ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΟ ΜΥΡΜΙΓΓΙΔΗ

Απόσπασμα από το βιβλίο «Μικροφίλμ» του συγγραφέα Πάνου Μυρμιγγίδη. 25 ιστορίες. Ένας πρωταγωνιστής. Ιστορίες μιας ανάσας.
Πειραιάς, Θησείο, παλιές αποθήκες, ταράτσες, μουσικές, μπαλκόνια, το Κέντρο της Αθήνας, στιγμές που έφυγαν και αναμνήσεις που έρχονται. Σημάδια ζωής που ξέρουν πάντα να αντέχουν. Αυτό το φιλμ κρατάει πολύ λίγο. (Το «Μικροφίλμ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη)

4.

Είχε πολύ ήλιο. Και τι πιο ωραίο από ένα σαββατιάτικο καφέ στο μπαλκόνι με θέα το Αστεροσκοπείο. Η Έφη θα περνούσε απ’ το σπίτι το απόγευμα. Στο Αστεροσκοπείο είχε αρκετό κόσμο. “Φαντάσου τι θα γίνεται στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου” σκέφτηκα. Μπήκα για λίγο μέσα να φτιάξω ένα ακόμα καφέ γιατί ο πρώτος τελείωσε εν ριπή οφθαλμού.

Ξαναβγήκα στο μπαλκόνι και είδα μια κοπελίτσα να αφήνει ένα διαφημιστικό φυλλάδιο στην είσοδο της αυλής. Λίγο πιο πίσω, στον δρόμο, μια ηλικιωμένη κυρία περπατούσε αργά. Όταν έφτασε πιο κοντά την αναγνώρισα. Ήταν η γιαγιούλα που πέρναγε κάθε Σάββατο τέτοια ώρα απ’ την γειτονιά, ντυμένη πάντα ωραία και με μια υπερηφάνεια στο περπάτημα της. Όταν έφτασε απ’ έξω – σε μια νοητή ευθεία απ’ το σπίτι – σταμάτησε και το βλέμμα της χάθηκε. Ήταν ευκαιρία να της μιλήσω. Κατέβηκα αμέσως.

– Χρειάζεστε κάποια βοήθεια, την ρώτησα
– Όχι παιδί μου, απλά κουράστηκα λίγο, μου απάντησε πολύ ευγενικά
– Ελάτε εδώ στο πεζοδρόμιο να ξαποστάσετε λίγο
– Σε ευχαριστώ πολύ παιδί μου

