ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Σειρά στο ονειρικό, αρχιτεκτονικό ταξίδι στην ελληνική αρχαιότητα έχει ο Ναός του Επικούριου Απόλλωνα, στις Βάσσες της Φιγαλείας.
Κι αν πιστέψουμε όσα έγραψε ο Παυσανίας, εκτός του ότι πρόκειται για έναν από τους επιβλητικότερους και σημαντικότερους ναούς, «ναῶν δ’ ὅσοι πελοποννησίοις εἰσί, μετά γε τόν ἐν Τεγέᾳ προτιμῷτο οὗτος ἄν τοῦ λίθου τε ἐς κάλλος καί τῆς ἀρμονίας ἕνεκα», δηλαδή, τον βρήκε δεύτερο σε σημασία ναό στην Πελοπόννησο, μετά τον ναό της Τεγέας.
Από τον 7ο π.Χ. αιώνα υπήρχε στην ίδια τοποθεσία ένας ναός αφιερωμένος από τους Φιγαλείς στον Απόλλωνα Βασσίτα, τον οποίο λάτρευαν ως Επικούριο, βοηθό και συμπαραστάτη στις ασθένειες και τους πολέμους. Σ’ αυτόν τον αρχικό ναό έγιναν διάφορες προσθήκες/διορθώσεις δύο αιώνες αργότερα, από τις οποίες σώζονται ως σήμερα πολλά κομμάτια.
Ο σημερινός ναός ανεγέρθηκε στο δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα (420-410 π.Χ.), μετά από υπόδειξη των ιερέων του Απόλλωνα από τους Δελφούς. Οι αρχαίες πηγές δεν είναι ξεκάθαρες ως προς το αν οι ιερείς έδωσαν μόνον οδηγίες για το σημείο κατασκευής του ναού και τον αρχιτεκτονικό ρυθμό, ή αν προσέθεσαν και άλλες για τον τρόπο κατασκευής του. Αρχιτέκτονας ήταν ο γνωστός Ικτίνος, ο κατασκευαστής του Παρθενώνα.
Σύμφωνα με τη μυθολογία μας, ο Απόλλων εγκατέλειψε τη γη από τον συγκεκριμένο ναό, επιστρέφοντας στο άστρο του Σείριου. Ο Σείριος ήταν ο τόπος όπου βασίλευε και από όπου θα επιστρέψει ξανά, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, μέσω του συγκεκριμένου ναού του.
Θεμελιωμένος πάνω σε φυσικό βράχο του όρους Κωτιλίου, σε ύψος 1.130μ., βρίσκεται στο κέντρο της Πελοποννήσου, μεταξύ Ηλείας, Αρκαδίας και Μεσσηνίας, σε ένα απόκρημνο ψήλωμα, που αφήνει τον επισκέπτη άναυδο με το δυσπρόσιτο και την αγριότητα του τοπίου. Ακόμη και στις μέρες μας, με όλες τις ευκολίες που διαθέτουμε, η επίσκεψη είναι επίπονη.
Η πλαγιά πάνω στην οποία είναι χτισμένος ο ναός, διαμορφώθηκε τεχνητά σε οριζόντιο επίπεδο και ο ναός τοποθετήθηκε έκκεντρα σε μια ειδική πέτρινη βάση. Στη βάση αυτή τοποθετήθηκαν στρώσεις από πλάκες που ενώνονταν μεταξύ τους με ανοξείδωτους σιδερένιους συνδετήρες, γεμάτους με μόλυβδο για να απορροφούν τους κραδασμούς. Κάτω από τη βάση τοποθετήθηκαν στρώματα αργίλου και βότσαλα θαλάσσης.
Αν και λέγεται ότι αυτή η ιδιάζουσα κατασκευή – μοναδική στον κόσμο – κάνει τον ναό να μετατοπίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να βλέπει πάντα το σημείο του βορρά, είναι σίγουρο ότι πρόκειται για έναν από τους δύο καλύτερα διατηρημένους αρχαίους ναούς της πατρίδας μας (ο άλλος είναι του Ηφαίστου).
Η επιμήκης περίπτερη δομή του (39,87 χ 16,13μ.) είναι κατασκευασμένη από τοπικό ανοιχτό γκρίζο ασβεστόλιθο. Η εξωτερική εξάστηλη κιονοστοιχία έχει αυστηρό δωρικό ρυθμό, με μη λαξευμένες μετόπες. Στο εμπρόσθιο τμήμα τόσο του πρόναου όσο και του οπισθόδομου, υπάρχουν δύο κίονες, επίσης δωρικού ρυθμού. Ωστόσο, στον σηκό υπάρχει μια σειρά εντοιχισμένων ιωνικών κιόνων και στο νότιο τμήμα, όπου και το άδυτο, υψώνονται άλλοι δύο κίονες ιωνικού ρυθμού στο μακρινό άκρο λοξών τοίχων. Ανάμεσά τους, βρίσκεται ένας και μοναδικός κίονας κορινθιακού ρυθμού. Το κιονόκρανό του αποτελεί το αρχαιότερο σωζόμενο δείγμα κορινθιακού ρυθμού και θεωρείται πρότυπο.
