ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ

Γεώργιος Δημητρίου Γοβατζιδάκης (καπετάν Γιώργης Κοκκινογένης) (1877-1945)
Ο Οπλαρχηγός εκ Βεδέρων Ρεθύμνης, πρωταγωνιστής της μάχης Καστρίου Φαναρίου Πρέβεζας (2 Ιανουαρίου 1913) και της απελευθερώσεως του Φαναρίου.

«Εγώ δεν πολέμησα για να λάβω ανταμοιβές, αλλά για την Πατρίδα μου και τη λευτεριά της». Η απάντηση του Οπλαρχηγού, όταν του προσφέρθηκαν από το Ελληνικό Κράτος σύνταξη και κτήματα ως ανταμοιβή για την προσφορά του στον απελευθερωτικό πόλεμο του 1912-13.
***
«Όταν πέθανε ο πατέρας μου τον Φεβρουάριο του 1945, αν δεν τον κήδευαν δημοσία δαπάνη, ως αναγνώριση για όσα είχε προσφέρει στην Πατρίδα, δεν είχαμε χρήματα να τον κηδεύσουμε. Ήταν σκεπασμένος με σημαία ελληνική, τον συνόδευε μπάντα στρατιωτική και εκπρόσωποι της Κυβέρνησης…Οι γείτονες, μάλιστα, θυμάμαι έλεγαν «δεν γνωρίζαμε τόσα χρόνια ποιος έμενε δίπλα μας», διότι η μητέρα μου από ταπεινοφροσύνη δεν έλεγε ποιος ήταν και τι προσέφερε ο πατέρας μου στην Πατρίδα…» Ιωάννα Γεωργίου Γοβατζιδάκη.
***
«Αυτοί οι άνδρες ήλθαν από την Κρήτη, χωρίς να γνωρίζουν ούτε εμάς ούτε τον τόπο μας, άφησαν μικρά παιδιά και γυναίκες πολλοί από αυτούς και έδωσαν και το αίμα τους για τη λευτεριά μας. Θυμάμαι που μας έλεγαν ο πατέρας μου και οι γέροντες γι’ αυτούς που σκότωσαν τον Τούρκο αξιωματικό στο χωριό μας και άρπαξαν την σημαία των Τούρκων από το Παλιό Σχολειό. Ήταν κάτι λεβέντες, δυο μέτρα ο καθένας. Οι Τουρκαλβανοί, άμα τους έβλεπαν να ορμάνε σαν τα θεριά με τις μαχαίρες στα χέρια, έτρεχαν να γλιτώσουν. Σφαίρα δεν σκιάζονταν, όρθιοι πολεμάγαν. Αλλά εμείς τι κάναμε γι’ αυτούς; Ούτε ένα ευχαριστώ δεν τους είπαμε. Αυτοί είμαστε…» Αριστοτέλης Αν. Δήμας, κάτοικος Καστρίου Φαναρίου, ετών 92.
***

Γεώργιος Γοβατζιδάκης, Οπλαρχηγός στην Ήπειρο

 

 

Γόνος της ιστορικής οικογένειας των Γοβατζιδάκηδων των Βεδέρων, εγγονός του Γάλλου Γενάρχη και φιλέλληνα Γεωργίου (Ζωρζ), γιος του Δημητρίου Γοβατζιδάκη, αδελφός του Ιωάννη Γοβατζιδάκη, βουλευτή της Κρητικής Κοινοπολιτείας, και του Εμμανουήλ, Δημάρχου Ρεθύμνης, έμπορος στο επάγγελμα, γεννήθηκε στους Βεδέρους το 1877.
Από την εφηβική ηλικία συμμετείχε στους απελευθερωτικούς αγώνες της Κρήτης και πρωτοστάτησε στην Επανάσταση του 1897 και στο Κίνημα του Θερίσου (1905).

