ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΥΡΡΗ-ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ
Άλλη μια συνήθεια του καιρού μας, περιττή, αφού ο καθένας ότι αγαπά το γιορτάζει κάθε μέρα, όσα μισεί τα αποστρέφεται καθημερινά, όλες τις αξίες ξέρει πως πρέπει να τις τιμά και να τις εφαρμόζει αδιάλειπτα κι όλα εκείνα που εγκληματούν εις βάρος του και σε βάρος της κοινωνίας και των συνανθρώπων του τα γνωρίζει και οφείλει να τα αποφεύγει και να τα καταπολεμά.
Βέβαια μια υπενθύμιση ή μια επί πλέον τιμή κακό δεν κάνει ποτέ κι έτσι, ας παραδεχθούμε πως μπροστά στα άλλα περιττά που γίνονται προς χάριν του θεαθήναι και της υπερκατανάλωσης, αυτή η συνήθεια είναι η πιο ανώδυνη.
Γιορτάσαμε λοιπόν και φέτος την παγκόσμια μέρα κατά της βίας των γυναικών, λες κι οι γυναίκες δεν είναι άνθρωποι σαν τους άντρες που κι αυτοί βιάζονται, χρησιμοποιούνται, υποφέρουν ανισότητες και εις βάρος τους εγκληματούν τα συμφέροντα, γιατί, αν ανοίξουμε αυτή την κουβέντα τώρα περί ρατσισμού, εκμετάλλευσης, δουλείας, εκπόρνευσης και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας γενικά, θα ξεφύγουμε του θέματος.
Η βία, σε όποια μορφή της, κατά των γυναικών ήταν για χρόνια το θέμα που που με αφορούσε όταν έγραφα το βιβλίο μου «Ομολογίες Αθώων Ενόχων» που εκδόθηκε πέρσι τέτοιες μέρες, από της εκδόσεις Υδροπλάνο.
Από τον καιρό που μπήκα στον σκληρό κόσμο των ενηλίκων – πολύ νέα μάλιστα – στην αρχή ασυνείδητα, ύστερα ξαφνιασμένα και στη συνέχεια αγαναχτισμένα κι οργισμένα συναισθήματα άρχισαν να συσσωρεύονται μέσα μου, νοιώθοντας, γνωρίζοντας και συνειδητοποιώντας αυτή τη βία που ασκούνταν εις βάρος μου και εις βάρος των ομοίων μου.
Την παρακαταθήκη λοιπόν όλων αυτών των εντός μου αποθηκευμένων συναισθημάτων, γνώσεων και εμπειριών, ξεκίνησα να καταθέτω στις ιστορίες μου, μαζί και μ’ όσα κατά καιρούς μου εμπιστευτήκαν άλλες γυναίκες, που βάδιζαν κι αυτές σε δύσβατα μονοπάτια κτίζοντας ολημερίς λαχτάρες, προσδοκίες κι όνειρα πάνω σε σαθρά θεμέλια, μα, αμέσως η βία κι η απονιά των άλλων – των δικαιωματικά ισχυρών – τους τα γκρέμιζαν, αδιαφορώντας για τα ερείπια που άφηναν πίσω τους.
Θα είναι γνωστό σε όλους βέβαια ότι, τα γυναικεία ζητήματα και τα σημερινά τους ζητούμενα, εξακολουθούν να είναι μόνο παθήματα και προβλήματα, άλυτα μάλιστα.
Στον εικοστό πρώτο αιώνα μας, τα όσα επηρέασαν και πολλές φορές κατέστρεψαν τις γυναικείες ψυχές και τις ζωές τους, είναι απαράλλαχτα κληροδοτήματα που τα έχει καταγράψει ακόμη κι η Ιστορία.
Έχουμε μάλιστα πάμπολλα δεδομένα από τον καιρό της προϊστορίας ακόμα και μέχρι τα καθημερινά σημερινά κρούσματα, για βιασμούς γυναικών – ψυχολογικούς και σωματικούς.
Ας μην ξεχνάμε και τα πρόσφατα πολυδιαφημισμένα Χολιγουντιανά της σεξουαλικής παρενόχλησης, αυτού του εξευτελιστικού φαινομένου που είναι το σπορ της ισχυρής και κατεστημένης ανδρικής υπεροψίας.
