ΑΠΟ ΤΗ ΦΑΙΗ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
Η Κατερίνα μετά την τελετή στάθηκε μπρος το πατρικό της. Έμοιαζε τόσο παρατημένο και μόλις πριν μερικές εβδομάδες η μάνα της ήταν εκεί. Λίγο πριν αφεθεί στα χέρια του ουρανού, σε εκείνο το ψυχρό δωμάτιο του νοσοκομείου την τράβηξε και της ψιθύρισε κάτι στο αυτί.
Δεν μπορούσε λοιπόν να κάνει αλλιώς, ήταν θυμωμένη με την μάνα της μα της το υποσχέθηκε. Μπήκε μέσα στο σπίτι και τράβηξε γραμμή για το υπνοδωμάτιό της, σήκωσε το στρώμα του κρεβατιού και ψηλαφίζοντας το βρήκε. Κάθισε στην άκρη του και το κοίταξε. Ένα απλό μπλε τετράδιο που στην ετικέτα του έγραφε «ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ» -άρχισε να διαβάζει…
«Κάποτε ζούσα σε μια συνοικία διαφορετική από πολλές άλλες. Ήταν στριμωγμένη μαζί με τα όνειρα μου ανάμεσα σε μεγάλα γκρίζα κτήρια. Μοιάζει αστείο τώρα πια μα τότε την έλεγα ειρωνικά «Συνοικία το όνειρο».
Τότε, που μοιάζει τόσο παλιά, όλη μου η οργή μπορούσε να κρυφτεί στο όνομα που είχα δώσει σε εκείνον τον τόπο. Στην ουσία ήταν μια συνοικία αρρώστων, στα μάτια μου τουλάχιστον, με σπίτια μικρά και φτωχικά. Τα όνειρα των κατοίκων γεννιόταν καταδικασμένα να μείνουν για πάντα εκεί και δεν υπάρχει μεγαλύτερη αρρώστια από αυτή. Οποιαδήποτε ελπίδα για κάτι νέο, κάτι διαφορετικό καταστελλόταν από τους γηραιούς. Τους φαινόταν τόσο ανούσια η ελπίδα, το όνειρο. Έτσι φρόντιζαν με την πρώτη ευκαιρία κάθε διάθεση για εξέγερση να ποδοπατιέται. Τώρα πια δεν μπορώ να είμαι σίγουρη για τίποτα. Ίσως να μην ήταν έτσι, ίσως να τα έβλεπα εγώ έτσι. Όλα της ζωής μου τα στραβά και τα ανάποδα πίστευα πως είχαν τις ρίζες τους σε εκείνη την γη. Ανόητη.
Οι δρόμοι ήταν ήσυχοι και τα απογεύματα γέμιζαν φωνές. Παιδικές φωνές και γέλια κάτω από έναν αθεράπευτα ανέφελο ουρανό. Τα βράδια κανείς δεν χρειαζόταν φως, δεν το φοβόταν κανείς μας το σκοτάδι τότε. Γιατί στην συνοικία εκείνη το σκοτάδι δεν είχε να μας κρύψει τίποτα που να μην μας είχε τρομάξει την μέρα. Έτσι τα παιδιά τριγυρνούσαν στα σοκάκια της ως αργά τα βράδια και οι μανάδες δεν φοβόταν.
Μεγάλωνα εγώ και η συνοικία μίκραινε. Όλο και πιο πολύ ένιωθα να μην με χωράει εκείνος ο σιχαμένος τόπος. «Θα φύγω από εδώ» ορκιζόμουν με όση δύναμη είχα στα σωθικά μου. «Θα φύγω και θα τα αφήσω όλα εδώ, δεν θα κοιτάξω πίσω». Ανόητη. Το πίστευα. Πόσο ανόητη.
Θυμάμαι τόσες και τόσες νύχτες να ξαγρυπνώ κάνοντας όνειρα και σχέδια να ονειρεύομαι για την ημέρα που θα άφηνα πίσω μου εκείνη την συνοικία και απαλλαγμένη από τις προβλέψεις των άλλων για το μέλλον μου. Το προδιαγεγραμμένο, όπως τότε πίστευα. Θα άνοιγα τα φτερά μου για αλλού. Ήθελα να κάνω τόσα πολλά πράγματα στην ζωή μου.
Ήθελα να ταξιδέψω και να μορφωθώ, να γίνω κάτι. Κάτι σπουδαίο και όταν θα τα είχα πια καταφέρει, θα γυρνούσα πίσω μόνο για λίγο. Έτσι για να δουν ότι τα κατάφερα.
Πέρασαν λοιπόν τα χρόνια και τα κατάφερα. Όχι να κάνω τα σχέδιά μου πραγματικότητα. Τα κατάφερα μόνο να φύγω από εκείνον τον τόπο. Είναι φορές που ντρέπομαι τόσο πολύ για τις σκέψεις που έκανα τότε. Πίστευα πως μακριά από εκεί όλα θα ήταν πιθανά. Θεωρούσα πως όλα τα άσχημα τα είχα αφήσει πίσω μου. Όχι δεν κατάφερα να κάνω τα παιδικά όνειρα μου πραγματικότητα όμως ευτυχώς ή δυστυχώς ήρθαν άλλα να φωλιάσουν μέσα μου. Κάποια τα έφτασα, τα είδα. Κάποια άλλα όχι. Όμως μαζί τους ήρθατε και εσείς, θυμάμαι πως η ζωή μου τότε πήρε άλλη διαδρομή και τα όνειρα μου είχαν πια την μορφή σας.
