ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ
Τα μεγάλα και εγκληματικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής μας από τις αρχές του 20ού αιώνα, όπως τα αντιλαμβάνεται ένας απλός πολίτης αυτής της χώρας, ο οποίος δεν γνωρίζει το πολιτικό παρασκήνιο και δεν δέχεται να υπάρχει πολιτικό παρασκήνιο σε εθνικά θέματα.
Πρώτο λάθος, η μη αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσόβου.
Το Κόσοβο αποτελεί μία ακόμη περιοχή-θύμα των τότε Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες το παρέδωσαν, με τη διάσκεψη του Λονδίνου (1913) στη Σερβία. Οι αλβανικής καταγωγής, στην πλειοψηφία τους, κάτοικοί του, μετά από έναν αιματηρό πόλεμο ανεξαρτησίας (1998-99) και πολλές κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις και περιπέτειες ήδη από το 1912, τον Φλεβάρη του 2008 τόλμησαν να ανακηρύξουν την ανεξαρτησία τους. Η μονομερής αυτή ενέργεια έχει αναγνωριστεί από πολλές χώρες σε όλον τον κόσμο, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ και οι ισχυρές χώρες της ΕΕ, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Αγγλία. Οι ισχυροί της Δύσης, δεν τήρησαν στην περίπτωση του Κοσόβου την ψηφισθείσα Αρχή περί ιερών και απαραβίαστων, βάσει συνθηκών, συνόρων των κρατών, της οποίας την τήρηση απαιτούν από άλλους λαούς, ενώ η χώρα μας, επικαλούμενη τον κίνδυνο αναγνώρισης και του ψευδοκράτους της Κύπρου και αποφεύγουσα και την πρόκληση δυσαρέσκειας στο «συμμαχικό» Βελιγράδι, δεν υπάκουσε στους συμμάχους της και δεν το έχει αναγνωρίσει έως σήμερα ως ανεξάρτητο κράτος. Ωστόσο, οι μεν σύμμαχοί μας Σέρβοι δεν τίμησαν τη φιλία μας στο μακεδονικό, ενώ κάθε σκεπτόμενος πολίτης δύναται να διακρίνει τη διαφορά, εκεί που οι δικοί μας κρατούντες αδυνατούν ή σκοπίμως παραβλέπουν. Το ψευδοκράτος της Κύπρου προέκυψε από αυθαίρετη ένοπλη εισβολή άλλου κράτους, με αφορμή και τη δική μας προδοσία και ολιγωρία, το Κόσοβο από ανιστόρητη και εσκεμμένη απόφαση των τότε Μ. Δυνάμεων, όπως και η Β. Ήπειρος. Και η αναγνώριση της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας δύο περιοχών, οι οποίες υπέστησαν τα πάνδεινα, εξαιτίας των αποφάσεων των τότε ισχυρών, αποτελεί ηθικό χρέος απέναντι στην Ιστορία ολόκληρης της ανθρωπότητας. Η μη αξιοποίηση δε της εν δυνάμει θετικής ψήφου προς το Κοσσυφοπέδιο, με ανταλλάγματα είτε την αυτονόμηση της Β. Ηπείρου, με την επαναφορά σε ισχύ του Πρωτοκόλλου της Κερκύρας, είτε τη λύση του μακεδονικού προς όφελός μας, αποτελεί το μεγαλύτερο έγκλημα κατά της Πατρίδας μας, όταν επιτρέψαμε να παρέλθουν αναξιοποίητες οι ευκαιρίες, οι οποίες σπανίως και επανέρχονται…
