ΓΡΑΦΕΙ Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΥΡΡΗ-ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ
Και πάνω που μετά από χρόνων προσπάθειες, κόπους και στερήσεις, τα είχα όλα έτοιμα και υπό έλεγχο, τα πατώματα γυαλισμένα, τα τζάμια να λάμπουν, τα κεντημένα τις προικός μου τα στρωσίδια – μια που εγώ η Ελλάδα ήμουν και καλοπροικισμένη κοπέλα – σεμέν, τραπεζομάντηλα, κουρτίνες και κλινισκεπάσματα, όλα κολλαρισμένα, τ’ ανθοδοχεία του σπιτιού ξεχειλισμένα μυρωδάτα και πολύχρωμα άνθη, τ’ ασημικά ν’ αστράφτουν, τα καλά σερβίτσια, πιάτα, πιατάκια, φλιτζάνια, φλιτζανάκια, ποτήρια ποτηράκια, με ακρίβεια και μέχρι χιλιοστού ορθά τοποθετημένα, σύμφωνα με τους κανονισμούς του savoir vivre κι αυτά ακόμη τα χρυσά κουτάλια μου είχα έτοιμα για να ολοκληρώσω της εορταστικής τράπεζας την προετοιμασία, έλαβα το μήνυμα την τελευταία στιγμή πως αλλού αποφασίστηκε να παιχτεί το τελευταίο επεισόδιο του έργου της εξόδου μου από τα επαχθή μνημόνια.
Εκείνη η άσπονδη φιλενάδα μου η Αλήθεια – πικρόχολη και φαρμακερή από τα μικράτα της – με το που μπήκε κι είδε τις προετοιμασίες και τα στολίσματα, έπιασε να γελά και να ξεκαρδίζεται, η κακομούτσουνη.
-«Καλέ χαμπάρι δεν επήρες ακόμη τι γίνεται, μόνο κάθεσαι και οργανώνεις γλέντια και χαριεντίσματα», μου σφύριξε καγχάζοντας.
Γύρισα και την κοίταξα εμβρόντητη κι ίδρωσα από την αγωνία και πέσανε ακόμη κι οι μπούκλες μου και γινανε σα μαραμένα σέσκλα τα μαλλιά μου που για να τα φτιάξω όλη τη νύχτα ξαγρύπνησα γιατί μου μπήγονταν στην κεφαλή τα μπικουτιά.
-«Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες…», συνέχισε για να μ’ αποτελειώσει εκείνη η σαδίστρια.
-«Δεν διάβασες σήμερα τις εφημερίδες; Όλες οι φυλλάδες της γης τα είπανε ξεκάθαρα με το νι και με το σίγμα τα μελλούμενά σου… Θα μου πεις πού να βρεις δόλια καιρό να ενημερωθείς με τόσα που είχες στο κεφάλι σου να ετοιμάσεις για τα συχαρίκια… Με το δίκιο σου… Το καλό σου περίμενες… Τόσα πέρασες… Τόσα άδικα πάλεψες… Έφτασες να δεις τα παιδιά σου να πεινούν, άλλα σου ξενιτεύτηκαν για να μην πεθάνουν από την πείνα, άλλα – τα κακορίζικα – από την απελπισιά και την ντροπή προτίμησαν το θάνατο…
Ξέρω, τούτη τη μέρα λαχταρούσες δόλια… Σου καταλέγανε κι οι ψευτοπροφήτες από την τηλεόραση για τα καλά και τα πολλά που σε περιμένανε μετά τις θυσίες σου… Όμως, μαζέψου φιλενάδα μου ταλαίπωρη… Μπρος είναι ακόμη τα βάσανά σου και μην παίρνεις θάρρος… Τα καλόπαιδα που στα χέρια τους παράδινες το βιός σου να το διαχειρίζονται χρόνια τώρα, πήγαν και σ’ έδεσαν χειροπόδαρα στην σκλαβιά του χρέους… Σου ʼβαζαν ομπρός σου χαρτιά και υποθήκες που σε ξεπουλούσαν κι εσύ τα υπόγραφες γιατί η πείνα κι ο φόβος σου ʼκλειναν τα μάτια… Αχ, εγώ πάντα αλήθειες σου ʼλεγα κι εσύ με στραβοκοίταζες και με παράκουγες…
Μυαλό δεν έβαζες φιλενάδα… Τα παλιά παθήματα ποτέ δεν σου γίνανε μαθήματα… Δες τώρα τη κατάντια σου… Τώρα τα ναύλα για τα ταξίδια που θα πηγαίνουν τα παιδιά σου στον Μινώταυρο της παγκόσμιας τάξης είναι διπλοβουλωμένα από τα χέρια και την κακοκεφαλιά σου… Χαρές και γλέντια δυστυχώς δεν σε περιμένουνε κακόμοιρη για χρόνια πολλά… Σφίξε πάλι το ζωνάρι… Διπλογονάτισε και σήκωσε το φορτίο που σου πέφτει για να το πας παρακάτω… Κι έχε το νου σου… Όποιος δεν κάμνει τον κόπο να σκεφτεί σε τι έφταιξε και να διορθωθεί, στον βράχο του χρέους δεσμώτης θα μένει να του τρώνε τα όρνια τα σπλάχνα του αιώνια…»
Κοκάλωσα… Το χρυσό κουτάλι που βαστούσα μου ʼπεσε στο πλακάκι κι έκαμε ένα κρότο σαν να ʼπεσε κεραυνός… Που κεραυνός έπεσε αλλά πάνω στο κεφάλι μου… Αφού τα κακά μαντάτα της άσπονδης φίλης μου το ʼξερα πως ήταν αλήθεια…
Γιατί η Αλήθεια μπορεί να είναι κακιά και φαρμακερή αλλά ψεύτρα δεν είναι…
Καλό κουράγιο λοιπόν παιδιά μου…