Η ζωή μας όμως είναι ένα παιχνίδι, με όρους παρανοϊκούς. Τι και αν δεν ζούσαμε εκεί σε εκείνη την γη που τόσο πάλεψα να φύγω μακριά της; Τι και αν είχαμε στριμώξει τα όνειρα μας σε μιαν άλλη γειτονιά; Σε μιαν άλλη συνοικία; Σας έβλεπα να μεγαλώνετε και ο τόπος να μην σας χωράει. Η συνοικία μίκραινε, σας πίεζε. Τα βράδια γονάτιζα δίπλα σας ενώ κοιμόσασταν και προσευχόμουν να φύγετε να πάτε κάπου μακριά. Να μην βγάλετε ρίζες, να αναζητήσετε τα όνειρα σας. Όμως στάθηκα ανόητη για άλλη μια φορά.
Γιατί δεν καταλάβαινα; Γιατί δεν έβλεπα; Το πρόβλημα δεν ήταν ο τόπος, ποτέ δεν ήταν αυτό το θέμα. Ήρθε η μέρα που περίμενα, θυμάμαι πως αισθάνθηκα να γυρνάει όλος ο κόσμος γύρω μου με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Τα αυτιά μου βούιζαν και εγώ δεν έβρισκα ούτε μια σπιθαμή γης να πατήσω που να είναι ασφαλής. «Μάμα, δώσε μας την ευχή σου, θα φύγουμε, δεν έχει τίποτα εδώ για εμάς».
Θα φύγετε; Πού θα πάτε; Πού μπορεί να είναι καλύτερα. Θα ορκιζόμουν πως μπορούσα να βρω ένα εκατομμύριο λόγους να σας πείσω πως η επιλογή σας είναι λάθος, μα δεν είχα φωνή. Στα αυτιά μου αντηχούσαν οι προσευχές που έκανα χρόνια τώρα. Έσκυψα το κεφάλι μου και κοίταξα τα πόδια μου. Ήμουν ξυπόλυτη, σκονισμένη με γόνατα γδαρμένα από μια άγαρμπη αναμέτρηση μου με το έδαφος. Τρόμαξα. Σήκωσα το κεφάλι μου και ξαφνικά είδα μπρος μου την μάνα μου. Μεγάλη εκείνη, μικρή εγώ. «Πάλι έπεσες; Γιατί παιδί μου δεν προσέχεις; Γιατί τρέχεις; Ποιος σε κυνηγάει και τρέχεις συνέχεια;», «Θα φύγω από εδώ. Με ακούς; Θα φύγω! Ποιος με κυνηγάει; Όλοι και όλα», « Μα τι λές παιδί μου, για το όνομα του Θεού τι λες μικρό παιδί;»…
« Δεν ξέρω, δεν ξέρω!»
Θυμωμένη, πάντα ήμουν θυμωμένη. Δεν ξέρω με τι. Η μάνα μου έλεγε γελώντας πως γεννήθηκα έτσι. Με τον καημό εκείνο έφυγε, προσπαθώντας και εκείνη να καταλάβει. Τι να καταλάβει και ποιος να της εξηγήσει. Ανόητη, πάντα ανόητη.
Τώρα, τόσα χρόνια μετά, τόσα πολλά που δεν θυμάμαι πια πόσα, κοιτάζω γύρω μου τον κόσμο σαστισμένη. Οι άλλοι γελάνε, κλαίνε, συνεχίζουν, προσπαθούν, πέφτουν, ματώνουν, σηκώνονται, προχωρούν. Εγώ; Εγώ γιατί στην ευχή έμεινα τελικά εκεί; Εκεί, σε εκείνη την καταραμένη γη; Μήπως δεν προσπάθησα αρκετά; Μήπως δεν ονειρεύτηκα; Τι στην ευχή έκανα λάθος;
Λάθος, λάθος! Έκανα λάθος. Εκείνη η συνοικία δεν είχε τίποτα περίεργο, εγώ απλώς δεν χωρούσα εκεί, τι έφταιξε μεγάλη ιστορία και δεν υπάρχει πια κανείς για να την πει.
«Κλείσε παιδί μου το τετράδιο και σήκω. Σκούπισε τα δάκρυα σου, ‘σχώρα με σε φαρμάκωσα η ανόητη με τις αναμνήσεις μου. Πήγαινε παιδί όπου θες και μην ακούς κανέναν. Μόνο θυμήσου αν κάτι πάει στραβά μην κατηγορήσεις τους άλλους, από τον εαυτό σου να αρχίσεις να ψάχνεις το σφάλμα ακούς; Μετά όλα τα άλλα. Ρίζωσε παιδί μου εκεί που η γη θα είναι εύφορη για εσένα. Γέλα, κλάψε, συνέχισε, προσπάθησε, πέσε, μάτωσε, σήκω, προχώρα, συγχώρεσε. Συγχώρεσέ με!»