ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΤΡΙΣΟΝ
Καθώς γύρισε το κλειδί κι έσπρωξε την πόρτα για να μπει στο διαμέρισμά του, δεν τον υποδέχτηκε η γνωστή θαλπωρή της ηλεκτρικής σόμπας που συνηθίζει να αφήνει αναμμένη. Βλέπεις εδώ και δύο χρόνια ελλείψει πετρελαίου τα καλοριφέρ δεν λειτουργούν και ο καθένας πρέπει μόνος του να φροντίζει τη θέρμανση. Καθώς μάλιστα του αρέσει η ζέστη δεν σκέπτεται το κόστος. Χαλάλι, προπάντων να μη κρυώσει γιατί αν την αρπάξει, μέρες που είναι, δεν θα ξέρει τι να σκεφτεί κι νους του θα πάει στο κακό.
Στο μικρό χολ ψυχρός αέρας φυσάει από παντού κι ένα ρίγος τον διαπερνά. Ρίγος κρύου αλλά και ανησυχίας. Τούτο τον καιρό της πανδημίας και του εγκλεισμού νοιώθεις όλο και πιο σκιαγμένος…
Στα δυο-τρία βήματα σταματάει άφωνος. Η μπαλκονόπορτα ανοιχτή και ντουλάπια, συρτάρια, κομοδίνα, χάσκουν. Κάποιος μπήκε στο σπίτι του, δεν υπάρχει αμφιβολία, ένα διαρρήκτης είχε εισβάλει για να τον κλέψει. Κι αυτό στο λίγο διάστημα που πετάχτηκε σπίτι μου, δύο τετράγωνα πιο κάτω.
Η πρώτη του αντίδραση ήταν να τρέξει και να εξετάσει την μπαλκονόπορτα. Ο κάποιος την είχε σπρώξει δυνατά σπάζοντας το ξύλινο πρεβάζι της. Δεν του χρειάστηκε πολλή δύναμη. Το κάδρο ήταν λεπτό και πολυκαιρισμένο, μια και μόνη σπρωξιά έφτασε για να υποχωρήσει. Μπήκε στη βεράντα του από την διπλανή πολυκατοικία. Δεν ήταν δύσκολο. Το διαμέρισμα δίπλα έμοιαζε ακατοίκητο.
Την πρώτη φορά που είχαν παραβιάσει το διαμέρισμα πριν πέντε-έξι χρόνια- βλέπεις Κυψέλη είναι αυτή-, του είχαν πάρει μια τηλεόραση που μόλις είχε αγοράσει, ένα κοστούμι σε καλή κατάσταση και ποιος ξέρει τι ακόμη. Τώρα οι δύο τηλεοράσεις του, μια στο σαλόνι και μια δεύτερη στην κρεβατοκάμαρα, ήταν στη θέση τους και το εξαθλιωμένο κομπιούτερ του το είχαν φυσικά περιφρονήσει.
Έψαχναν χρήματα. Ήταν προφανές. Πρεζόνια; Άφραγοι αλλοδαποί; Πειναλέοι αλήτες απ’ αυτούς που αφθονούν στην γειτονιά; Ποιος ξέρει. Στο καθιστικό κουτιά με φωτογραφίες και άχρηστα αντικείμενα ήταν ανοιγμένα και πεσμένα κάτω. Ντοσιέ με διάφορα έγγραφα, αποδείξεις, κάρτες… Η βιβλιοθήκη με τα λίγα βιβλία του είχε γίνει φύλλο και φτερό. Μερικοί βλέπεις βάζουν χαρτονομίσματα ανάμεσα στις σελίδες…
Όλο και ψάχνει μη και του έχει ξεφύγει κάτι, κάτι σημαντικό που προς στιγμήν δεν του περνάει απ’ το μυαλό. Σπάει το κεφάλι του όλο και πιο περίεργος από αυτή την επιχείρηση που μοιάζει να πήγε στο βρόντο… Περίεργο.
Στην κουζίνα κοντοστέκεται. Ξάφνου θυμάται μια σκηνή του ιταλικού κινηματογράφου των χρόνων του 50 που τέσσερις κλέφτες παιδεύονται με τις ώρες να διαρρήξουν ένα σπίτι και μόλις φτάνουν στην κουζίνα και βρίσκουν μια κατσαρόλα γεμάτη «πάστα» τ’ αφήνουν όλα σύξυλα για να τραπεζωθούν και να το ρίξουν στο φαί!