Πιστοποιητικό χορηγηθέν από το Προεδρείο της Επαναστατικής Συνέλευσης του Θερίσου για τη συμμετοχή του στον αγώνα, ως Σωματάρχη και Πληρεξουσίου της Επαρχίας Ρεθύμνης. (Αρχείο Αθανασίου Δημ. Γοβατζιδάκη)

Συμμετείχε στον μακεδονικό αγώνα και πρωταγωνίστησε στον απελευθερωτικό πόλεμο του 1912-13 στην Ήπειρο και στην περιοχή Φαναρίου, νυν δήμου Πάργας Πρέβεζας.
Από την 17η Οκτωβρίου 1912 πολέμησε ως Υπαρχηγός και Οπλαρχηγός της Κρητικής Λεγεώνας Ηπείρου (Σώμα Κρητών Εθελοντών), με Αρχηγό τον Ευάγγελο Φραγκιαδάκη (καπετάν Γαλλιανό) και υπό τις διαταγές του Αρχηγού του ΜΗΣ (Μικτόν Ηπειρωτικόν Στράτευμα), Υπολοχαγού Μηχανικού Δημητρίου Τιμολέοντα-Νότη Μπότσαρη. Συνέχισε να αγωνίζεται έως την 19η Ιανουαρίου ως Αρχηγός Εθελοντικού Σώματος εκ τριάκοντα (30) Κρητών, υπό τις διαταγές του Παργινής καταγωγής Αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού Αντωνίου Ηπίτη, Διοικητή του Μικτού Ανεξαρτήτου Αποσπάσματος Αχέροντα, το οποίο συνεκροτήθη την 26η Δεκεμβρίου με διαταγή του Αρχηγού Στρατού Ηπείρου, Κων/νου Σαπουντζάκη.

Ονομαστική Κατάσταση των ανδρών της Κρητικής Λεγεώνας υπό τους Ευάγγελο Φραγκιαδάκη (καπετάν Γαλλιανό) ως Αρχηγό και Γεώργιο Γοβατζιδάκη ως Υπαρχηγό. (Αρχείο Βαγγέλη Βαρούχα, εγγονού του Οπλαρχηγού Γαλλιανού).

Με τους επίσης Κρήτες Οπλαρχηγούς, Μάρκο Παπαγιαννάκη, Ματθαίο Πάσχο, Νικόλαο Μπελέλη, τον Φαναριώτη οπλαρχηγό Σωτήριο Τζίμα, τον επονομαζόμενο Σταθά υπό του Δημ. Μπότσαρη, λόγω του ομωνύμου οπλαρχηγού του Βάλτου, τον αδελφό του, Διονύσιο Τζίμα, τον επονομαζόμενο Κούκουλο υπό του Μπότσαρη, λόγω της καταγωγής του εκ του ομωνύμου χωριού Κουκούλι Φαναρίου, τον Π. Σακελλαρίδη και Θωμά Ζάλογγο, τους Αξιωματικούς και άνδρες του Μικτού Ανεξαρτήτου Αποσπάσματος Αχέροντα, έλαβε μέρος και πρωταγωνίστησε στη νικηφόρο μάχη, η οποία συγκροτήθηκε στο χωριό Καστρί Φαναρίου και συγκεκριμένα στην τοποθεσία «Παλιό Σχολειό» ή «Χούκι- Μέτι», οικία του αγά επί Τουρκοκρατίας, στον λόφο του οικισμού «Καστρόπουλο», παρά τον Αχέροντα ποταμό.
Κατέλαβε, υπό τις διαταγές του Ηπίτη, με τους ανωτέρω οπλαρχηγούς και τα Εθελοντικά Σώματά τους με επικεφαλής τον Υπομοίραρχο Αναστασόπουλο, την 2α Ιανουαρίου 1913, αρχικά το χωριό Καστρί και το επί της κορυφής του λόφου του οικισμού «Καστρόπουλο» Διοικητήριο των Τούρκων.
