ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΤΣΙΑΤΑ
Ένα μαξιλάρι μοιράζεται τις σκέψεις του με την κάτοχό του…
Αυτή την κακή συνήθεια που έχεις, να προτείνεις δηλαδή στους άλλους αυτό που αρέσει σε σένα, πρέπει να την κόψεις. Και να ʼλεγες ότι δεν σου το έχω ξαναπεί. Πας και μπλέκεσαι και μετά βρίσκεις τον μπελά σου. Στην καλύτερη περίπτωση, χαλάς τη ζαχαρένια σου. Τώρα κάθεσαι και ξενυχτάς με τα νεύρα στο κόκκινο. Εγώ τι σου φταίω;
Κάθεσαι λοιπόν με τις ώρες μπροστά στο laptop και μέσω Skype μιλάς με τους φίλους στην αλλοδαπή. Είδες τι σου κάνει η τεχνολογία; Πού να φανταστείς τέτοια μεγαλεία πριν από 20 χρόνια… Κι εκεί, ανάμεσα στο «πόσο σας έχω πεθυμήσει» και «αχ, πότε θα σας ξαναδώ;» πετάγεται ο κύριος μεγαλοδικηγόρος, ο κύριος «δεν ξέρω τι έχω», και σου ανοίγει συζήτηση για την Ελλάδα.
«Όσο έχω αγαπήσει την Ελλάδα, δεν έχω αγαπήσει άλλο τόπο».
Γίνεσαι κι εσύ άλλη τόση από υπερηφάνεια. Και συνεχίζει.
«Πόσο θα ʼθελα να ξανάρθω αλλά… να βρω ένα ήσυχο μέρος, δίπλα στη θάλασσα, με μια όμορφη ταβέρνα. Αυτά τα υπερξενοδοχεία τα έχω βαρεθεί. Είναι απρόσωπα. Εγώ θέλω προσωπική επαφή».
Και αρχίζεις να του μιλάς για τη Μάνη, τη Μεσσηνία, για τα μικρά χωριουδάκια, τις καθαρές θάλασσες και για τον απλό κόσμο.
«Μπα… είμαι πολύ μεγάλος πια και ένα ταξίδι μέχρι εκεί θα με κουράσει».
Σου έρχεται η φλασιά για τον Αργοσαρωνικό και αρχίζεις για την Ύδρα, τις Σπέτσες, τον Πόρο… Με το δελφίνι, δύο τσιγάρα δρόμος. Αλλά, τι λέω, αφού δεν καπνίζει. Το έκοψε μετά το τελευταίο έμφραγμα.
Και όσο εσείς μιλούσατε, αρχίζει να ψάχνει στο διαδύκτιο. Δεν ικανοποιήθηκαν, όμως, τα υψηλά του γούστα. Και κουβέντα στην κουβέντα, και στο ψάξιμο από site σε site, να σου πάλι η Μύκονος και η Σαντορίνη.
Τι να του πεις; Τελικά τι θέλεις βρε αδερφέ για τις διακοπές σου;
Και όσο έψαχνε ανάμεσα στα Grand Resorts, εσύ εγκαταλείπεις τη σκέψη να του προτείνεις απλές και ήρεμες διακοπές στην Ελλάδα. Άντε, αφού θέλεις έντονη ζωή και απ’ αυτήν έχουμε στην Ελλάδα. Και όσο για το τρίτο έμφραγμα, ε, μεγάλο παιδί είσαι, προστατέψου από μόνος σου.
Αγάπη μου, γιατί δεν κοιτάς τη δουλειά σου; Προγραμμάτισε τις δικές σου διακοπές και άσε τους άλλους να πορευτούν μόνοι τους.
Πετάγεται από δίπλα και η δικιά του: «Στη Σαντορίνη, amore, δεν έχουμε πάει». Και αρχίζουν το ψάξιμο στην καλντέρα και στα δωμάτια με πισίνες μέσα στο βράχο και στα ρομαντικά ηλιοβασιλέματα με σαμπάνια.
«Πόσο θα κοστίσει άραγε μια εβδομάδα στη Σαντορίνη;», ρωτάει και αρχίζει το ψάξιμο στα πεντάστερα.
«Τεσσεράμισι χιλιάδες για μία εβδομάδα; Μα καλά, τι κρίση έχετε; Μήπως θα πρεπε να συμμαζευτείτε λίγο;»
Βρε, την κρίση την έχουν οι Έλληνες, όχι οι ξένοι που έρχονται απ’ όλο τον κόσμο στη Σαντορίνη.
«Ξέρεις ότι στο Σαρμ Ελ Σέιχ πάω με 500 ευρώ; Καλύτερα στο Σαρμ Ελ Σέιχ, τελικά. Θα μου έρθει φθηνότερα».
Ε, αι σιχτίρ, ρε, κι εσύ και το Σαρμ Ελ Σέιχ σου και η γκόμενα από δίπλα. Έχασες την ώρα σου αγάπη μου, νομίζοντας ότι ήθελε να χαρεί τις ομορφιές της Ελλάδας.
Γιατί να ρίξουν τις τιμές τους στη Σαντορίνη αφού το νησί βουλιάζει από κόσμο; Για χαζούς τους έχεις τους Σαντορινιούς κι εσύ είσαι ο ξύπνιος και θα σε περιμένουν να σε υποδεχτούν μ’ ένα πεντακοσάρικο στην τσέπη; Η Σαντορίνη, βρε γεροτσιφούτη, είναι μέσα στους πέντε καλύτερους προορισμός του κόσμου και έρχονται από όλα τα μέρη της γης για να την απολαύσουν, κι εσύ κάνεις και τον δύσκολο;
Γιατί κορίτσι μου δεν του είπες, ότι αν θέλει Σαντορίνη πρέπει να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη, αλλιώς να τον στείλουμε σε κάτι ενοικιαζόμενα στην Αγία Μαρίνα, στην Αίγινα. Αϊ σιχτίρ, ξανά.