Αυτά, μαζί την ενδοοικογενειακή βία η οποία ζει και βασιλεύει σ’ όλες της κοινωνικές τάξεις ανέκαθεν, είναι εγκλήματα κατά των γυναικών.
Μα, έγκλημα είναι κι η γονική δικτατορία που αποτελεί τη χειρότερη σκλαβιά και καταστρέφει ζωές εκ θεμελίων, καθώς κι οι άγουροι γάμοι λόγω της άγνωστης αντισύλληψης και του ανύπαρκτου σεξουαλικού προσανατολισμού στα παιδιά και τους εφήβους μας.
Όλα αυτά κατεβάζουν τη γυναίκα, την ισοπεδώνουν, την εξευτελίζουν και τη φορτώνουν με οδυνηρές εμπειρίες και μαρτύρια που θα πληρώνει στην υπόλοιπη ζωή της.
Ψάχνοντας λοιπόν τρόπο – στημόνι δηλαδή κι υφάδι – πάνω στα οποία θα μπορούσα να καταγράψω όσα έχω ζήσει και δει ή ακούσει, αποφάσισα να επικεντρωθώ σε κάποια παραδείγματα και να τα προβάλλω με τον τρόπο μου κι ανάλογα με το πόσο βαθιά έσκαψαν μέσα μου.
Όντας κοινωνικό ον μα και παραμυθού, λόγω κληρονομικότητας και καθ’ έξιν, πάντα κοίταζα πίσω από τα προφανή κι είχα δεύτερες και τρίτες αναγνώσεις σ’ όσα διαδραματίζονταν και καταγράφονταν στο ημερολόγιο της μνήμης μου, τα δικά μου, αλλά και από τις ζωές των γυναικών που μου άνοιγαν τις καρδιές, τα σπίτια, τις εμπειρίες και τις αγωνίες τους.
Κι όσο έγραφα τόσο πιο πολύ πονούσα γιατί σκάλιζα κι εύρισκα πληγές μου που υπήρχαν ανοιχτές κι αιμορροούσαν παραμελημένες.
Κι όσο πονούσα, τόσο περισσότερο καθυστερούσα να πάω παρακάτω, από τον φόβο της υποκειμενικότητας, της μεροληψίας και της υπερβολής, που ποτέ δεν ήταν τα ζητούμενα στοιχεία των έργων μου προς χάριν του εντυπωσιασμού των αναγνωστών μου.
Πρώτη φορά που βασανίστηκα τόσο πολύ και για τόσα χρόνια μέχρι να επιλέξω τα αποσπάσματα από τις ομολογίες όσων γυναικών κατά καιρούς με πλησίαζαν λέγοντάς μου «αν σου ιστορήσω εγώ τη ζωή μου θα γράψεις ένα μυθιστόρημα…».
Κι έτσι, αποφάσισα και διάλεξα να τα καταγράψω με τον τρόπο της σπονδυλωτής αφήγησης που δίνει το δικαίωμα και το βάθρο σε περισσότερες πρωταγωνίστριες να διεκδικήσουν και ν’ ανέβουν επιθετικά στο προσκήνιο, χρησιμοποιώντας όλους τους άλλους συντελεστές των ιστοριών τους σαν αναγκαίους ή διακοσμητικούς ρόλους και σαν δευτεραγωνιστές και κομπάρσους.
Επίτηδες δε, διάλεξα, ως επί το πλείστον, όχι κραυγαλέα γεγονότα πολυδιαφημισμένα που έχουν βγει στις εφημερίδες και στα ΜΜΕ κι έχουν γίνει πασίγνωστα, αλλά λεπτομέρειες και τραύματα που συντελέστηκαν σαδιστικά και κρυφά κι έφθειραν σχέσεις και ζωές, ανεπανόρθωτα.
Στα κείμενα λοιπόν του βιβλίου αυτού και τις ομολογίες των αθώων ενόχων μου, θα βρείτε να σας ανιστορούν, η κάθε μια με τον δικό της τρόπο, γεγονότα τραγικά που βιώθηκαν κεκλεισμένων των θυρών, μυστικά που συγκαλύφθηκαν και κουκουλώθηκαν για τα μάτια του κόσμου, συναισθήματα που εκτελέστηκαν, κακουργήματα που αποενοχοποιήθηκαν, αλλά και γνώσεις που αποκτήθηκαν, εμπειρίες που κατακτήθηκαν, νίκες που κερδήθηκαν.