Η νικηφόρος για το Απόσπασμα Αχέροντα μάχη, με την οποία απελευθερώθηκαν τα έξι τελευταία κατεχόμενα χωριά του Κάτω Ρου του Αχέροντα και της Υποδιοικήσεως Φαναρίου και ολοκληρώθηκε η απελευθέρωση της περιοχής, ξεκίνησε στις 08:30 το πρωί της 2ας Ιανουαρίου, ημέρα Τετάρτη. Ο Αντ/ρχης Ηπίτης μετέβη από τον Άνω Ρου του Αχέροντα στο χωριό Αχερουσία (Γιαννούζι), έδρα από την 31η Οκτωβρίου του Αποσπάσματος, κάλεσε τον ευρισκόμενο στο χωριό Κλεισούρα Κρήτα Οπλαρχηγό Ματθαίο Πάσχο, τους στο χωριό Μουζακαίικα, επίσης Κρήτες Οπλαρχηγούς, Μάρκο Παπαγιαννάκη και Νικόλα Μπελέλη, τους στην Αχερουσία (Γιαννούζι) ευρισκομένους Γεώργιο Γοβατζιδάκη και Σωτήριο Τζίμα (Σταθά), τον Υπομοίραρχο Αναστασόπουλο και τα στο Καναλάκι εδρεύοντα Εθελοντικά Τμήματα. Τους διέταξε να ετοιμασθούν για συντονισμένη επίθεση από τον Τομέα Αχερουσίας-Καναλακίου κατά του χωριού Καστρί και των εκεί οχυρωθέντων τουρκικών δυνάμεων.
Τα δύο Πυροβόλα Κρουπ του Αποσπάσματος, τα οποία τοποθετήθηκαν με διαταγή του από τον Ανθυπολοχαγό Πυροβολικού, διοικητή της Ημιπυροβολαρχίας Γαρίζο, στο χωριό Αχερουσία (Γιαννούζι) και σε απόσταση 1.700 μέτρων από το Καστρί, άρχισαν να βάλλουν κατά του τουρκικού Διοικητηρίου και των οχυρωθέντων εντός και πέριξ αυτού Τούρκων του τακτικού στρατού και ομάδων ατάκτων μουσουλμάνων Αλβανών, Τσάμηδων και Λιάμπηδων, στην πλειοψηφία τους. Και ενώ οι ελληνικές δυνάμεις εδέχοντο καταιγισμό πυρών από τον εχθρό, οι άνδρες των Εθελοντικών Σωμάτων και του Αποσπάσματος άρχισαν να προελαύνουν συντονισμένα προς το φρούριο του Καστρίου, μέσα από το λασπωμένο έδαφος των αγρών του κάμπου του Φαναρίου, λόγω των πολυήμερων ραγδαίων βροχοπτώσεων. Η δύσκολη και επικίνδυνη διάβαση του ποταμού Αχέροντα δεν τους πτόησε, παρά το γεγονός ότι το βάθος του υπερέβαινε τα 70 εκατοστά, φθάνων σε πολλά σημεία έως και το στήθος πολλών ανδρών. Η συντονισμένη και αποφασιστική έφοδος και η σφοδρά μάχη σώμα με σώμα είχε ως αποτέλεσμα να καταληφθεί το χωριό Καστρί και το Διοικητήριο των Τούρκων, να αποσπασθεί από τον Γεώργιο Γοβατζιδάκη και η τουρκική σημαία και να προκληθούν στον εχθρό μεγάλες απώλειες.

