ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΤΡΙΣΟΝ

Έχω αφεθεί τελείως. Κάθε πρωί μένω στο κρεβάτι μέχρι αργά ξεφυλλίζοντας ανόρεχτα ένα αρχινισμένο ρομάντζο. Ύστερα πιάνω το τηλέφωνο και χαζεύω τα χιουμοριστικά βιντεάκια που μου στέλνουν φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι. Με διασκέδαζαν στην αρχή.  Έχω κιόλας εξαντλήσει τα αποθέματα γέλιου.  Απαντώ ωστόσο ευσυνειδήτως, μπράβο, χα χα χα, πλάκα, κι ανακυκλώνω. Είναι μια δραστηριότητα που δεν κοστίζει τίποτα, σου δίνει μάλιστα την εντύπωση πως επικοινωνείς… Ύστερα τρέχω να πάρω φάρμακα βιταμίνες φρούτα, καφέδες φύρδην μίγδην…

Ανοίγω την ντουλάπα μου για να βρω κάτι ν’ αλλάξω. Από την αρχή του εγκλεισμού έχω χάσει κάθε διάθεση για ντύσιμο. Τι να φορέσεις όταν κανένα αγαπητό πρόσωπο δεν θα σε δει; Καμία κριτική έστω και κακόβουλη δεν πρόκειται να σ’ αγγίξει; Έχω επιβάλλει στον εαυτό μου να αλλάζει κάθε μέρα. Έτσι για μένα. Αν κατά τύχη κοιταχτώ στον καθρέφτη να μη τρομάξω. Ωστόσο ότι κι αν βάλω δεν διαφέρει απ’ αυτό που έβαλα την προηγουμένη. Ένα παντελόνι, ένα-δύο πουλόβερ ίσως και τρία- καθώς από τότε που έκοψαν το καλοριφέρ λόγω πετρελαίου, το διαμέρισμα είναι πάντα κρύο.

Σήμερα τραβώντας μια ζακέτα  έπεσε κάτω το πακέτο που προόριζα στη κόρη μου τη Μάγδα. Της το έφερα όταν ήρθα στην Αθήνα στις 7 Μαρτίου αλλά δεν πρόφτασα να τη δω για να της το δώσω… Με σταμάτησε ο εγκλεισμός κι έτσι το πακέτο έχει ξεμείνει. Πως γέμισα τη βαλίτσα μου με δώρα μου, φαίνεται σαν κάτι ανοίκειο, απίστευτα παλιό στο χρόνο, σα να πέρασαν κιόλας μήνες από εκείνο το Σάββατο που έφτασα κεφάτη, με προοπτικές… Ακόμα πιο παλιά, ίσως σε μια άλλη ζωή, ήταν Φεβρουάριος, είχα πάει να δω την περιβόητη έκθεση Ντα Βίντσι στο Λούβρο. Εκεί, σε μια αίθουσα απίστευτα γεμάτη κόσμο, αντίκρισα για πρώτη φορά κάποιον να φορά μάσκα. Με έπιασε ξαφνική δύσπνοια και εγκατέλειψα βιαστικά την αίθουσα. Ύστερα, τελευταία μέρα στο Παρίσι θέλησα να αποχαιρετήσω κάτι φίλους. Προσπάθησα να πάρω το μετρό και ξαφνιάστηκα με τον κόσμο. Σαν να ήταν επιστράτευση. Τα βαγόνια, απελπιστικά γεμάτα, πλήθος που έσπευδε να κλειστεί σε καταφύγιο. Μόνο στο πέμπτο τραίνο μπόρεσα να μπω.

Πήρα το αεροπλάνο την επομένη με περίεργα συναισθήματα… Κοίταζα αγριεμένη αυτόν που καθόταν δίπλα μου, η τόσο κοντινή του παρουσία μού φαινόταν επίφοβη. Έφτασα ανακουφισμένη σπίτι μου, στην Φωκίωνος οι ανθισμένες νεραντζιές με καθησύχασαν με το άρωμά τους. Ένοιωσα ασφάλεια. Το τελευταίο ωραίο πράγμα που είδα ήταν η έκθεση ζωγραφικής της Φιλοπούλου στο Φέλιο λίγα μέτρα από το σπίτι μου. Λαμπρές θάλασσες με γυμνά ερωτικά σώματα. Ήταν όμορφα κι αισιόδοξα, κι όμως η ατμόσφαιρα τεταμένη, κοιτιόμαστε όλοι σα μελλοθάνατοι…

