ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΟ ΜΥΡΜΙΓΓΙΔΗ
Αποκλειστικά στο Books and Style, αποσπάσματα από το βιβλίο «Παράξενες Γιορτές» του Πάνου Μυρμιγγίδη, εν αναμονή του νέου βιβλίου του, το οποίο θα εκδοθεί σύντομα.
«Ανούσιες εποχές γυρνάνε, ολόκληρες σκηνές έρχονται στα μάτια μου και πάνε, αρχίζει να χειμωνιάζει, ο μεγάλος εκείνος δρόμος στην παραλία φαίνεται σκοτεινός και ατελείωτος, οι λιγοστές φιγούρες πηγαίνουν αργά, μα όταν επιστρέφουν τα βήματα είναι γοργά. Χαζεύω τα σύννεφα κάτω από ένα κιόσκι ψάχνοντας για εικόνες σε μια γαλήνια όψη και όλα κινούνται σ’εκείνη τη διάσταση της απέραντης αγάπης, πλημμυρισμένη με πάθη και αχόρταγα λάθη· και οι άνθρωποι χωρίζουν και χάνονται και ό,τι μισούν σαν στοιχειό, τριγυρνάει. Ηλίθιες εποχές αναβιώνουν, όξινες φωτογραφίες που δεν πρόλαβαν να μαραζώσουν και φεύγουν τα σύννεφα ψάχνοντας για εικόνες που δεν πονάνε, σε αγάπες αυριανές που ίσως θα ‘χουν μάθει ν’ αγαπάνε».
Βρέχει. Η παραλιακή είναι άδεια. Η καθαρή βροχή του ουρανού, μπλέκεται με τα βρώμικα νερά που πετούν τα αυτοκίνητα καθώς με προσπερνούν. Το σύθαμπο ξεβάφει σιγά σιγά. Φτάνω στο σπίτι. Η υγρή ψύχρα φεύγει. Απ’ το ραδιόφωνο ακούγεται το «Charlotte sometimes»… τι παράξενο. Η βροχή έχει σταματήσει. Όταν σκέφτεσαι κάτι δεδομένο είναι σαν να μην σκέφτεσαι τίποτα.
«Είμαστε μόνο για την νύχτα, για τις ιστορίες που μαστιγώνονται και στριμώχνονται σε όλα εκείνα τα λόγια που δεν έχουν αύριο, μικρή μου λατρεία δεν υπάρχουν όρια, μόνο τα σημάδια μιας ανείπωτης γιορτής, μηδενικής_ που όσο και να θέλει να τελειώσει θα αρχίζει πάντα να γιορτάζει, και θα κερνά συμπόνιες και υποχωρήσεις, χωρίς να θυμάται όλα αυτά που καρτερούν_ και η νύχτα θα μεγαλώνει και εμείς θα γυροφέρνουμε μέσα σε ένα ναυάγιο πανέμορφων στιγμών, που είναι ανάσες, ανάσες λυγμών, για μια γαλήνια αντοχή, που δεν ξέρει τι πρέπει να αντέχει… και ύστερα, ύστερα τι; Ό,τι σέρνεται κάποιες φορές είναι αγαλλίαση, ό,τι σέρνεται αδημονεί».
Έχει πια νυχτώσει. Ρίχνω πάνω μου μια ζακέτα και κατεβαίνω στο αμάξι. Περνάω απ’ τις γειτονιές πριν βγω στον κεντρικό, είναι όλα εκνευριστικά ήσυχα. Κατευθύνομαι προς το λιμάνι. Η θολούρα του δρόμου είναι εξαιρετικά επιβλητική. Δεν ξέρω πώς προέκυψε το σημερινό. Είμαι σίγουρος ότι αυτή η γιορτή θα ξεχαστεί. Οι χαρακιές απ’ το κλειστό στυλό που φαίνονται στο χαρτί σε λίγο θα φύγουν_