Ο Γ. Γοβατζιδάκης και οι άνδρες του Σώματός του. Εικονίζεται όρθιος δίπλα στον ιστό της σημαίας του με τα δύο ΓΓ, με φόντο πίσω του την τουρκική σημαία-λάφυρο.

Την σημαία αυτή, λάφυρο της γενναιότητάς του, μετά το πέρας του πολέμου, την παρέδωσε στο Υπουργείο Στρατιωτικών με πανηγυρική τελετή και έλαβε τα συγχαρητήρια του Συνταγματάρχη Ηπίτη και του Στρατηγού Κων/νου Σαπουντζάκη για την πράξη του αυτή. Ο δε Ελευθέριος Βενιζέλος, σε επιστολή του προς τον Ελευθέριο Γοβατζιδάκη, τον απεκάλεσε «αυτάδελφο».
Δυστυχώς, η σημαία αυτή καταστράφηκε στα υπόγεια του Πολεμικού Μουσείου, όπως αναφέρουν οι απόγονοι Ιωάννα Γοβατζιδάκη, κόρη του οπλαρχηγού, και ο εγγονός του Αθανάσιος Δημ. Γοβατζιδάκης.
Ο καπετάν Γιώργης δεν επέδειξε μόνον απαράμιλλη γενναιότητα κατά την μάχη αυτή, αλλά και μεγαλοψυχία, αντάξια του ήθους και της καταγωγής του, καθώς, σύμφωνα με την μαρτυρία της κόρης του Ιωάννας και του εγγονού του Αθανασίου, χάρισε τη ζωή στον Αλβανό επικεφαλής, τον οποίο ήταν έτοιμος να θανατώσει με την κρητική μαχαίρα του, αλλά λυγίζοντας ως άνθρωπος στην παράκλησή του να του χαρίσει τη ζωή, δεν το έπραξε. Ο Αλβανός έβγαλε τότε το μεταξωτό μαντήλι του (σιαμί) από τον λαιμό του και του το χάρισε. Το σιαμί αυτό βρίσκεται ως κειμήλιο της κρητικής λεβεντιάς του στην οικογένειά του. (βλ. σχ. φωτογραφία).
Οι απώλειες των εχθρών στη μάχη του Καστρίου ήσαν 30 νεκροί και πολλοί τραυματίες, του δε Αποσπάσματος 2 νεκροί Εθελοντές, 4 τραυματίες και μία γυναίκα. Οι πανικόβλητοι Τούρκοι του τακτικού στρατού και τα στίφη των ατάκτων μουσουλμάνων Αλβανών τράπηκαν σε φυγή προς το χωριό Μόρφη και Μαργαρίτι Θεσπρωτίας, διά του χωριού Θεμέλου (Ταμπάνι) Φαναρίου.
Αμέσως μετά την κατάληψη του χωριού Καστρί, ο Υπομοίραρχος Αναστασόπουλος με τους άνδρες των Εθελοντικών Σωμάτων του καπετάν Γιώργη Γοβατζιδάκη, Ματθαίου Πάσχου και Σωτήριου Τζίμα (Σταθά), αστραπιαία και αποφασιστικά επιτέθηκαν διαδοχικά στα χωριά Σταυροχώρι (Γορίτσα), στο Κορωνόπουλο και την Κορώνη, από όπου εξεδίωξαν τον εχθρό και τα απελευθέρωσαν. Ο δε Σωτήριος Τζίμας (Σταθάς), αποσπασθείς με το Εθελοντικό Σώμα του, επιτέθηκε με δική του πρωτοβουλία και κατά των Τούρκων της Κυψέλης (Τουρκοπάλκου) Φαναρίου και απελευθέρωσε και το χωριό αυτό, ένα αξιόλογο χωριό, έδρα επίσης των Τούρκων, εξ ου και το όνομά του επί Τουρκοκρατίας.
Ο Αντ/ρχης Ηπίτης διέταξε τους οπλαρχηγούς Σακελλαρίδη, Διονύσιο Τζίμα και Ζάλογγο, επιστρέφοντες στις θέσεις τους, να επιτεθούν και να καταλάβουν την Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη στο Νεκρομαντείο, όπου ευρίσκοντο οχυρωμένοι Τούρκοι, στο χωριό Μεσοπόταμο (Μπεσιερέ) Φαναρίου. Οι οπλαρχηγοί ενήργησαν με επιτυχία και την εσπέρα της ίδιας ημέρας εξεδίωξαν και τους τελευταίους Τούρκους από το χωριό αυτό και το Φανάρι.
Με την απελευθέρωση και των έξι αυτών χωριών, ολοκληρώθηκε η απελευθέρωση των 24ων χωριών της Υποδιοικήσεως Φαναρίου, όπως σημειώνει και ο Α. Ηπίτης.
Την ίδια ημέρα στο χωριό της Υποδιοικήσεως Παραμυθιάς Γαρδίκι, ισχυρό φρούριο και έδρα των Τούρκων, συγκροτήθηκε επίσης σφοδρά νικηφόρος μάχη και κατελήφθη το χωριό, το πρώτο από την υποδιοίκηση Παραμυθιάς, το οποίο και πυρπολήθηκε απ’ άκρου εις άκρον από τις ελληνικές δυνάμεις. Στη μάχη αυτή συμμετείχαν, εκτός των δυνάμεων του Αποσπάσματος Αχέροντα, υπό τον Ταγματάρχη Φιλιακό, τα Εθελοντικά Σώματα των Κρητών οπλαρχηγών Εμμανουήλ Σκουντρή, Παύλου Γύπαρη, Ιωάννη Δαμιανάκη και του γενναίου Καμαρινιώτη Αρχηγού Κων/νου Τζώρτζη Ζαχαράκη.
Οι απώλειες του Αποσπάσματος ήσαν 2 νεκροί και 6 τραυματίες. Ήδη από την 30ή Δεκεμβρίου ο Ηπίτης είχε απελευθερώσει την Γλυκή και την οχυρή τοποθεσία της «Άγιος Παντελεήμων», εφορμώντας έφιππος από τη Νεμίτσα-Βουβοπόταμο στη γέφυρα Γλυκής, ενώ την 31η του μηνός απελευθερώθηκε η Χόικα και η τοποθεσία «Προφήτης Ηλίας» του Ζαβρούχου. Στην επιχείρηση συνέδραμε τα μέγιστα και το Πυροβολικό με τα πυροβόλα του Αποσπάσματος.
Ο καπετάν Γιώργης, εκτός από την μάχη στο Καστρί, έλαβε μέρος σε όλες τις μάχες του Φαναρίου, οι οποίες συγκροτήθηκαν στο διάστημα από 17η Οκτωβρίου έως και την 19η Ιανουαρίου 1913. Οι έως την 20ή Δεκεμβρίου μάχες αναφέρονται από τον Ευάγγελο Φραγκιαδάκη (καπετάν Γαλλιανό) στη χορηγηθείσα από τον ίδιο χειρόγραφη βεβαίωση συμμετοχής στον αγώνα προς τον επίσης Κρήτα Οπλαρχηγό του Σώματός του, Παντελή Γιαμπουδάκη, την 8η Φεβρουαρίου 1913 στο Ρέθυμνο (βλ. σχ . βεβαίωση).

