ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΣΤΑ
Αντί πυρών
Αντί λυγμών
Αντί αλαλαγμών
Είμαστε όλοι σήμερα εδώ για να παρουσιάσουμε και να κατανοήσουμε την ποίηση της αγαπημένης φίλης και δημιουργού, Αγγελικής Συρρή-Στεφανίδου.
Γράφει κάπου ο Πωλ Βαλερύ:
Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τι τραγουδάει, γιατί τραγουδάει και τι είναι αυτό που το κάνει και τραγουδάει, δεν θα τραγούδαγε.
Αν παραλλάξουμε την παραπάνω ρήση, θα λέγαμε ότι αν ένας ποιητής είχε τη δυνατότητα να μας πει ακριβώς τι γράφει, γιατί το γράφει και τι τον παροτρύνει να γράφει ποίηση, δεν γνωρίζουμε αν θα έγραφε.
Η ποιήτριά μας, η Αγγελικής Συρρή-Στεφανίδου είναι αφοσιωμένη στη ζωή, είναι άνθρωπος ολόκληρος, παθιάζεται, επαναστατεί, αγανακτεί, αγαπάει και ξετινάζει την ψυχή της αγκυλώνοντάς μας, λέγοντάς μας κατάματα τις αλήθειες της, τη σκέψη που την κάνει να συνωμοτεί ενάντια στον πόνο, σαν ταπεινός μύστης όπως λέει στο ποίημά της, «Στ’ άρματα ποιητές». Αρνείται να γίνουμε έρμαια και υποχείρια στις άνωθεν εντολές και στην αμάθεια.
Λέει ο Μαγιακόφσκι: «Ο ποιητής μένει πάντα χρεώστης απέναντι στον κόσμο, πληρώνει πάντα τόκους και υπερημερίες για τον πόνο των ανθρώπων».
Είναι όμως η ποίηση της Αγγελικής Συρρή-Στεφανίδου ανθρωποκεντρική;
Είναι αυτός ο τρόπος της να εκφράσει και να εκφραστεί μέσω της ποίησης;
Η Αγγελική Συρρή μάς γεμίζει χαρά, μας ταξιδεύει στους ουρανούς, μας κατεβάζει στα Τάρταρα.
Είναι μυστηριακά ερωτευμένη με τη ζωή.
Δε ζυγιάζει, δε μετρά, δε βολεύεται.
Ακολουθεί μόνο το δικό της χτυποκάρδι… (Ν. Καζαντζάκης).
Βέβαια, εκείνο που διακρίνεται είναι μια ιδέα απόγνωσης και ταυτόχρονα μία μαγεία.
Για την ποιήτριά μας, λοιπόν, αυτό που κοινωνείται χαρίζει τόση συγκίνηση, σαν πράξη ερωτική.
Θέλει να εκφράσει αυτά που μας λέει η Κική Δημουλά: «Τα ωραία δάκρυα του πόνου, τις σιωπές, τους στεναγμούς και τις θωπείες». Θέλει να υπάρχει αναβαθμός και πτώση μαζί με τις κραυγές της, αποζητά μια διαρκή επανάσταση από το λόγο στη ζωή και ταυτόχρονα ζητά το κουράγιο να είναι ποιήτρια για να παρηγορεί σαν μικρό ξωκλήσι στο πουθενά, όλους αυτούς που την αγαπούν, όλους αυτούς που είναι σε ωκεανούς λύπης.
Αποζητά να προσφέρει, όπως λέει και ο Σεφέρης, αυτό που έχει μέσα της, τις δικές της ρίζες στις ανθρώπινες ανάσες του κόσμου.
Οι στίχοι της Αγγελικής φωτίζουν τις μέρες μας, και είναι το καταφύγιό μας όπως οι ναυτικοί μας αποζητούν τους φάρους τις νύχτες να τους δώσουν το φωτεινό τους στίγμα, την ύπαρξη κάποιου που είναι κοντά τους, σαν φίλος που τους γνέφει στοργικά.
Στις μέρες μας, ο ποιητής αισθάνεται απομονωμένος ανάμεσα στο γίγνεσθαι και το είναι.
Ο λόγος του φωνάζει πυκνός αλλά η έλλειψη παιδείας και ο αγνωστικισμός τον απομακρύνουν, έτσι ώστε να αισθάνεται παράταιρος ο λόγος του σε μια πολιτεία που σωπαίνει, όπως λέει ο μεγάλος μας Γ. Ρίτσος.
Η ποίησή της είναι σαν μια πεταλούδα που γλιτώνει από τη φωτιά, σαν άσπρο άλογο που τρέχει σε μαύρο ουρανό.
