγε ρεντιγκότα, τον έκανε να ξεχωρίζει από τους άλλους. Κι έτσι καμαρωτός, έσερνε πάντα πρώτος το χορό και με τα τσαλίμια που έκανε, κατάφερνε να κερδίζει πάντα το βραβείο, που ήταν ένα κύπελλο από βελανίδι γεμάτο χυμό, αρμεγμένο από μήλα. Άσε που στο ζουζουνοτσιμπούσι κουβάλαγε κάθε φορά κι από μια λιχουδιά από μέρη μακρινά, κερδίζοντας το θαυμασμό των συχωριανών του. Γιατί ο Σκαθάρης ήταν πολυταξιδεμένος.
Κάτι τέτοια σκεφτόταν η κυρά-Ζουζούνα και της χαλάγανε τα κέφια. Ήθελε, βλέπεις, να είναι η πρώτη και καλύτερη ζουζούνα του χωριού.
«Τέλος πάντων!», ξεφύσηξε κουνώντας τις κεραιούλες της. «Εμείς θα κάνουμε ό,τι μπορούμε και… ας νικήσει ο καλύτερος.»
«Έτσι μπράβο, γυναίκα!», έκανε ευχαριστημένος ο κυρ-Ζούζουνος, που είχε βαρεθεί ν’ ακούει τη γκρίνια της γυναίκας του.
Ξεκίνησαν, λοιπόν, για το πανηγύρι πιασμένοι αγκαζέ και με το κεφάλι ψηλά, χαιρετούσαν τους γνωστούς τους. Η κυρά-Ζουζούνα πήγαινε καμαρωτή. Τα φτερά της έλαμπαν απ’ το πολύ γυάλισμα κι ανάμεσα στις κεραίες της είχε περάσει μια μικρή κίτρινη μαργαρίτα. Φτάνοντας όμως στο πανηγύρι, το κέφι της ξαναχάλασε.
«Ορίστε μας!», έκανε μπουρινιασμένη κι έριξε μια σκουντιά στον άντρα της, που παραπάτησε ξαφνιασμένος.
«Τι έγινε πάλι βρε γυναίκα;»
«Μα δε βλέπεις; Τι προσπαθεί να μας αποδείξει και μας κουβάλησε κι αυτές τις ξένες, τις παρδαλές;»
Η κυρά-Ζουζούνα ήταν έξαλλη με τον κυρ-Σκαθάρη, τον μεγάλο της αντίπαλο, που ερχόταν κρατώντας δεξιά κι αριστερά δυό πασχαλίτσες που έμοιαζαν πολύ ακατάδεχτες και κοίταζαν γύρω τους με περιφρόνηση, σίγουρες πως, με τις κόκκινες διακοσμητικές βουλίτσες στα φτερά τους, ήταν οι πιο όμορφες απ’ όλους.
Η γιορτή δεν είχε ξεκινήσει καλά για την κυρά-Ζουζούνα. Τα πράγματα όμως έμελε ν’ αλλάξουν πολύ μέχρι το τέλος της βραδιάς.
Αφού ο κυρ-Σκαθάρης έκανε εντύπωση στους συχωριανούς του με τις πασχαλίτσες που συνόδευε και ενώ το ολόγιομο φεγγάρι φώτιζε το χορό των ζουζουνιών, ο κυρ-Σκαθάρης, βρήκε μια σταφίδα παραγινωμένη.
Όπως ήταν λαίμαργος και μοναχοφαγάς, ρούφηξε όλο το χυμό χωρίς ν’ αφήσει σταγόνα για τους άλλους, ώσπου στο τέλος… μέθυσε. Σηκώθηκε, λέει, να σύρει το χορό μα, όπως ήταν ζαλισμένος, μπέρδεψε τα πόδια του κι έπεσε. Τι χάλι ήταν κι εκείνο! Οι κεραίες του, η μια πεσμένη και η άλλη ζαρωμένη κι ο ίδιος πεσμένος ανάσκελα, να κουνάει αδύναμα τα ποδαράκια του.
Οι πασχαλίτσες, του έριξαν μια ματιά, του γύρισαν την πλάτη κι έφυγαν μουρμουρίζοντας.
«Α, πα, πα! Αίσχος!»
Όλο το χωριό γελούσε μέχρι δακρύων. Ακόμα κι οι παλιότεροι λέγανε πως δεν θυμόντουσαν να έχουν ξαναγελάσει τόσο πολύ.
Το πάθημα του κυρ-Σκαθάρη ήταν μεγάλο. Αφού έμεινε κάμποσο κλεισμένος στο σπίτι του, στο τέλος μάζεψε τα μπογαλάκια του κι ούτε που ξαναφάνηκε στο ζουζουνοχωριό.
Όσο για την κυρά-Ζουζούνα, τώρα που έμεινε χωρίς αντίπαλο, χόρεψε με τέτοια μεγαλοπρέπεια και χάρη, που όλοι μίλαγαν γι αυτή.
Και τούτη την ιστορία διηγούνταν όλο το χειμώνα τα ζουζούνια ενώνοντας χαρούμενα τις κεραιούλες τους. Για το πάθημα του κυρ-Σκαθάρη και για το χορό που χόρεψε η κυρά-Ζουζούνα, του Ζούζουνου η κυρά, η ονομαστή!