Την βοήθησα να ανέβει στο πεζοδρόμιο και έβγαλα μια καρέκλα απ’ την αυλή για να κάτσει.
– Να σε έχει ο Θεός καλά, μου είπε
– Να ‘στε καλά. Θέλετε να σας φέρω ένα ποτήρι νερό;
– Όχι, όχι εντάξει είμαι. Κάποτε έκανα αυτή την διαδρομή τρέχοντας, αλλά τώρα γέρασα
– Σας βλέπω σχεδόν κάθε Σάββατο που περνάτε, έχετε κάποιον γνωστό εδώ;
– Μεγάλη ιστορία παιδί μου. Όχι δεν έχω πλέον κανένα γνωστό εδώ. Λίγο πιο κάτω ήταν το πατρικό μου. Τώρα είναι ένα εγκαταλελειμμένο χαμόσπιτο. Μη σε κουράζω όμως με τα δικά μου, έχεις κάνει ήδη αρκετά για μένα
– Δεν με κουράζετε καθόλου
– Σε ευχαριστώ πολύ παιδί μου. Έχουν περάσει τόσα χρόνια… κάποτε που λες, αυτή εδώ η γειτονιά ήταν ένας παράδεισος. Στο μυαλό μου το είχα, και όλα τα παιδιά εδώ φυσικά, σαν ένα διαφορετικό σύμπαν. Άκουγες συνέχεια χαρούμενες φωνές και γέλια. Οι γείτονες ήταν όλοι φίλοι μεταξύ τους. Στο σπίτι αυτό ζούσα με τους γονείς μου και τα άλλα τέσσερα αδέρφια μου. Ήταν σαν παραμύθι ώσπου ήρθε η Κατοχή. Τα πράγματα δυσκόλεψαν. Ο πατέρας μου ευτυχώς ήταν δημόσιος υπάλληλος, και έτσι είχαμε κάπως τα απαραίτητα για να μην πεθάνουμε απ’ την πείνα. Οι γονείς μου ήταν αισιόδοξοι άνθρωποι και μας έλεγαν συνέχεια “Θα φύγουν οι Γερμανοί κάποια στιγμή και όλα θα είναι όπως πρώτα”. Εγώ σαν μεγαλύτερη που ήμουν, περίπου δώδεκα χρονών όταν ξέσπασε η Κατοχή, προσπαθούσα να καθησυχάζω συνέχεια τα αδέρφια μου, ειδικά τις νύχτες και να βρίσκω παιχνίδια που θα παίζαμε μέσα στο σπίτι. Έξω δεν μπορούσαμε να βγούμε να παίξουμε γιατί κυκλοφορούσαν Γερμανοί. Τον πατέρα μου τον σκότωσαν τον δεύτερο χρόνο της Κατοχής, στον δρόμο. Κυνηγούσαν κάποιον που είχε κλέψει μια φρατζόλα ψωμί, και ο πατέρας μου έτυχε να βρίσκεται εν μέσω αυτής της καταδίωξης, και την πλήρωσε ο καημένος χωρίς να φταίει. Από εκείνη την στιγμή και μετά, τα πράγματα άλλαξαν ανεπιστρεπτί. Η μάνα μου αν και ήταν δυνατός άνθρωπος και έκανε ότι μπορούσε για να μας μεγαλώσει, δεν άντεχε την απώλεια του πατέρα μου. Έτσι, δεν μας ξαναείπε ποτέ, ότι κάποια στιγμή θα γίνουν όλα όπως πρώτα. Και αυτό γιατί, ό,τι και να γινόταν, όσο όμορφα και να κυλούσε μετά η ζωή μας θα υπήρχε πάντα αυτή η απώλεια. Τα βράδια συναντιόμουν με την θεία μου, την αδερφή του πατέρα μου, η μάνα μου είχε προβλήματα με τα πόδια της και δεν μπορούσε καλά καλά να βγει απ’ το σπίτι, λίγο πιο κάτω σε μια μικρή παιδική χαρά, για να μας δώσει τρόφιμα. Μια μέρα η θεία μου δεν ήρθε. Μάθαμε την επομένη, ότι την είχαν σκοτώσει. Αναγκάστηκε λοιπόν η μάνα μου, να απευθυνθεί σε έναν μαυραγορίτη. Με τα πολλά, μας πήρε το σπίτι. Μετακομίσαμε στο σπίτι της αποθανούσας θείας στον Πειραιά, μιας και αυτή δεν είχε άλλους συγγενείς παρά μόνο εμάς. Το πατρικό μου το πούλησε ο μαυραγορίτης σ’ έναν Γερμανό. Όταν τελείωσε η Κατοχή ο Γερμανός έφυγε, και ξαναγύρισε μετά από μερικά χρόνια για να το πουλήσει. Μάθαμε ότι το αγόρασε κάποιος, όπου έφυγε για το εξωτερικό και έτσι το σπίτι ερήμωσε. Με τα αδέρφια μου όταν μεγαλώσαμε πια, αποφασίσαμε να ερχόμαστε εδώ τα Σάββατα, όταν μπορούσαμε, έτσι για να κρατάμε τις αναμνήσεις όλοι μαζί. Κάναμε οικογένειες αλλά συνεχίσαμε να ερχόμαστε εδώ. Τώρα έμεινα μόνο εγώ και έτσι κάθε Σάββατο κάνω μόνη μου αυτή την βόλτα

– Απίστευτη ιστορία!
– Χαίρομαι που την διηγήθηκα σε κάποιον από αυτή την γειτονιά. Ελπίζω να μην σε κούρασα
– Μα τι λέτε, καθόλου. Θέλετε να σας συνοδεύσω μέχρι το πατρικό σας;
– Με μεγάλη μου χαρά παιδί μου

Με την κυρία Ευθυμία κάνουμε σχεδόν κάθε Σάββατο αυτή την βόλτα, και πλέον δεν είναι μόνη της

Books and Style

Books and Style