Οι στίχοι της ξεχειλίζουν ζωή, ο λυρισμός της είναι αδιαπραγμάτευτος και η ποίησή της είναι μέρος της ύπαρξής της.
Δεν απαιτεί κανέναν σεβασμό από τους αναγνώστες της.
Θέλει η ποίησή της να διαβάζεται χωρίς συμπλέγματα διανοούμενου και ζητά να συντονιστούμε μαζί της.
Η ματιά της είναι διαπεραστική, της ανήκουν οι χώροι, τα όνειρα, και οι λέξεις που χρησιμοποιεί έχουν ενίοτε βιβλική σημασία.
Είναι πηγαία η γραφή της και παίρνει το χάος και το ανασυνθέτει, γεμάτη αθωότητα, χωρίς υπεκφυγές και περικοπές.
Υπάρχει η λέξη poignant, που σημαίνει ζωηρός, σπαραχτικός, οδυνηρός. Τη χρησιμοποιούν για τις αναμνήσεις και μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε με αυτήν.
Η Αγγελική Συρρή μάς γεμίζει χαρά, μας ταξιδεύει στους ουρανούς, μας κατεβάζει στα Τάρταρα
Γιατί μέσα από τους στίχους της, κυνηγά μια χαμένη αθωότητα στους ανθρώπους που θέλει να την επανακτήσει.
Είναι μια φράση του ποιητή Dilan Τomas που αποδίδει το ύφος της Αγγελικής. “There is only one thing worse, than having had an unhappy childhood, and that is to have had a happy one”.
Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η ποίησή της είναι το άλλο πρόσωπο της υπερηφάνειάς της ως ανθρώπου, που αγνοεί σύνορα, σηκώνει τα παραπέτα του νου, για να φανεί μια άκρη της αλήθειας, κάτι σαν καταφύγιο, σαν λύτρωση, σαν να υπαγορεύεται από ένα δαιμόνιο που μεγεθύνει με τον δικό της τρόπο την αίσθηση του μεγαλείου της ζωής.
Λέει ο Αριστοτέλης για την ποίηση:
«Διό ευφυούς η ποιητική εστίν ή μανικού.
Τούτων γαρ οι μεν εύπλαστοι οι δε εκστατικοί εισίν». Δηλαδή «η τέχνη της ποίησης είναι έργο του προικισμένου μάλλον, παρά του μανικού καλλιτέχνη, γιατί ο πρώτος είναι ο επιδέξιος μιμητής, ενώ ο δεύτερος κατέχεται από ενθουσιασμό και του λείπει η ψυχική ηρεμία.
Έτσι λοιπόν, το ποιητικό νεύρο της Αγγελικής φτιάχνει αυτούς τους στίχους που είναι τόσο μουσικοί και τόσο λυρικοί ταυτόχρονα, μέσα στην αγωνία τους.
Η ποίηση της φίλης μας είναι καθαυτό, αυτό που λέει ο Ελύτης «μισή πραγματικότητα μισή όνειρο, το ένα πόδι πάνω στη γη και το άλλο στο κενό».
Η ποίησή της σκάβει βαθιά και είναι ευτύχημα που σε πείσμα των καιρών γράφει στίχους.
Καταθέτει λοιπόν τέτοια ποίηση, που είναι «κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια, απρόοπτες συναντήσεις και χθεσινά και μελλούμενα, μια επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας, κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε, μια ευτυχία, μια μέθη και ενθουσιασμός, ακόμη και μια αξεπέραστη σονάτα του Σεληνόφωτος (Ρίτσος).
Γράφει η Αγγελική:
Όλοι εσείς οι ποιητές που υμνείτε τραγουδώντας την
αγάπη, την τελειότητα και την υπεροχή κι ουρλιάζοντας,
την ταπεινή ιδιοτέλεια και το χυδαίο μίσος εκτελείτε.
Εσείς… τι περιμένετε λοιπόν;
Ξέρει καλά ότι έχει όνειρα η Αγγελική. Το κατανοούμε, το αγκαλιάζουμε γιατί η ποιήτρια, μας προσφέρει ναυάγια και μας δίνει τις παροτρύνσεις για μια καινούργια ολόλαμπρη αρχή.
Ακούστε! Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ’ εγώ ο
χτίστης, ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογυιός της
ποίησης… (Κ. Παλαμάς).
Η κρίση αξιών που υπάρχει στις μέρες μας, οι εκπρόσωποι μιας γενιάς που μεγάλωσε στα δύσκολα, μας κάνει να πιστεύουμε – μέσα από τους στίχους της – στην αλληλοβοήθεια και την αυτάρκεια.