Δεύτερο εθνικό λάθος, η αναλγησία και η επιλεκτική σιωπή, με την οποία αντιμετωπίστηκε από την πολιτική ηγεσία και τους Έλληνες το τραγικό και εγκληματικό λάθος της ελληνικής συναίνεσης στην επιδίκαση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία, μίας περιοχής με αμιγώς ελληνικό πληθυσμό, με το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (1913) και τη διάσκεψη των «συμμάχων» στο Παρίσι (1921), θέτοντας στο περιθώριο της Ιστορίας το Πρωτόκολλο της Κερκύρας (1914), το οποίο ουδέποτε καταγγέλθηκε και εξακολουθεί να ισχύει, απαξιώνοντας τους αγώνες απελευθέρωσής της και τους ποταμούς αίματος και συναινώντας στην εφαρμογή και στην πράξη της πολιτικής διατήρησης εθνικών μειονοτήτων εντός των Βαλκανικών χωρών, βραδυφλεγών βομβών στα θεμέλιά τους. Η έλλειψη εθνικής αλληλεγγύης απέναντι στις διώξεις, φυλακίσεις και δολοφονίες των Β. Ηπειρωτών από το καθεστώς Χότζα, το οποίο κατεδίωκε και τους Αλβανούς αντιφρονούντες, αποτελεί όνειδος για τους εκάστοτε κρατούντες μας, καθώς και η προχειρότητα και αναλγησία, με τις οποίες οι τότε ισχυροί αντιμετώπισαν αυτό το ζήτημα, χαράσσοντας τη νέα συνοριακή γραμμή, χωρίς καν να λάβουν υπόψη τα όρια ορισμένων χωριών, με συνέπεια οι κάτοικοί τους και συγγενείς όντες να βρεθούν εν μία νυκτί πολίτες διαφορετικών χωρών…
Τρίτο τραγικό λάθος η συμφωνία των Πρεσπών. Σε αντίθεση με την «εθνικά υπερήφανη» εξωτερική πολιτική, την οποία εφάρμοσε η χώρα μας με την κοντόφθαλμη και ανασφαλή πολιτική της στην περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου, στο θέμα των Σκοπίων έκλινε τον αυχένα στα κελεύσματα των ισχυρών και δέσμια και των ιδεοληψιών του τότε «ηγέτη» της, παρέδωσε μακεδονική ταυτότητα και γλώσσα σε έναν λαό, οι οποίοι είναι Μακεδόνες, όσο οι Σλάβοι είναι Έλληνες. Για μία ακόμη φορά δεν αξιοποιήσαμε την ανάγκη των Σκοπίων και την επιθυμία και των ισχυρών να τα εντάξουν στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, θέτοντες αποφασιστικά τους δικούς μας όρους. Το δε επιχείρημα ορισμένων Πρεσποπροσκυνητών ότι με αυτή τη συμφωνία θα αποκόπταμε τα Σκόπια από την Τουρκία, αποδεικνύεται σαθρό, όπως και ο πατριωτισμός τους, καθώς οι πρόσφατες και αναμενόμενες, κατ’ εμέ, εξελίξεις στις σχέσεις Τουρκίας-Σκοπίων τούς διαψεύδουν οικτρά. Το βέτο, βέβαια, εξακολουθεί να βρίσκεται στα δικά μας χέρια και η εθνική υπερηφάνεια αναζητά τον διαφεντευτή της, ώστε να παύσει η εθνική ντροπή να είμαστε και προδότες και προδομένοι …
Τέταρτο μεγάλο λάθος της εξωτερικής πολιτικής μας θεωρώ τον επίσης λανθασμένο τρόπο, με τον οποίο χειριστήκαμε το θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης. Συναινέσαμε να συνεχίσουν να διαβιώνουν στο ελληνικό έδαφος οι μουσουλμάνοι της Θράκης, σεβόμενοι τη συνθήκη της Λωζάννης του 1923 και την επιθυμία των 200.000 αδελφών μας της ελληνικής μειονότητας της Κων/πολης να παραμείνουν στην Πόλη και να εξαιρεθούν από την ανταλλαγή. Ωστόσο, δεν