ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ
Η Ηώ Αυγέρη είναι μια νέα συγγραφέας που ακολουθεί αβίαστα τα μονοπάτια της επιτυχίας μέσα από την εμπνευσμένη δημιουργική της πένα.
Για το βιβλίο της «Κι όμως», εξομολογείται ότι έχει καταθέσει το «πιστεύω» της, μέσα σε πεντακόσιες σελίδες.
ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ: Πότε αποφάσισες να ασχοληθείς με τη συγγραφή βιβλίων; Υπήρξε κάτι που σου έδωσε το έναυσμα;
ΗΩ ΑΥΓΕΡΗ: Δεν κατατάσσω τη συγγραφή στην κατηγορία εκείνων των αποφάσεων που καλείται κάποιος να πάρει μετά από ώριμη σκέψη. Η συγγραφή δεν είναι επάγγελμα που το διαλέγεις, είναι εξομολόγηση που σε επιλέγει όταν είσαι έτοιμος να την καταθέσεις. Καρδιά, πνεύμα και φαντασία βρίσκονται σε συνεργασία και εσύ μεταμορφώνεσαι σε ένα εκτελεστικό όργανο. Ξεκινάς να γράφεις για όλα τα μαγικά «επειδή» που γίνονται αιτίες. Επειδή η μουσική. Επειδή η μελαγχολία. Επειδή η αγάπη. Επειδή η φωτογραφία. Επειδή η βροχή. Επειδή εγώ. Επειδή εσύ. Επειδή όσα έχουμε βιώσει στη ζωή. Και μετά, τα «επειδή» δίνουν ραντεβού την κατάλληλη στιγμή και ξεσκεπάζουν όσα έκρυβες στην ψυχή σου. Κάπως έτσι συνέβη και με εμένα, τυχαία ένα απόγευμα πριν από δύο χρόνια, μη επιδιώκοντας τίποτα περισσότερο από την γραπτή έκφραση όσον ξεπηδούσαν πηγαία από μέσα μου, άρχισα να γράφω. Άλλωστε πάντα πίστευα ότι εμείς οι άνθρωποι είμαστε χάρτες ανεκτίμητων θησαυρών. Αν όμως δεν δοκιμάσουμε και δεν ριχτούμε στο κυνήγι, τότε δεν θα ανακαλύψουμε ποτέ όσα κρύβουμε.
Μ.Γ.: Τι είναι για σένα η συγγραφή;
Η.Α.: Λόγω της προηγούμενης απάντησής μου, σε αυτήν θα επιλέξω τα λόγια του Ρεντ Σμιθ που με βρίσκουν σύμφωνη: «Το γράψιμο δεν είναι και τόσο δύσκολο πράγμα. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να καθίσεις μπροστά από μία γραφομηχανή και να ανοίξεις μία από τις φλέβες σου»
Μ.Γ.: Με την ανάγνωση βιβλίων, ποια είναι η σχέση σου;
Η.Α.: Με την ανάγνωση έχω μια ιδιαίτερη σχέση, ουσιαστική. Δεν κάνω σχεδόν ποτέ παρέα μαζί της για να χαλαρώσω, αλλά για να διδαχθώ. Η μουσική με χαλαρώνει κι η ανάγνωση με μαθαίνει. Δεν ανήκω στην κατηγορία εκείνων που διαβάζουν το ένα βιβλίο μετά το άλλο και μάλιστα σε μικρό χρονικό διάστημα. Έχω ανάγκη να μελετώ μια ιστορία, να σταματώ στο τέλος των κεφαλαίων και να σκέφτομαι. Μου είναι απαραίτητο να κρατώ σημειώσεις, να ψάχνω τις ερμηνείες και να ανακαλύπτω τα μηνύματα. Κι έπειτα, όταν το τελειώσω του δίνω χρόνο μέσα μου. Η βιβλιοφαγία με βρίσκει αντίθετη, γιατί αδικεί συχνά τα έργα και προσωπικά δεν επιλέγω αυτή τη σχέση καθώς ό,τι δημιουργείται με κόπο θέλω να του δείχνω τον σεβασμό που του πρέπει.
Μ.Γ.: Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο σου με τίτλο «Κι όμως». Τι κρύβεται πίσω από αυτές τις δυο λέξεις;
Η.Α.: Για μένα, οι μικρές λέξεις είναι πολύτιμες. Κρύβουν δύναμη και μπορούν τόσο να χτίσουν έναν ολόκληρο κόσμο όσο και να τον γκρεμίσουν. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πόσο σημαντικές είναι στη ζωή λέξεις όπως το «ναι» ή το «όχι». Για να τις ξεστομίσει κάποιος ως απάντηση, θα πρέπει πρώτα να τις σκεφτεί καλά. Έτσι και ο τίτλος του βιβλίου μου. Πάντα θεωρούσα ότι αυτή η έκφραση αντιπροσωπεύει την αισιόδοξη πλευρά των πραγμάτων. Μπορεί κανείς να έχει δεύτερες ευκαιρίες; Κι όμως, μπορεί! Αξίζει κάποιος να αγαπηθεί; Κι όμως, αξίζει! Γίνεται οι άνθρωποι να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους; Κι όμως, γίνεται! Αν λοιπόν καταφέρει κάποιος να δει με τέτοια ματιά αυτές τις δύο λέξεις, τότε ίσως να βρει θετικές απαντήσεις στα δικά του ερωτήματα για τη ζωή.