Δεν γυρεύει ατομικές λύσεις, γυρεύει και φωνάζει για λύσεις που μέσα από σκοτεινά μονοπάτια και το μεθοδικό ξεθώριασμα μιας συλλογικής μνήμης, θα κρατήσει και θα αγκαλιάσει διαχρονικές αξίες όπως η φιλία, η πολυφωνικότητα, η αγάπη, η απαντοχή ενός καλύτερου μέλλοντος.
Η ποίησή της λοιπόν έχει μια καθολικότητα που συναρπάζει, που μας οδηγεί με τον στοχασμό της σε μια πλήρη κατάφαση της ανθρώπινης πνευματικότητας, μας προκαλεί να παλέψουμε με το ακατόρθωτο.
Με αυτά που δεν γράφει αλλά υπονοεί, μας εξοικειώνει με τις σκιές και μας οδηγεί σε ένα οδοιπορικό κατανόησης
Ταυτόχρονα έχει μια λυρικότητα που εμπνέει αλλά την ίδια στιγμή κατηχεί.
Δημιουργεί μια νευρικότητα, δημιουργεί μύθο με τον λογισμό του στίχου της, αλλά ακόμα και με τις σιωπές της.
Με αυτά που δεν γράφει αλλά υπονοεί, μας εξοικειώνει με τις σκιές και μας οδηγεί σε ένα οδοιπορικό κατανόησης -ακόμα και έκστασης.
Στα ποιήματά της, η ζωή και η τέχνη ζητούν δικαίωση, ενώ ταυτόχρονα και μαγικά απευθύνεται και στο εσύ και στο εμείς.
Μοιάζει η ποίησή της να έχει αποδέκτες που θα βιώσουν την ανάγνωση με ένταση και συναίσθημα.
Η ποίησή της, λοιπόν, είναι σαν ένα αντίδοτο κατά της φθοράς που επιφέρει ο χρόνος.
Αναφέρω εδώ ένα απόσπασμα από το ποίημα του Καβάφη:
Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου – ποιητού εν
Κομμαγηνή 595 μ.Χ.:
«Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου είναι
πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρισι καμία
Εις σε προστρέχω Τέχνη της ποιήσεως, που κάπως ξέρεις
από φάρμακα…
…Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως που
κάμνουνε – για λίγο – να μην νιώθεται η πληγή».
Κάποια ποιήματα της Αγγελικής φιλοσοφούν και πραγματεύονται τη σχέση της με τον ποιητικό λόγο και ταυτόχρονα έχουν μια τραγικότητα, που με τη βοήθεια της Τέχνης της, προσφέρουν ουσιαστικά μιαν αριστοτελική κάθαρση.
Τα ποιήματα για την ποίηση και τους ποιητές, λοιπόν, σηματοδοτούν μια αυτοαναφορικότητα και οι στίχοι τους αναπαριστούν τη διαδικασία της γέννησης και της δημιουργίας του ποιητή, φέρνοντάς τον στο κέντρο της ύπαρξής του και του ενδιαφέροντός του.
Έτσι λοιπόν, η ποιήτριά μας, η φίλη μας, με υψηλή συνείδηση της Τέχνης της και της ποίησής της, ως πράξη ευθύνης, αναδεικνύει αυτό που λέει η ίδια:
«Αλίμονο αν σωπάσει η δικιά σας η κραυγή…
και βουβαθεί ο θείος αλαλαγμός σας…».
Όταν μιλούμε για τη σύγχρονη λογοτεχνία, για την σύγχρονη ποίηση, έχουμε σήμερα ένα σοβαρό πρόβλημα. Παλιότερα, ο αναγνώστης εντρυφούσε στη μεγάλη κλασική ποίηση και λογοτεχνία εκτεθειμένος σε μια πληθώρα ερεθισμάτων υψηλής ποιότητας.
Στην εποχή μας, που διαβάζονται βιβλία κυρίως ζώντων συγγραφέων και ποιητών, οι αναγνώστες είναι αποκομμένοι από το παρελθόν και ανήμπορα εκτεθειμένοι στις επιδράσεις της δικής μας εποχής, μιας εποχής με εμπορικά τεχνάσματα.
Η ποίηση όμως, όπως και η λογοτεχνία, οφείλουν να μοιάζουν με μουσική, προχωρώντας σε μιαν υφολογική επανάσταση, εκφράζοντας μικρές και σπουδαίες ιδέες με μια ποιητική γλώσσα, που εμπνέει γνήσια και ουσιαστικά.