Πότε έγιναν αυτά; προ αμνημονεύτων ελπίδων…

Ξαναγυρίζω στο πακέτο της Μάγδας. Αλήθεια τι της πήρα; Το ανοίγω και ρίχνω το περιεχόμενό στο κρεβάτι μου που είναι καλοστρωμένο, πειθαρχία που έχω επιβάλλει στον εαυτό μου: Ένα άστρωτο κρεβάτι αναδύει αίσθηση αρρώστιας και ακηδίας. Έτσι τα δώρα της κόρης μου απλώνονται απαλά το ένα δίπλα στο άλλο, όμορφα και παράταιρα. Το μάτι μου πέφτει στο κόκκινο χρώμα : Ένα πουλόβερ κασμίρ κάπως ζεστό για την εποχή, αλλά είχα σκεφτεί το:  «Μάρτης γδάρτης κακός παλουκοκαύτης». Θα το φόραγε για λίγο φέτος, κι ύστερα του χρόνου όταν έπιαναν τα κρύα… Τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Σε λίγο πιάνουν  ζέστες, δεν πρόκειται να το βάλει ούτε μια φορά. Του χρόνου το χειμώνα λοιπόν, ένα χειμώνα αφάνταστα μακρινό, ασύλληπτο… «Θα το φορέσει όταν θα βγούμε απ’ αυτή τη δοκιμασία» λέω δυνατά με μια φωνή που μέσα στο άδειο σπίτι αντηχεί περίεργα.

Δίπλα στο κόκκινο, το χακί μπλουζόν. Στο Παρίσι πέρσι η Μάγδα είχε λιμπιστεί ένα παρόμοιο που δεν υπήρχε στο νούμερό της… Το θυμήθηκα και της το πήρα. Βαμβακερό, ντουμπλαρισμένο με σατέν φόδρα, ότι πρέπει γι αυτή την εποχή, “ντεμί σεζόν”. Θα το χαρεί, θα το χαιρόταν ; θα το είχε χαρεί αν… ; Κάτι σφίγγεται μέσα μου. Μπα δεν θα το φορέσει φέτος είναι σίγουρο. Έτσι που ήρθαν τα πράγματα, έτσι που ο ιός μας κατατρέχει, που δεν ξέρουμε τι μας μέλλει αύριο, πως να προβλέψουμε το που και το πως θα είμαστε το εγγύς μέλλον μας, αν παρ’ ελπίδα η Μάγδα μου θα κάνει βόλτες σε κάποια παραλία με το χακί μπλουζόν της… Δεν το βλέπω για σίγουρο.

Με θλίψη κοιτάζω το τρίτο δώρο. Δύο γιαπωνέζικα μακό μπλουζάκια που αγόρασα την τελευταία στιγμή από το Uniklo, μετά από μια βόλτα στο Μαρέ την αγαπημένη μου παριζιάνικη γειτονιά. Τέλος απογεύματος και το  Uniklo  που κανονικά σφύζει από κόσμο, ήταν έρημο. Ήμουν μόνη ανάμεσα σε σειρές από αζήτητα ρούχα, κι όμως όλα, ως συνήθως, ήταν το ίδιο δελεαστικά. Το κενό ανέδυε κάτι σαν απειλή. Τρόμαξα λίγο μ’ αυτή την αδειοσύνη, είπα να φύγω, αλλά εκεί σε κάτι ράφια ανακάλυψα τα μπλουζάκια που μου έκλεισαν το μάτι. Τ’ άρπαξα γρήγορα και έσπευσα να τα πληρώσω και για πρώτη φορά δεν χρειάστηκε να κάνω ουρά, ήμουν η μόνη, η τελευταία πελάτισσα.

Τώρα τα κοιτάζω κι έρχονται στο νου μου καλοκαιρινές στιγμές δίπλα στο κύμα, μπάνια και τραπεζώματα, θαλασσινά ηλιοβασιλέματα…

Αχ Μάγδα μου θα τα φορέσεις κάποτε… Λένε πως οι εφιάλτες όχι μόνο τελειώνουν αλλά και ξεχνιούνται.

ΕΤΜ

(από την ανέκδοτη συλλογή “Ενδυματολογικές γκάμες”)

Books and Style

Books and Style