είχαμε ούτε το θάρρος ούτε την αποφασιστικότητα, να χρησιμοποιήσουμε τη μειονότητα αυτή, όταν το επέβαλαν οι συνθήκες, ως μέσο αποτροπής των διώξεων και των εγκλημάτων των Τούρκων κατά των στα εδάφη τους διαβιούντων Ελλήνων, κρυπτόμενοι όπισθεν του όρου «μουσουλμανική». Αντιθέτως αποδειχθήκαμε ιδιαίτερα αυστηροί στην προσκόλληση στο γράμμα του νόμου της συνθήκης της Λωζάννης, σύμφωνα με την οποία, οι μουσουλμάνοι της Θράκης αποτελούν απλώς θρησκευτική μειονότητα. Και παραδώσαμε στους Τούρκους το επιχείρημα και την αφορμή να μας επικρίνουν για μισαλλόδοξη πολιτική, ενώ είχαμε τη δυνατότητα, εκτός από την προστασία των Ελλήνων (και των Ποντίων και Μικρασιατών), να επιδιώξουμε, προϊόντος του χρόνου, ως ένα ακόμη αντάλλαγμα της αναγνώρισης της μειονότητας και ως τουρκικής (εξαιρουμένων των Πομάκων και Ρομά), τη σύναψη Ελληνο-Τουρκικής συμφωνίας για την ΑΟΖ και την επέκταση στα 12 μίλια, χωρίς το «casus belli» να υψώνεται απειλητικό επί των κεφαλών μας. Και αυτό ως αντάλλαγμα, επειδή ως αυτονόητες υποχρεώσεις των γειτόνων δεν το επιτύχαμε έως σήμερα. Ο δε εθνικός λόγος, τον οποίο επικαλούμαστε για την αιτιολόγηση αυτής της άρνησης, η τυχόν επέμβαση της Τουρκίας, με πρόσχημα την δήθεν υπεράσπιση των δήθεν καταδυναστευομένων αδελφών τους της Θράκης, θα εξέλιπε ως πρόσχημα με την αναγνώριση της εθνικότητάς τους και των εξ αυτής απορρεόντων δικαιωμάτων. Και ο εξ αυτών των «απορρεόντων δικαιωμάτων» φόβος μας δεν τιμά τον πολιτισμό μας, όταν οφείλουμε ακόμη και ως θρησκευτική μειονότητα να μην τους τα στερούμε, σεβόμενοι το δικαίωμα κάθε πολίτη της χώρας μας να αυτοπροσδιορίζεται και ως προς την εθνική του ταυτότητα και συνείδηση. Η στάση μας αυτή και ορισμένες νομικής φύσεως ενέργειες, μας εκθέτουν στην ΕΕ, ενώ καταδεικνύουν αδυναμία και εθνική ανασφάλεια, όταν οι Τούρκοι έχουν αποδείξει ότι επινοούν αφορμές, ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν, όταν θέλουν να επέμβουν, όπως έπραξαν στην Κύπρο, στη Λιβύη, στη Συρία κα…
Πέμπτο μεγάλο λάθος της εξωτερικής μας πολιτικής ο χειρισμός της μειονότητας των Τσάμηδων της Θεσπρωτίας και το εμπόλεμο με την Αλβανία.
Οι εξισλαμισμένοι και σταδιακά και εξαλβανισμένοι Τσάμηδες, Έλληνες φυλετικά και πρότερον βυζαντινοί χριστιανοί ορθόδοξοι πολίτες, εξέφρασαν την επιθυμία τους να παραμείνουν στην Τσαμουριά και να μην μεταβούν στην Τουρκία, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών, η οποία προέβλεπε μετακίνηση των Τσάμηδων στην Τουρκία με ταυτόχρονη εγκατάσταση των Ποντίων στην Θεσπρωτία. Εάν είχαμε ακολουθήσει την υποχρεωτική, βάσει της Ελληνοτουρκικής σύμβασης Βενιζέλου-Ατατούρκ (1923), ανταλλαγή, όλοι οι Τσάμηδες θα είχαν μεταβεί στην Τουρκία (Ανατολία), Πόντιοι δε θα είχαν εγκατασταθεί στην Τσαμουριά.