Χειρόγραφη βεβαίωση συμμετοχής στις μάχες, χορηγηθείσα στον Παντελή Γιαμπουδάκη, Οπλαρχηγό του Σώματος Γαλλιανού-Γοβατζιδάκη. (Αρχείο Ιωάννη Κονταξάκη

Ήτοι:
-Στη μάχη της 31ης Οκτωβρίου 1912 στο χωριό Αχερουσία-Γιαννούζι, το οποίο και κατέλαβαν και έκτοτε χρησιμοποιήθηκε ως έδρα του Αρχηγείου του Αποσπάσματος Αχέροντα.
-Στη διήμερη μάχη της 2ας Νοεμβρίου 1912 στη Γλυκή και Χόικα Θεσπρωτίας, με την οποία εξετοπίσθη ο εχθρός από τον «Άσπρο Μύλο» της Χόικας μέχρι το χωριό Γαρδίκι.
-Στη μάχη της 8ης Νοεμβρίου στο χωριό Καστρί Πρέβεζας, η οποία συνεχίσθηκε και στις 14, 22, 23, 25 και 27 Νοεμβρίου 1912. Στο χωριό Καστρί είχαν την έδρα τους Τούρκοι, λόγω της στρατηγικής θέσης του στον κάμπο του Φαναρίου και του πελασγικού κάστρου του, το οποίο προσέφερε φυσική κάλυψη και οχύρωση.
-Στη δίωρη μάχη της 28ης Νοεμβρίου 1912 και την αιφνιδιαστική σφοδρά νυχτερινή επίθεση των Τούρκων στο χωριό Αχερουσία-Γιαννούζι, με σκοπό την ανακατάληψή του.
-Στη μάχη της 3ης Δεκεμβρίου 1912 στην τοποθεσία «Άσπρος Μύλος» της Χόικας, κατά την οποία εφονεύθη ο Εθελοντής της Κρητικής Λεγεώνας Κων/νος Μ. Καλοειδάς, βληθείς στον δεξιό οφθαλμό.
Μετά την νικηφόρο μάχη στο Καστρί οι ελληνικές δυνάμεις επικεντρώθηκαν στην προετοιμασία της καταλήψεως της Παραμυθιάς Θεσπρωτίας. Προσπάθειες ανακατάληψης αυτών των χωριών επιχειρήθηκαν από την 10η έως και 14η Ιανουαρίου, όταν δυνάμεις τουρκικές κατάφεραν να ανακαταλάβουν τα χωριά του Άνω ρου του Αχέροντα, Γλυκή και Χόικα, επιτέθηκαν εναντίον του Καστρίου, Κορωνόπουλου, Κορώνης και Κυψέλης και ανάγκασαν προσωρινά σε σύμπτυξη τις δυνάμεις μας και τα Εθελοντικά Σώματα στο Καναλάκι, ενώ κατόρθωσαν να ανακαταλάβουν το ύψωμα «Προφήτης Ηλίας» στο Ζαβρούχο Σουλίου, το χωριό Καστρί και πυρπόλησαν και το Σταυροχώρι-Γορίτσα. Οι ελληνικές δυνάμεις αντέδρασαν αποφασιστικά και στις 22 Φεβρουαρίου το Φανάρι και τα χωριά του Άνω Ρου του Αχέροντα και της Παραμυθιάς ανέπνεαν τον αέρα της ελευθερίας, ενώ από την 23η έως την 26η Φεβρουαρίου απελευθερώθηκαν οι κωμοπόλεις Παραμυθιά, Πάργα, Μαργαρίτι, Φιλιάτες, τα χωριά Καρβουνάρι, Ηγουμενίτσα (ένα μικρό τότε χωριό), Καστρί Θεσπρωτίας, το Νεοχώρι κά. Το Απόσπασμα συνέχισε την προέλασή του στη Β. Ήπειρο, απελευθερώνοντας την 4η Μαρτίου 1913 τους Αγίους Σαράντα.
Ο Αντ/ρχης Α. Ηπίτης περιγράφει στο Ημερολόγιό του λεπτομερώς τις μάχες στο Καστρί και το Γαρδίκι, από το χωριό Βουβοπόταμος (Νεμίτσα) Πρέβεζας.

