ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΑΙΗ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
Μια φορά και έναν καιρό, μέσα σε ένα εύφορο δάσος υπήρχε ένα καλυβάκι. Εκεί ζούσε μια ηλικιωμένη γυναίκα. Φορούσε πάντα μια κόκκινη ρόμπα και ένα κόκκινο μαντίλι στα μαλλιά της.
Κάθε πρωί, όταν ξυπνούσε συγύριζε το σπιτάκι της. Έπειτα μαγείρευε το φαγητό της και έβγαινε να κάνει τον καθιερωμένο περίπατο της στο δάσος.
Δεν την επισκεπτόταν ποτέ κανείς. Ήταν επιλογή της εξάλλου. Υπήρχαν ένα σωρό φήμες για αυτήν. Κάποιοι έλεγαν πως ήταν κακιά και πολλοί άλλοι πίστευαν πως είχε χάσει τα λογικά της. Βλέπετε από εκείνα τα χρόνια, ακόμα και τόσο παλιά οι άνθρωποι ό, τι ήταν διαφορετικό, όσα δεν καταλάβαιναν τα κατηγορούσαν. Εκείνη όμως δεν την ένοιαζε. Ήξερε πως πίσω από την πλάτη της, την φώναζαν «Γριά Κοκκίνω», μα δεν την πείραζε καθόλου.
Έτσι λοιπόν ένα μεσημεράκι πήρε το φαγητό της και μια μεγάλη μερίδα ακόμα και πήγε στο αγαπημένο της σημείο στο δάσος. Ήταν ένα ξέφωτο ανάμεσα στα ψηλά δέντρα. Εκεί τον συναντούσε κάθε μεσημέρι, σχεδόν από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Εκείνος, δεν άργησε να φανεί. Ήρθε όπως πάντα, με βήμα αργό, επιβλητικό. Το κεφάλι του τεντωμένο ψηλά, περήφανα, μα στα μάτια του μπόρεσε από μακριά να διακρίνει κάτι διαφορετικό.
Άπλωσε το χέρι της και τον χάιδεψε. Εκείνος κούρνιασε στην αγκαλιά της. Έμειναν έτσι αρκετή ώρα. Το είχαν και οι δυο ανάγκη. Η «Γριά Κοκκίνω», έστρωσε ένα τραπεζομάντιλο πάνω στα ξερά φύλλα και άπλωσε επάνω το φαγητό τους. Εκείνος δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου όμως για τις νοστιμιές που του είχε φέρει. «Καλέ μου πρέπει να φας» είπε και έβαλε στην χούφτα της λίγο από την πίτα που είχε πάρει μαζί της. Εκείνος την κοίταξε και τα μάτια του, της φάνηκαν βουρκωμένα. Επέμεινε εκείνη με το χέρι τεντωμένο και εκείνος το κατάλαβε πως δεν υπήρχε περίπτωση να το αποφύγει. Έφαγε όσο φαγητό του έδωσε και κούρνιασε ξανά στην αγκαλιά της. Εκείνη τον χάιδεψε τρυφερά, αισθανόταν την αναπνοή του βαριά κάτω από την παχιά του γούνα.
«Μια φορά και έναν καιρό» άρχισε να διηγείται, «σε ένα μικρό σπιτάκι ζούσε ένα κορίτσι με την οικογένεια του . Της άρεσε να φοράει μια κόκκινη κάπα με κάλυμμα για το κεφάλι και όσοι την αγαπούσαν την φώναζαν Κοκκινοσκουφίτσα. Το κοριτσάκι αυτό έκανε συχνά βόλτες στο δάσος για να επισκέπτεται και την γιαγιά της που ζούσε κοντά σε ένα ξέφωτο. Κάποτε λοιπόν, το κοριτσάκι αυτό γνώρισε ένα λύκο. Οι δυο τους έγιναν πολύ καλοί φίλοι αλλά δεν πρόσεξαν και η παράξενη για τους άλλους φιλία τους, έγινε γνωστή. Όταν το έμαθαν προσπάθησαν να τους χωρίσουν και τα κατάφεραν για πολλά χρόνια».
Του μιλούσε, του έλεγε την ιστορία και μπορούσε να αισθανθεί πως έκλαιγε. Η αναπνοή του γινόταν ολοένα και πιο ακανόνιστη. «Η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας όμως πέθανε και το ίδιο και οι γονείς της παρόλο που ήταν πολύ νέοι. Το κοριτσάκι μην ξέροντας που αλλού μπορούσε να πάει, μην έχοντας κανέναν άλλον έτρεξε στο δάσος. Έψαξε να βρει τον φίλο της. Εκείνος ήταν πάντα εκεί. Γερασμένος πια, άλλα πάντα περήφανος και με επιβλητικό περπάτημα. Οι δυο τους έζησαν μαζί, εκεί στο δάσος και φρόντισαν πια να κρατήσουν την σχέση τους μακριά από τον ανόητο κόσμο, που δεν μπορούσε να καταλάβει».
Η «Γριά Κοκκίνω» έσκυψε και ακούμπησε το μέτωπο της στο δικό του. Αυτό ήταν η αγαπημένη τους κίνηση. Έτσι έδειχναν πάντα τον αλληλοσεβασμό τους. «Το μικρό κορίτσι», συνέχισε κοιτώντας τον στα μάτια, «αγάπησε πολύ τον λύκο της και δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει έναν καλύτερο φίλο. Αντίο γλυκέ μου. Το ξέρω πως φεύγεις. Σ’ αγαπώ», είπε και συνέχισε να τον χαϊδεύει παρόλο που δεν μπορούσε πια να αισθανθεί την αναπνοή του.