Αυτή είναι η γλώσσα της Αγγελικής Συρρή-Στεφανίδου.
Στο «Δούναι και λαβείν» γράφει:
«Ας τους λοιπόν, να ‘ρθουν να ικετέψουνε την συνδρομή.
Να εκτιμήσουν σωστά αυτά που από σένα θ’ απολαύσουν».
Στο «με ελεύθερη βούληση»: (για τον άνθρωπο)
«Τώρα το τιμωρείς που δεν εδιάλεξε, λες το καλό.
Μα το καλό και το κακό, άδικε, σ’ ίσα μερίδια
τα κληρονόμησε από σένα».
Στα «Στάδια αγωγής» λέει:
«Το πρώτο «όχι» το πες
Και έτσι μ’ έμαθες να περιμένω
Ύστερα είπες «ίσως» και… να ονειρεύομαι με δίδαξες
Κι όταν πια είπες «ναι» ήξερες πως
ακριβώς τώρα, κατέχω την αξία του…».
Σπανιότατα, κάποιος ασχολείται με την ποίηση και τη λογοτεχνία ταυτόχρονα.
Η Αγγελικής Συρρή-Στεφανίδου στέφεται με ισομερώς και εμφανώς άρτια λογοτεχνικά εύσημα και στα δύο.
Ο λόγος είναι η sui generis ματιά με την οποία επεξεργάζεται και αντιμετωπίζει το βιωματικό υλικό της.
Υιοθετεί τον υπαινιγμό, την ειρωνεία, το στοχασμό, τη σάτιρα.
Απομυθοποιεί και ταυτόχρονα μυθοποιεί και σέβεται τις μνήμες της, το παρελθόν της.
Αφήνει στην ποίησή της να παρέλθει ο χρόνος και να φανούν οι πτυχές λιγότερο ή περισσότερο ηρωικές, καθημερινές και αναγνωρίσιμες.
Οι αναγνώσεις της, μέσα από αποσπασματικά, αναπάντεχα, φαινομενικά ασήμαντα στιγμιότυπα, ψηλώνουν τις απαιτήσεις του αναγνώστη με μιαν αίσθηση μετεωρισμού που δημιουργεί απορίες και αποκτά τη βαρύτητα της ποίησης με το «Π» κεφαλαίο.
Μια αίσθηση χαρμολύπης αντιφέγγει κάτω από τους στίχους της.
Μερικές φορές, η αντιηρωική και λοξή ματιά της φτάνει στο απόγειό της, χωρίς λεκτικές εξάρσεις, με σεβαστική ματιά, με έντονες φωτοσκιάσεις ανθρωπιάς, δύναμης, καθαρότητας, διαύγειας και κατανόησης των ανθρωπίνων αδυναμιών.
Αυτή είναι η ποίηση που απογειώνει, με τρόπο συναρπαστικό, που πηγαίνει βαθύτερα από τα επιφανειακά και εύκολα συμφραζόμενα.
Αυτή είναι λοιπόν, η λυδία λίθος σε όσους δοκιμάζονται, σε όσους μπορούν να συγκαταλεχθούν στους σημαντικούς ποιητές της εποχής μας.
Η ποίησή της δεν είναι αυστηρή και κατεδαφιστική. Είναι ανθρωποκεντρική και στοχαστική με βαθύτερα νοήματα και μακριά από φανατισμούς, σαν να αλλάζει η ανθρώπινη φύση και να μπορεί να επανασυνδεθεί το αντικείμενο για να αλλάξει την ανθρώπινη παρόρμηση.
Αυτή είναι λοιπόν, η λυδία λίθος σε όσους δοκιμάζονται, σε όσους μπορούν να συγκαταλεχθούν στους σημαντικούς ποιητές της εποχής μας.
Οι στίχοι της βγάζουν μια συνείδηση πανανθρώπινη και αποδίδουν πλήρως το περίφημο «stream of consciousness», το φράγμα μεταξύ του αναγνώστη και του δημιουργού, με πλήρη συνειδητότητα, εξοικείωση και αμεσότητα.
Η φίλη μας μέσα από τα ποιήματά της ανανεώνει τη ζωή και την αναζωογονεί στο διηνεκές.
Χωρίς συντμήσεις, αποκοπές και εξπρεσιονιστικές ακρότητες.
Λέει σε ένα σημείο: «Πότισα μ’ ένα δάκρυ το
αναπόφευκτο και υποκλίθηκα ανίσχυρη στην αθανασία». Μεστός λόγος… καθημερινός! Μα τόσο μεγάλος!
Ο Νίκος Καρούζος ονοματίζει την ποίηση ως «χρείες της ζωής, χρείες του κόσμου, τα κελαηδήματα».