Απόσπασμα από το Ημερολόγιο Αντ/ρχη Α. Ηπίτη.

 

Η πυρπόληση και η καταστροφή του Ιερού Ναού του Αγίου Χαραλάμπους στο Καστρί Φαναρίου από τους Τούρκους, όπως αποτυπώθηκε από τον φακό του Fred Boissonas το 1913. Ο Καστριώτης ιερέας Σωτήριος Οικονομίδης, απελπισμένος κάθεται στα χαλάσματα. Δεκαεπτά (17) χωριά του Φαναρίου είχαν πυρποληθεί από τους Τούρκους από τον Οκτώβριο του 1912 και πολλοί κάτοικοι, ημίγυμνοι και εξαθλιωμένοι από την πείνα, πλησίαζαν τους άνδρες του Αποσπάσματος, επαιτώντας λίγη τροφή.

Ο Ηπίτης την 19η Ιανουαρίου χορήγησε, κατόπιν αιτήσεώς του, φύλλο πορείας στον Κρήτα Οπλαρχηγό Εμμανουήλ Σκουντρή, ενώ τα Εθελοντικά Σώματα όλων των Κρητών Οπλαρχηγών του Αποσπάσματος, είχαν ζητήσει προ ημερών τα φύλλα πορείας τους, λέγοντάς του: «Τα παιδιά μας άλλα έφυγαν τα δε λοιπά θα φύγουν επίσης, διότι στερούνται άρτου». Ήδη από την 17η Ιανουαρίου το Γενικό Στρατηγείο, με εντολή του Υπουργείου Στρατιωτικών, είχε εκδώσει διαταγή αφοπλισμού και διάλυσης όλων των Εθελοντικών Σωμάτων, πλην των Σωμάτων των Ηπειρωτών που δρούσαν στον Αχέροντα, μετά από αίτηση των αρχηγών των Αποσπασμάτων Ολύτσικα και Αχέροντα, Μαλάμου και Ηπίτη, εξαιτίας της αδυναμίας ανεφοδιασμού τους και πράξεων απειθαρχίας τους.
Οι Κρήτες επέστρεψαν στις εστίες και τις οικογένειές τους, τις οποίες είχαν εγκαταλείψει, υπακούοντες στο κάλεσμα της φιλτάτης Πατρίδας.
Τους ευγνωμονούμε και θέλω να ελπίζω ότι η ευγνωμοσύνη μας αυτή δεν θα παραμείνει μονάχα στις σελίδες αυτού του αφιερώματος…

(Συνεχίζεται)

(Σ.σ. Λόγω οικονομίας χώρου δεν συμπεριελήφθησαν οι υποσημειώσεις του βιβλίου. Περισσότερα στοιχεία για τους Οπλαρχηγούς, Ηπειρώτες και Κρήτες, και γενικότερα τον απελευθερωτικό πόλεμο 1912-13 στην Λάκκα Σουλίου, Φανάρι και Παραμυθιά και τις πηγές άντλησης των στοιχείων, σύντομα στο υπό έκδοση βιβλίο της γράφουσας, το οποίο θα βρίσκεται στο διαδίκτυο με τη μορφή e-book και δωρεάν πρόσβαση σε κάθε ενδιαφερόμενο, ενώ θα διανεμηθεί, επίσης δωρεάν, στους μαθητές των σχολείων. Διότι κύριος στόχος αυτής της συγγραφής είναι να μάθουν τα παιδιά μας την Ιστορία του τόπου μας, αλλά και να τιμηθούν οι απόγονοι των Οπλαρχηγών, αφού δεν καταφέραμε να τιμήσουμε τους ίδιους τους πρωταγωνιστές).

Books and Style

Books and Style