Η Ιστορία, δυστυχώς, στάθηκε αμείλικτη στο λάθος αυτό, καθώς πολλοί Τσάμηδες δεν σεβάστηκαν ούτε την γενναιόδωρη από πλευράς μας συναίνεση στη συνέχιση της διαμονής τους στο ελληνικό έδαφος ούτε την υπογεγραμμένη μπέσα των μπέηδων και αγάδων τους, στη συμφωνία υποταγής τους τον Φλεβάρη του 1913. Λιποτάκτησαν από τον ελληνικό στρατό και εισέβαλαν στο πλευρό των Ιταλών εναντίον της ίδιας τους της πατρίδας το 1940, παρασυρμένοι από τις υποσχέσεις του «μπαμπά» Μουσολίνι για την προσάρτηση της Τσαμουριάς στην «Μεγάλη Αλβανία». Οργανωμένοι δε ορισμένοι εξ αυτών και σε συμμορίες, ιδιαίτερα μετά τη θανάτωση του αγά του Μαργαριτίου, Γιασίν Σαντίκ από τον οπλαρχηγό Βασίλη Μπαλούμη (Δεκέμβριος 1942), συνεργάστηκαν με τους κατακτητές κατά την γερμανοϊταλική κατοχή και επιδόθηκαν σε δολοφονίες, εκτελέσεις, καταδόσεις, διαρπαγές κατά των κατοίκων του Φαναρίου, της Παραμυθιάς, Θεσπρωτίας. Και όσο κι αν επιχείρησαν να θυματοποιήσουν τους ομοφύλους τους, αποσιωπώντας τα κατά την γερμανοϊταλική κατοχή εγκλήματά τους και ενθυμούμενοι επιλεκτικά μόνον τα μεμονωμένα εκδικητικά λάθη δικών μας ανταρτών και κατοίκων, δυστυχώς για εκείνους, εκτός από τα επίσημα έγγραφα της προδοσίας κατά της ίδιας τους της πατρίδας, αντηχούν ακόμη ζωντανές στα αυτιά μας οι προφορικές μαρτυρίες των δικών μας γονέων και παππούδων, την αλήθεια των λόγων των οποίων εμπιστεύομαι απόλυτα, για έναν σημαντικό λόγο.
Μολονότι ανήκω σε οικογένεια της περιοχής Φαναρίου, η οποία απώλεσε πέντε πρόσωπα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος το 1943,- εις εξ αυτών δολοφονήθηκε από συμμορία τριών Τσάμηδων με φρικτό τρόπο-, οι γονείς μου δεν μου υπέβαλαν το μίσος και αρνητικά συναισθήματα ούτε κατά των Γερμανών ούτε κατά των Τσάμηδων. Πιστοί στην αλήθεια και μεγαλοψυχία των προγόνων τους, φρόντισαν να μου μιλήσουν και για εκείνους, οι οποίοι με κίνδυνο της ζωής τους έσωσαν κατοίκους των χωριών μας και επέδειξαν ανθρωπιά εν μέσω της απανθρωπιάς πολλών ομοφύλων τους.
Ο Τσάμης Ιντρίζ, ο οποίος εργαζόταν στο σπίτι μας και του οποίου και αναζητώ τους απογόνους, έσωσε την οικογένειά μας από βέβαιη θανάτωση από ομοφύλους του, ο Αβντουλά αγάς, φίλος του παππού μου, φρόντιζε να τον ειδοποιεί, όταν υπήρχε γερμανικός κίνδυνος και μαζί με εκείνον αποχωρούσαν από το χωριό μας και οι υπόλοιποι συγχωριανοί, ο Αντέμ ειδοποίησε συγγενικό μας πρόσωπο για τα σχέδια δολοφονίας του από συμμορία ομοφύλων του, ο Ελμάζ έσωσε ολόκληρο χωριό από τους Γερμανούς, η σύζυγος του Ριζά Γκινίκα έσωσε και φρόντισε τον 7ετή τότε Χρήστο Μπαλούμη, αν και το παιδί της το είχε σκοτώσει ο πατέρας του, Βασίλης Μπαλούμης, και άλλοι πολλοί, των οποίων τα ονόματα και τις ενέργειες ελάχιστοι γνωρίζουν.