Τον πιάνουν τα γέλια. Μόνο Ιταλοί θα μπορούσαν να το κάνουν αυτό, οι δικοί του επισκέπτες δεν θα ήταν λιμασμένοι, στην Αθήνα του 20 όλο κάτι σου δίνουν να φας, αν και κανείς δεν ξέρει… Μηχανικά ανοίγει το ψυγείο για να βεβαιωθεί πως το αυγοτάραχο που του είχαν στείλει πρόσφατα απ’ το Μεσολόγγι βρισκόταν ακόμη εκεί. Ναι, και ήταν ανέπαφο, όλοι δεν ξέρουν βλέπεις από γαστρονομία…
«Ευτυχώς που δεν ήμουν εδώ» συλλογίζεται με τρόμο. Φαντάσου να κοιμόμουν και να με σφάζανε καθώς θα ήταν έξω φρενών για την αποτυχία τους… Είχα άγιο!
Πολύ κακό για το τίποτε λοιπόν. Μετά από μια τελευταία έρευνα σταματάει προβληματισμένος. Σίγουρα ξένοι το έκαναν αλλά και έλληνες γιατί όχι; Τούτο τον καιρό της αθλιότητας υπάρχουν τόσοι και τόσοι που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και το ρευστό σπανίζει.
Κάθεται σε μια καρέκλα ανακουφισμένος. Ωστόσο ανήσυχος. Θα πρέπει να ήξεραν τις συνήθειές του, να τον είχαν παρακολουθήσει. Κάποιοι είχαν ίσως προσέξει πως έβγαινε συχνά το μεσημέρι. Θα περίμεναν από κάτω να τον δουν να απομακρύνεται. Σβέλτοι πήδηξαν στην ταράτσα του. Τους άθλιους! του ρίξανε και την λεμονιά του που μόλις είχε αρχίσει να μπουμπουκιάζει. Σηκώθηκε σαν ελατήριο και πήγε κοντά της. Χάιδεψε το δέντρο απομακρύνοντας δύο μεγάλα σπασμένα κλαδιά.
Ξαναγύρισε κι άρχισε πάλι νωχελικά ένα τελευταίο ψάξιμο. Η επιμονή του φάνηκε μια στιγμή να ανταμείβεται. Από το δισκο δίπλα στο τηλέφωνο λείπει το διαβατήριό του. Μπα! Τι να το έκαναν; θα άλλαζαν όνομα για να ταξιδέψουν μ’ αυτό ; θα το πουλούσαν; Ξένοι λοιπόν. Σ’ έναν Έλληνα θα ήταν άχρηστο… Α, τους άτιμους, τους αθεόφοβους! Δεν ήθελαν βλέπεις να φύγουν μ’ άδεια χέρια…Παράπλευρο απόκτημα… Όμως καθώς βγάζει το σακάκι το βρίσκει στη μέσα τσέπη. Το είχε πάρει μαζί του σε περίπτωση ελέγχου, καθώς δεν έβρισκε την ταυτότητα…
Για το τίποτε λοιπόν!
Ρίχνεται στο τηλέφωνο.
«Το και το. Το φαντάζεσαι; Σε τέτοιους καιρούς; Να αψηφούν τον ιό για μερικές πενταροδεκάρες;»
« Θα σου έχουν μολύνει όλο το σπίτι, θα πρέπει να τ’ απολυμάνεις!» φωνάζω φρικαρισμένη.
«Νομίζεις;» «δηλαδή, θα πρέπει τώρα να αρχίσω να τρίβω πόμολα;»
« Και όχι μόνο, πέρασε τα πάντα με οινόπνευμα! Πρέπει να κάνεις και μια δήλωση στην αστυνομία.
« Λες;»
«Καλού κακού».
«Ποιος ξέρει αν κάτι αποκαλυφθεί με το καιρό»
Μιλώντας ανοίγει νευρικά το σιρταράκι που έχει φυλαγμένα είδη πρώτης ανάγκης και τις πολύτιμες χειρουργικές μάσκες που του έφερε ο γιός του από το νοσοκομείο. Στη θέα του ανοιχτού συρταριού μένει σαν στήλη άλατος:
Οι μάσκες του είχαν κάνει φτερά!
*
©Ευρυδίκη Τρισόν – Μιλσανή