ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΙΩΤΑ ΚΛΟΥΤΣΟΥΝΗ
Αστέρια χρυσά απ’ τον ουρανό,
πέσαν απόψε σα βροχή.
Άγγιζαν το χώμα
και γίνονταν χρυσάνθεμα.
Αρώματα πλημμύρισαν τους δρόμους
κρύβοντας την λάσπη απ’ την ζωή.
Χρώματα γεμίσαν τα πεζοδρόμια
εκεί που πάντα ξάπλωνες εσύ.
Και στις πλατείες τα παρτέρια,
πήραν ζωή.
Μικρά πολύχρωμα λουλούδια,
αστέρια λες, από τον ουρανό.
Ήρθαν δειλά στα δυο σου χέρια.
Σκέφτηκες…
Δώρο απ’ το Θεό.
Άνοιξες διάπλατα τα μάτια σου,
να τα χαρείς.
Μα εκείνα έκλειναν για λίγο.
Γιατί θαρρείς;
Πάνε ημέρες που στα χείλη σου
οι σχισμές
Γίναν βαθιές πολύ βαθιές, πληγές.
Ούτε να φας…
Ούτε να πιεις…
Πια δεν μπορείς.
Ολιγαρκής και κουρελής.
Μα απόψε ο ουρανός βρέχει αστέρια.
Πέφτουν στο χώμα
κι έρχονται όλα στα δυό σου χέρια.
Κάτι παιδιά που τραγουδούσαν,
τώρα περνούν.
Σκύβουν,
στα μάτια λυπημένα σε κοιτούν.
Ένα τραγούδι…
Δειλά ψελίζεις με δισταγμό.
Ένα τραγούδι να λέει θέλω ευχαριστώ.
Λίγο πριν κοιμηθείς για πάντα,
ένα χαμόγελο σου χρώσταγε η ζωή.
Ήρθε στα χείλη να σου αφήσει.
Μ’ ένα χρυσάνθεμο, γλυκό φιλι.