Οι ανωτέρω Τσάμηδες εδικαιούντο να συνεχίζουν να διαβιώνουν στον τόπο μας, ως ισότιμοι Έλληνες πολίτες, καθώς και όσοι δεν συμμετείχαν σε κάθε είδους εγκληματικές ενέργειες κατά των ορθοδόξων κατοίκων. Δυστυχώς, όμως, οι περί τους 1700 Τσάμηδες εγκληματίες πολέμου (αρ. 344/23-4-1945 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων Ιωαννίνων), οι οποίοι καταδικάστηκαν ερήμην και όσοι συνέπρατταν ή συμφωνούσαν με τη συμπεριφορά τους, οδήγησαν όλους τους Τσάμηδες στην αναγκαστική εγκατάλειψη των χωριών τους. Ανάμεσά τους υπήρχαν και αθώοι γέροντες, γυναίκες και μικρά παιδιά, τα οποία, άκακοι γέροντες σήμερα, δεν έχουν το δικαίωμα να επισκέπτονται τα χωριά τους και να προσκυνήσουν στους τάφους των προγόνων τους. Εκείνοι, βέβαια, οι οποίοι αποδείχθηκαν προδότες της ίδιας τους της χώρας και ανάξιοι της ελληνικής ιθαγένειάς τους, καλώς αποκλείονται από την είσοδο στον τόπο, τον οποίο και δεν σεβάστηκαν και έβαψαν τα χέρια τους με το αίμα ομοφύλων τους. Το πόσο βαραίνει, ωστόσο, και τους απογόνους τους αυτή η καταδίκη, είναι ένα θέμα προς συζήτηση, όπως και το αν ισχύει η ίδια απαγόρευση για τους απογόνους των Γερμανών, Ιταλών, Βουλγάρων και Τούρκων εγκληματιών πολέμου, σε Ελλάδα, Μ.Ασία, Πόντο και Κύπρο.
Οι δύο γειτονικές ευρωπαϊκές χώρες τελούν εν έτει 2021 σε εμπόλεμη κατάσταση, ισχύουσα από το 1939 για την Αλβανία και από το 1940 για την Ελλάδα (Β.Δ 10/10-11-1940, ΦΕΚ 379). Φρονώ ότι, όπως έχει λήξει και η μεταξύ Γερμανών, Ιταλών, Βουλγάρων-Ελλήνων έχθρα, με τη σύναψη συνθηκών ειρήνης και χωρίς να έχουμε λάβει τις οφειλόμενες πολεμικές αποζημιώσεις για τις υλικές καταστροφές και τον θάνατο των πατεράδων και παππούδων μας, το ίδιο επιβάλλεται να συμβεί και μεταξύ των δύο χωρών. Η πρώτη χειρονομία καλής θελήσεως για τη σύναψη συμφωνίας ειρήνης και την άρση του εμπολέμου έγινε το 1986-87, από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, μονομερώς, λόγω της άρνησης της Αλβανίας, και με μία απλή πράξη του υπουργικού συμβουλίου, νομικά ανίσχυρη, αφού δεν κυρώθηκε από τη Βουλή και άρα δεν αναγνωρίζεται και από το Διεθνές Δίκαιο. Είναι βέβαιο ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου γνώριζε πολύ καλά τι έπρεπε να πράξει, αλλά προφανώς για πολιτικούς καθαρά λόγους το ανέβαλε.