Θα συναπαντηθείτε πολλές φορές με τον εαυτό σας, θα ξαναθυμηθείτε ιστορίες που ακούσατε, θα δακρύσετε για τα όσα σας πήραν με το ζόρι ή εσείς τα χαρίσατε απερίσκεπτα, θα αγανακτήσετε με τα παθήματά τους που ίσως είναι και παθήματά σας, θα θρηνήσετε πάνω στ’ αποκαΐδια κοινών ονείρων και πάνω στα σημάδια που μας στιγμάτισαν τα χέρια των ανθρώπων που εμπιστευτήκαμε και τους δώσαμε δικαιώματα μαζί με τη γη του κορμιού μας για να πάνε τη δική τους πιο πέρα και το ύδωρ του για να δροσίζονται.
Να ομολογήσω επίσης με τη σειρά μου, πως κι όταν ολοκλήρωσα την επιλογή των κειμένων για να εκδοθούν, η θλίψη για τα όσα έγραψα ξεπερνούσε τη χαρά της δημιουργίας και της κατάκτησης του στόχου μου.
Βέβαια, όσα θα διαβάσετε, πολλές γυναικείες φωνές τα έχουν φωνάξει και πολλές γραφίδες τα έχουν ξαναγράψει με διαφορετικές λέξεις και φράσεις κατά καιρούς.
Αλλά, τα θέματά που μας καίνε πρέπει να φτάνουν με κάθε μέσον και τρόπο στο προσκήνιο για να ξυπνούν τις συνειδήσεις, την καμουφλαρισμένη οργή και την γυναικεία διεκδίκηση, μήπως κερδίσουμε κάποτε την αυτοεκτίμηση και την ευτυχία μας.
Κι επειδή, ακόμη και οι φάκελοι των μυστικών υπηρεσιών των κρατών ανοίγουν μετά από μερικές δεκαετίες, για να αποκαλύψουν τα όσα οι δυνάστες της οικουμένης κι οι καιροσκόποι έμποροι των εθνών έχουν κατά καιρούς σχεδιάσει και υλοποιήσει εις βάρος των ανύποπτων κι ανυπεράσπιστων λαών, τώρα και σε τούτο το βιβλίο, ανοίγω κι εγώ τους φακέλους των μυστικών που έχω συλλέξει και τους παραδίδω στο φως και στην κρίση σας.
Κι αν ο αναγνώστης μου αναρωτηθεί το γιατί διάλεξα για τίτλο το «Ομολογίες αθώων ενόχων», ας μάθει πως όλες αυτές οι ομολογίες γυναικών, των αθώων γυναικών με την πρώτη ματιά, τις καθιστούν ένοχες εν τέλει, αφού συνέπραξαν στα εγκλήματα εναντίων τους, αφήνοντας τους εαυτούς τους έρμαια στα χέρια εκείνων που εγκλημάτησαν εις βάρος τους, τους χαρίστηκαν και δεν αγωνίστηκαν για ελευθερία, αξιοπρέπεια και διεκδίκηση δικαίων και δικαιωμάτων τους.
Μια παγκόσμια μέρα κατά της βίας των γυναικών δεν φτάνει να επουλώσει τραύματα και εγκαύματα χιλιετιών.
Τα εγκλήματα εις βάρος των γυναικών -που τις περισσότερες φορές γαλουχήθηκαν, καλλιεργήθηκαν και πραγματοποιήθηκαν από άλλες όμοιές τους, το ίδιο τραυματισμένες, βιασμένες κι εξευτελισμένες, που διψούσαν για εκδίκηση κι αίμα πάνω λάθος εχθρό – δεν παραγράφονται, δεν νομιμοποιούνται και δεν συγχωρούνται όσο κι αν το κοινωνικό κατεστημένο τα συνδαυλίζει, είτε από συμφέρον είτε από συνήθεια κι ευκολία.
Ο αγώνας λοιπόν συνεχίζεται και θα συνεχιστεί – καλώς και δικαίως – αλλά μια παγκόσμια μέρα με πολυλογίες κι ευχές δεν φτάνουν.
*Το πιο πρόσφατο βιβλίο της συγγραφέως Αγγελικής Συρρή-Στεφανιδου με τον τίτλο «Ομολογίες Αθώων Ενόχων», κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία.