ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΑΙΗ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
Το ήξερε, πάντα το ήξερε πως κάτι την έδενε με τη θάλασσα.
Απέραντη ήταν, όπως και η ψυχή της. Είχε μια δύναμη, εκείνο το πλάσμα, αλλιώτικη. Περίεργο πλάσμα. Τα σκούρα μάτια της, θαρρείς και άλλαζαν χρώματα όταν κοιτούσε το νερό. Όχι οποιοδήποτε είδος νερού. Τη θάλασσα μόνο. Άλλες φορές μπορούσες μέσα τους να δεις την ελπίδα, σαν το σκούρο μπλε του πελάγους. Άλλες πάλι καθρέφτιζαν την περιπέτεια, σαν καταπράσινα νερά εξωτικής παραλίας.
Όμως ήταν και κάποιες φορές που έβλεπες μαύρο, πυκνό και αδιαπέραστο σαν θάλασσα μια νύχτα δίχως φεγγάρι. Έτσι και τώρα. Περπάτησε ξυπόλυτη ως την άκρη του βράχου και κάθισε στην άκρη του. Τα μαύρα μακριά μαλλιά της απλώνονταν στην πλάτη της. Η στιγμή αυτή ήταν δική της, δεν την ενδιέφερε ούτε ποιος την κοίταζε, ούτε και τι σκεφτόταν ο κόσμος. Ήθελε να μείνει εκεί. Κοντά στη φύση της, στο σπίτι της.
Σουρούπωσε και εκείνη η ώρα ήταν η αγαπημένη της. Η ώρα που γέρνει ο ήλιος κουρασμένος. Γύρισε και κοίταξε το ηλιοβασίλεμα. Μια αχτίδα φωτός ζέστανε το πρόσωπό της. Μια ζαβολιάρα αχτίδα. Ταξίδεψε στο βλέμμα της και την έκανε να χαμογελάσει. Της άρεσε όταν το φώς του ήλιου έπεφτε στα μάτια της. Οι περισσότεροι άνθρωποι ενοχλούνται από αυτό, εκείνη όμως όχι. Όταν συνέβαινε αυτό, έβλεπε τα όνειρα της σαν σε μαγική προβολή πάνω από την επιφάνεια του νερού.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει, ήταν ώρα να φύγει. Κρατώντας τα παπούτσια της στο χέρι έφτασε στην αμμουδιά. Δίπλα στο σακίδιο της βρήκε μια φωτογραφία της και ένα σημείωμα. Κοίταξε πρώτα τη φωτογραφία. Απεικόνιζε την ίδια λίγα λεπτά νωρίτερα, καθισμένη στην άκρη του βράχου, με τα πόδια της λυγισμένα στο πλάι. Τα χέρια δεξιά κι αριστερά στήριζαν τον κορμό της ακουμπισμένα κάτω, το κεφάλι της γυρισμένο στο πλάι καθώς κοιτούσε το ηλιοβασίλεμα, αποκάλυπτε μόνο το προφίλ της. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας έγραφε: «Γοργόνα» και στο σημείωμα μια ημερομηνία και μια άγνωστη διεύθυνση. Μάζεψε τα πράγματά της κι έφυγε χαμογελώντας.
«Κάποιος ταξιδιώτης θα είναι», σκέφτηκε και συνέχισε να τραβάει φωτογραφίες.
Ο Στέφανος μπήκε στο αυτοκίνητό του και τακτοποίησε τις φωτογραφικές του μηχανές στις θήκες τους. Πάντα είχε και τις δύο μαζί του, μία Polaroid και μία επαγγελματική. Παρόλο που όλα ήταν σχεδόν έτοιμα για την έκθεση, εκείνος ένιωθε πως κάτι έλειπε. Ο φίλος του είχε δίκιο που επέμενε να κάνει αυτό το ταξίδι. Αυτό το νησί δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Μαγικά τοπία με έντονες εναλλαγές και όμορφοι άνθρωποι. Κυρίως όμορφοι άνθρωποι. Την επόμενη ημέρα θα έκανε ένα ταξίδι στην άλλη πλευρά του νησιού. Σύμφωνα με τον χάρτη του, έπρεπε να οδηγήσει για μια ώρα και κάτι, σ’ έναν ελαφρώς επικίνδυνο δρόμο. Ο φίλος του τον είχε διαβεβαιώσει πως το τοπίο θα τον αποζημίωνε. Πραγματικά, φθάνοντας το επόμενο πρωί στο σημείο που του είχε υποδείξει, έμεινε έκθαμβος.
Τον υποδέχτηκε ένα υπέροχο μέρος. Ένας ποταμός απλωνόταν ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση. Επικρατούσε απίστευτη ησυχία. Το μόνο που μπορούσε να ακούσει ήταν ο κελαριστός ήχος του νερού και τα πουλιά. Πήρε τη φωτογραφική του μηχανή κι άρχισε να απαθανατίζει το τοπίο. Σε κάποιο σημείο, σκόνταψε σε ένα σακίδιο. «Κάποιος ταξιδιώτης θα είναι», σκέφτηκε και συνέχισε να τραβάει φωτογραφίες. Είχε μαγευτεί από το φώς του ήλιου που τρύπωνε ανάμεσα από τα κλαδιά και τα φύλλα των δέντρων. «Εδώ θα μπορούσαν να ζουν νεράιδες», σκέφτηκε και γύρισε να φύγει όταν ξαφνικά την είδε.
Έμεινε να την κοιτάζει μαγεμένος. Καθόταν σε μια πέτρα πάνω, δίπλα στο τρεχούμενο νερό. «Μια σύγχρονη νεράιδα» σκέφτηκε και άρχισε να τραβάει φωτογραφίες της από μακριά. Όπως έπεφτε το φως επάνω της, θα ορκιζόταν πως μπόρεσε για μια στιγμή να διακρίνει δύο ημιδιάφανα φτερά να γυαλίζουν στην πλάτη της. Τράβηξε μια φωτογραφία της την ώρα που γύρισε και κοίταξε το νερό. Ναι, ήταν μια νεράιδα με δύο όψεις, μια φωτεινή και μια πιο σκοτεινή. Το φώς του ήλιου έλουζε την μια της πλευρά φωτίζοντας τα ανοιχτόχρωμα μάτια της και τα ξανθά μαλλιά της, ενώ η άλλη της πλευρά φαινόταν μετά βίας κάτω από την πυκνή σκιά των δέντρων. Βγαλμένη από ένα σύγχρονο παραμύθι, ένα πλάσμα που έβλεπε και με τα μάτια του και την ψυχή του. Άφησε μια φωτογραφία της δίπλα στο σακίδιο και ένα σημείωμα με μια διεύθυνση και μια ημερομηνία.
Η μεγάλη μέρα για τον Στέφανο είχε φτάσει. Οι καλεσμένοι του είχαν φθάσει στην αίθουσα του παλιού δημαρχείου που φιλοξενούσε την έκθεση φωτογραφίας. Ο κόσμος περιφερόταν από έργο σε έργο σχολιάζοντας και ζητώντας να μάθουν πληροφορίες για αυτά. Ανάμεσα στον κόσμο, ένα ξανθό κορίτσι κοιτούσε μια φωτογραφία. Είχε μείνει παγωμένη μπρος στο θέαμα. Ντυμένη με ένα γκρενά μακρύ φόρεμα, αέρινη, νόμιζε κανείς πως δεν πατούσε καν στο έδαφος. Ο Στέφανος την είδε από μακριά και χαμογέλασε. «Καλώς την νεράιδα μου», μονολόγησε. Η βραδιά κυλούσε ήσυχα, όταν έπειτα από λίγο μια μελαχρινή κοπέλα μπήκε στην αίθουσα. Τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα με τέτοιο τρόπο, που ήταν λες και είχε μόλις βγει από τη θάλασσα͘ φορούσε ένα σκούρο μπλε μακρύ φόρεμα και στο λαιμό της ένα κολιέ με κοχύλια.
Στάθηκε η κάθε μια τους μπρος στη φωτογραφία της. Ήταν απίστευτο αυτό που είχε κάνει αυτός ο άνθρωπος. Αυτό που είχε καταφέρει, ήταν να δει με τα μάτια της φαντασίας του αυτό που ζωγράφιζε η αύρα τους. Δεν ήταν τίποτα άλλο από δύο γυναίκες. Όμως εκείνος μπόρεσε να δει την ψυχή τους. Αυτό είχε κάνει όμως και σχεδόν με όλα τα έργα της έκθεσης. Ανάμεσα στις εκπληκτικές φωτογραφίες, υπήρχε το στιγμιότυπο ενός ηλικιωμένου ζευγαριού που περπατούσε αργά και προσεκτικά σε ένα κατηφορικό καλντερίμι. Πάνω από τη φωτογραφία τους υπήρχε ο τίτλος «Βασιλιάς και Βασίλισσα». Λίγο πιο δίπλα, μια φωτογραφία με δύο παιδάκια που έπαιζαν στο χώμα, με σκονισμένα ρούχα και βρώμικα μουτράκια. Τίτλος έργου «Ξωτικά». Μια νηπιαγωγός και οι μικροί μαθητές της σε ένα πάρκο «Η Χιονάτη και τα νανάκια» και ένα σωρό άλλοι ήρωες παραμυθιών. Ένας «Ιππότης», «Η Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων», ο «Λύκος» και η «Μάγισσα».
Είχε καταφέρει μέσα από τον φωτογραφικό του φακό να αναδείξει τη δύναμη του καθενός. Ήταν όλοι τους «Μυθικά πλάσματα και ήρωες παραμυθιών» της διπλανής πόρτας.