Ένα σωστό ποίημα μερικές φορές είναι ένα σπάραγμα, είναι μια φρεναπάτη, είναι μια περιπλάνηση σε ξεμοναχιασμένους δρόμους που η ζωή χορεύει.
Ένα σωστό ποίημα όμως ποτέ δεν καθυστερεί σε μια γωνιά του ρεμβασμού. Είναι πάντα στην ώρα του, λέει «παρών» στο κάλεσμα της εποχής του, όπως μας αναφέρει ο μεγάλος μας Γιάννης Ρίτσος.
Ο Ελύτης δε, μας τραγουδάει για την ποίηση.
«Η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που
σε υπερβαίνει, να γίνεσαι άνεμος για τον χαρταετό και
χαρταετός για τον άνεμο, ακόμα και όταν ουρανός δεν
υπάρχει»˙ αυτό είναι στο βάθος ποίηση, γιατί ο χρόνος τι ήσυχα που γκρεμίζεται μέσα στην ποίηση.
Η ομορφιά της ποίησης καραδοκεί… Αρκεί λοιπόν να είμαστε ευαίσθητοι και θα την αισθανθούμε μέσα σε όλες τις γλώσσες και κύρια στην ελληνική, που όταν το ποίημα είναι καλό, νομίζουμε πως θα μπορούσαμε να το έχουμε εμείς γράψει, θεωρούμε πως ήταν μια ιδέα που ζούσε μέσα μας, προϋπήρχε και βγήκε για να μας απαλύνει τις πληγές, για να λειτουργήσει σαν σωστικό εργαλείο που μας βοηθάει να βρίσκουμε τη σωτηρία μας και τα άπιαστα αστέρια, τις ανάσες μας, την ευτυχία μας, την πλήρωσή μας ως ανθρώπων.
Εκεί, οι ερημιές παύουν να υπάρχουν, δημιουργούν όμορφα καταφύγια του νου που είναι η περηφάνια του ποιητή και η ελπίδα του πως πνεύματα αγαθά τον εμπνέουν, να καταγράψει τη ζωή, να μιλήσει γι’ αυτά που μας αξίζουν, να εξωτερικεύσει τις εσωτερικές του ανάγκες.
Έτσι παράγουν αυτό που ο Ιρλανδός ποιητής Seamus Heaney έχει ονομάσει «μουσική του στόματος».
Τα ποιήματα λοιπόν της Αγγελικής Συρρή-Στεφανίδου φωτίζουν το ένα το άλλο, ενώ έχουν όπως η μουσική και η ζωγραφική, ένα κοινό υπόστρωμα ρυθμού.
Ποίηση είναι η υψηλότερη έκφανση του ρυθμικού λόγου που απεικονίζει όπως υπαινίσσεται το περίφημο ρητό ut pitura poesis, μια εικονοπλαστική δύναμη που χαρακτηρίζει και τις δύο τέχνες.
Όταν λοιπόν οι εικόνες, ο ρυθμός και ο λόγος συναντώνται, όπως στην ποίηση της Αγγελικής Συρρή-Στεφανίδου, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για το ρυθμικό όραμα του κόσμου που ξαναγεννιέται και μας προσφέρει χιλιάδες μικρές πυρκαγιές, νέες ιδέες για δικαιοσύνη, ομορφιά, ειρήνη, αλληλεγγύη, σπάζοντας τις σιωπές της ιδιοτέλειας και του ατομικισμού σαν μια διαρκή επανάσταση ύπαρξης, πόνου και δακρύων που κοσμούν τους στίχους της με αρχέγονους ρυθμούς και φαντασία.
Έτσι, η φίλη μας, ζει μέσα από την ποίησή της το μύθο της αιωνιότητας, με την κληρονομιά που αφήνει ως μια μύηση για ένα καινούργιο μέλλον, ένα νέο ορίζοντα με χρώματα που ξανασμίγει με τον κόσμο για να τον κάνει ομορφότερο˙ και καταλήγω με τη ρήση του Τάκη Σινόπουλου:
«Αν ζει, αν υπάρχει ακόμα η ποίηση, τούτο το χρωστάμε σε
κείνη την ασήμαντη, την ταπεινή ρωγμή που λησμόνησαν οι θεοί στο
σφαλισμένο παράθυρο της σιγουριάς και της άμυνας των ανθρώπων».
* Η ποιητική συλλογή της συγγραφέως και ποιήτριας Αγγελικής Συρρή-Στεφανίδου «Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙ», κυκλοφορεί από την Εμπειρία Εκδοτική.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