ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΜΥΡΜΙΓΓΙΔΗ

Μπόρεσα ν’ αντικρύσω ένα αστέρι. Σε μια σιωπηλή καταχνιά. Το κρασί ήταν άφθονο. Ίσως τώρα μπορούσαμε να πλάσουμε μια αγάπη σε ένα άκομψο ακρογιάλι.

Ήθελα να ουρλιάξω μέσα στα αυτιά σου, μα δεν έκανα τίποτα. Πήγα και πάλι στο παράθυρο. Το ξαναείδα. Κοίταξα κάτω. Μόνο ένα ζευγάρι ήταν στη γωνία που μάλωνε. Σε λίγο χάθηκαν.

«Σου φέρνω συμπόνια με μια πληγή, σαν όμορφη γαλήνη που ξεψυχάει, μέσα στις νύχτες κάποιων αγέλαστων αστεριών, κάποιων λυγμών που ψάχνουν μια ανείπωτη ζωή_ όσο νυχτώνει τόσο δυσκολεύομαι να σου πω αντίο… αυτό το μαράζι μας έπεισε για όλα… το επόμενο σκοτάδι θα φωτίσει εκείνες τις μνήμες που δεν έχουν κουραστεί να επιμένουν… φοβάμαι πως δεν θα φύγω ποτέ».

– Τι κοιτάζεις εκεί; με ρώτησες πίνοντας την τελευταία γουλιά κρασιού.

– Τίποτα το σημαντικό, κάτι φωνές, γέμισε το ποτήρι σου.

– Έλα κοντά μου…

– Η σημερινή νύχτα είναι λίγο περίεργη, δεν νομίζεις;

– Δεν ξέρω, είναι και αυτή η μουσική που έβαλες… θέλω να φανταστώ αυτό το ακρογιάλι που έλεγες πριν, θα είναι πολύ όμορφο τώρα τον χειμώνα…

– Ναι γλυκιά μου, ίσως… κάποτε μπορεί να πάμε και θα δούμε πώς είναι.

Πήγα και πάλι στο παράθυρο. Δεν υπήρχε τίποτα. Αυτό το αστέρι με ξεγέλασε.

 

*Από το βιβλίο του συγγραφέα, «Παράξενες γιορτές»

Books and Style

Books and Style