Στη σωστή κατεύθυνση βαδίζων, όπως γράφτηκε στο διαδίκτυο και θέλω να ελπίζω, ο νυν Πρωθυπουργός της χώρας, Κυριάκος Μητσοτάκης, στο τελευταίο ταξίδι του κυρίου Δένδια στην Αλβανία, έδωσε την εντολή να συζητήσουν με τον ομόλογό του και να συμφωνήσουν, εκτός από την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για τον καθορισμό της ΑΟΖ, την έναρξη των διαδικασιών για τη σύναψη της συνθήκης ειρήνης και την εξ αυτής άρση του εμπολέμου, με στόχο την επίλυση των διαφορών μεταξύ των δύο κρατών, όπως η επιστροφή των περιουσιών των τότε διαβιούντων στο ελληνικό έδαφος ελαχίστων Αλβανών υπηκόων (δεν αναφέρεται στους Τσάμηδες, οι οποίοι ήσαν Έλληνες υπήκοοι) και την προστασία και των Β. Ηπειρωτών.
Η Αλβανία κήρυξε πρώτη τον πόλεμο σε κάθε εχθρική προς την Ιταλία χώρα το 1939, συμμαχώντας με τον Μουσολίνι, αυτή οφείλει να άρει το εμπόλεμο πρώτη. Ωστόσο η ανάγκη σύναψης ειρήνης μεταξύ των λαών δεν εξετάζει ποιος είναι πρώτος και δεύτερος, ποιος ο αδικών και ο αδικημένος. Οι νέοι της Ελλάδας και της Αλβανίας έχουν ηθική υποχρέωση και απέναντι στην Ιστορία των δύο λαών, να αφήσουν πίσω τους όσα μας χωρίζουν, να συγχωρήσουν, χωρίς να παραδώσουν τα εγκλήματα στη λήθη, και να αντιληφθούν επιτέλους ότι είμαστε συγγενικοί φυλετικά λαοί και ομόγλωσσοι, ενώ αποτελούν ουτοπία και ασέβεια προς τους γείτονές τους τα μεγάλα όνειρα και οι διεκδικήσεις εδαφών, όταν και η χώρα τους είναι αδύναμη στρατιωτικά και ο πόλεμος καταστροφικός για νικητές και ηττημένους. Η δε ελπίδα ότι θα λάβουν τη βοήθεια της «μαμάς» Τουρκίας στα σχέδιά τους αυτά, είναι βέβαιο ότι θα έχει την ίδια κατάληξη με εκείνη του «μπαμπά» Μουσολίνι το 1940-43…
Έκτο λάθος, η ηττοπαθής ανοχή επί πολλά έτη στις τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο, όταν με την δυναμική εξ αρχής αντιμετώπιση, θα είχε λήξει αυτή η μακροχρόνια εθνική ντροπή. Ουδείς εκ των συμμάχων μας στην ΕΕ θα επέτρεπε την παραβίαση του FIR τους ατιμωρητί, την οποία εμείς πληρώσαμε και με το αίμα 130 πιλότων μας…
Οι καιροί σήμερα επιβάλλουν την ειρήνη, ο πόλεμος είναι όπλο των ανοήτων, ουδείς έχει το δικαίωμα να κληροδοτήσει στα παιδιά μας αυτή την προαιώνια έχθρα μεταξύ γειτονικών λαών.
Από τον πολιτικό χάρτη του 21ου αιώνα, οι ένοπλες συγκρούσεις πρέπει να διαγραφούν. Διότι πατριωτισμός δεν είναι τα τύμπανα του πολέμου, ο πολυδάπανος στρατιωτικός εξοπλισμός και η διαρκής έχθρα μεταξύ των λαών, αλλά η ψύχραιμη και συνετή γεωστρατηγική ειρηνικής συμβίωσης όλων των γειτονικών λαών στον χώρο των Βαλκανίων και της Μεσογείου…