Μια άλλη ιδιαιτερότητα του ναού είναι ο προσανατολισμός του: είναι κατασκευασμένος με διεύθυνση βορρά-νότου, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους που έχουν διεύθυνση ανατολή-δύση. Κάποιες πηγές το αποδίδουν σε παραδόσεις των αρχαίων Αρκάδων. Θα εισάγω, όμως και ένα άλλο στοιχείο: ο προσανατολισμός του ναού βλέπει πάντα το σημείο του Βορρά, τον αστερισμό του Σείριου, δηλαδή το άστρο του Κυνός, από όπου, σύμφωνα με τη μυθολογία μας, και όπως ανέφερα παραπάνω, καταγόταν ο θεός Απόλλων.
Η διακόσμηση κεντρίζει το ενδιαφέρον λόγω των διαφορετικών υλικών που χρησιμοποιήθηκαν: τοίχοι, βάσεις, κίονες από ασβεστόλιθο, κορινθιακό και ιωνικά κιονόκρανα από μάρμαρο Δολιανών, όπως και οι μετόπες της ζωφόρου, τα ερείσματα και τα κεραμίδια της οροφής.
Μέσα στο ναό, χωρίς να υπάρχει το καθιερωμένο βάθρο, υπήρχε ένα χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα, ύψους 12 ποδιών. Ο Παυσανίας μας πληροφορεί πως όταν ιδρύθηκε η Μεγαλόπολη, μεταφέρθηκε εκεί και τοποθετήθηκε μπροστά από τον ναό του Λυκαίου Δία. Έκτοτε, αγνοείται η τύχη του.
Η ζωφόρος σ’ αυτόν τον ναό περιτρέχει το εσωτερικό του σηκού, και όχι, όπως συνήθως, το εξωτερικό του ναού. Τα θέματά της είναι δύο: η μάχη με τις Αμαζόνες, που απεικονίζεται σε 11 κομμάτια, και η μάχη Κενταύρων-Λαπιθών (ένα αγαπημένο θέμα, που είχε ήδη εμφανιστεί στις μετόπες του Παρθενώνα) σε επίσης 11 κομμάτια. Το κεντρικό και τελευταίο κομμάτι αναπαριστούσε τον Απόλλωνα, ο οποίος, με τη βοήθεια της Άρτεμης, έφερνε τη δικαιοσύνη στον κόσμο, μετά την αναταραχή που είχαν προκαλέσει οι δύο αιματοχυσίες. Τα εκπληκτικά «ζωντανά» γλυπτά αποδίδονται στον γλύπτη Παιώνιο, εκείνον που φιλοτέχνησε και το άγαλμα της Νίκης (Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας).
Η ζωφόρος, φίλες και φίλοι, εκλάπη επί Τουρκοκρατίας με τις ευλογίες του Βελή Μπέη (γιου του Αλή Πασά), επωλήθη στους Άγγλους και κομμάτια της κοσμούν σήμερα το Βρετανικό Μουσείο, το Μουσείο του Λούβρου και εκείνο του Μονάχου.
Η πρώτη σημαντική ζημιά έγινε όταν έπεσε η στέγη, λόγω της φυσικής φθοράς των ξύλινων δοκών που την συγκρατούσαν και μια ακόμη σοβαρότερη τον 1ο μ.Χ. αιώνα, όταν προσπάθησαν να αποσπάσουν τον μόλυβδο από τις συνδέσεις της βάσης.
Στα 1765, ο Γάλλος αρχαιολόγος J. Bocher ταυτοποίησε τον ναό και η πρώτη συστηματική ανασκαφή ξεκίνησε στα 1812.
Ακολούθησαν οι αρχαιοκαπηλίες, η κλοπή της ζωφόρου και τον επόμενο αιώνα πλέον η Αρχαιολογική Εταιρία άρχισε ανασκαφές και αναστηλωτικές επεμβάσεις.
Έντονη εντύπωση προκαλεί το πλήθος των όπλων – ιδιαίτερα των αμυντικών – που βρέθηκαν, προφανώς δείγματα ευγνωμοσύνης και προσφοράς στον Επικούριο Απόλλωνα.
Ωστόσο, η σοβαρότερη καταστροφή έγινε στη νότια πλευρά του ναού: προκλήθηκαν (μάλλον από αρχαιοκαπήλους) καθιζήσεις στο δάπεδο και στα νότια σκαλοπάτια, οι κίονες έχασαν την κατακόρυφο και ένας έσπασε. Η έκταση της καταστροφής είναι τόση, ώστε ο ναός δεν βλέπει πλέον το σημείο του βορρά, αλλά παρουσιάζει απόκλιση περίπου είκοσι μοιρών.Ο ναός σήμερα, δυστυχώς, είναι καλυμμένος με μια κακόγουστη τέντα -Κύριος οίδε για ποιους λόγους. Όταν πήγα εγώ, δεν την είχαν τοποθετήσει ακόμη, κάνοντάς με ευτυχισμένη που πρόλαβα να τον δω στο φως του ήλιου…