Μ.Γ.: Υπάρχουν κρυμμένες αλήθειες στο βιβλίο σου, ή πρόκειται εξ ολοκλήρου για μυθοπλασία;
Η.Α.: Αν η ερώτηση αναφέρεται στα γεγονότα που διαδραματίζονται, η απάντηση είναι ότι πρόκειται για μυθοπλασία. Αντίθετα, το βιβλίο κρύβει όλα εκείνα που, μεγαλώνοντας, κέρδισαν την πίστη μου. Κρύβει τις δικές μου βαθιές αλήθειες, αλλά και τις ελπίδες μου. Κρύβει κομμάτια του εαυτού μου.
Μ.Γ.: Στις πεντακόσιες σελίδες του βιβλίου σου ξεδιπλώνεις μια κατ’ εξοχήν ερωτική ιστορία. Ποια ήταν η κύρια πηγή έμπνευσης;
Η.Α.: Η αλήθεια είναι πως αιφνιδιάζομαι˙ όχι τόσο με την ερώτηση όσο με τον χαρακτηρισμό «κατ’εξοχήν ερωτική ιστορία». Όταν έβαλα τη λέξη «τέλος» ήμουν βέβαιη πως είχα ολοκληρώσει μια ιστορία αγάπης δίνοντας τη μέγιστη προσοχή στις προσωπικές στιγμές των ηρώων μου, ξετυλίγοντας αξιοπρεπώς άπλετο συναίσθημα που το θεωρώ πολύ σπουδαίο. Παρόλ’ αυτά σε αυτές τις πεντακόσιες σελίδες ο αναγνώστης μπορεί να βρει αξίες όπως η φιλία, η ευγνωμοσύνη, η καλοσύνη, το θάρρος, ο σεβασμός και η εκτίμηση. Μηνύματα που πρωταγωνιστούν και πηγάζουν από την καθαρή αγάπη. Αυτή ακριβώς είναι που με εμπνέει. Αυτή ακριβώς με καθοδηγεί και θέλω να την σπέρνω στις καρδιές διαφορετικών ανθρώπων. Να ταιριάζω τα αταίριαστα και να επιμένω ότι μπορεί να γίνει η αιτία πολλών θαυμάτων. Έχει άλλωστε αποδείξει πως δεν είναι ρατσίστρια. Δεν ξεχωρίζει κανέναν σύμφωνα με την κοινωνική του θέση, τη μόρφωση, την εμφάνιση, τη θρησκεία ή την εθνικότητα. Αξίζει σε όλους, μηδενός εξαιρουμένου.
Μ.Γ.: Η ηρωίδα σου, Ρόουζ, είναι μια νεαρή κοπέλα που συνδέεται ερωτικά με έναν ώριμο άντρα. Τι είδους σχέση αναπτύσσεται ανάμεσά τους;
Η.Α.: Για την ακρίβεια, η ηρωίδα μου είναι μια εικοσάχρονη κοπέλα που εκπροσωπεί τη μία πλευρά της ζωής και ερωτεύεται τον ήρωά μου δείχνοντάς του ότι η ευτυχία βρίσκεται στην απέναντι μεριά της απελπισίας. Αν δεν ασχοληθούμε με τους αριθμούς, αυτό που στο τέλος θα μείνει είναι μια δυνατή σχέση αγάπης που γίνεται το φωτεινότερο αστέρι μέσα στο βαθύ σκοτάδι.
Μ.Γ.: Οι νύχτες της Ρόουζ και του Σκάι είναι πλημμυρισμένες από έρωτα και οι μέρες τους ξεχειλίζουν από ζήλεια και καβγάδες. Γιατί δεν μπορούν να ισορροπήσουν συναισθηματικά;
Η.Α.: Στον Οθέλο, ο Σαίξπηρ είχε γράψει πως οι ζηλότυπες ψυχές δεν παίρνουν από λόγια. Ποτέ δεν νιώθουν ζήλια για συγκεκριμένη αιτία… απλώς ζηλεύουν για να ζηλεύουν. Η ιστορία του «Κι Όμως» δεν ανήκει σε αυτό το είδος ζήλιας αφού μιλά ξεκάθαρα για αγάπη κι έρωτα. Ως άνθρωπος έχω μάθει από τη ζωή να ξεπερνώ τους ύφαλους της συνηθισμένης οπτικής και να ερμηνεύω τα πράγματα λαμβάνοντας υπόψη την καρδιά αλλά και τον νου. Στα δικά μου μάτια, λοιπόν, όποιος μπλεχτεί στα δίχτυα του έρωτα, αποδεδειγμένα, θα βιώσει την παραγωγή διαφόρων συναισθημάτων μερικά εκ των οποίων είναι η χαρά, η λύπη, ο ενθουσιασμός, ο θυμός αλλά ακόμα κι η ζήλια. Αυτό δεν μοιάζει καθόλου με συναισθηματική ισορροπία. Αντιθέτως, είναι εντελώς μια συναισθηματική εμπειρία και μάλιστα η καλύτερη μακράν. Το πιο σημαντικό όμως απ’ όλα, που με λυπεί ιδιαιτέρως στην εποχή μας, είναι πως τα ζευγάρια ξεχειλίζουν από ζήλια και καβγάδες όχι μόνο τις μέρες αλλά και τις νύχτες. Κι όμως, οι δικοί μου ήρωες γνωρίζουν ακριβώς τι τους ενώνει. Έτσι, το νιώθουν και το ζουν σε όλο του το μεγαλείο, γιατί οι δυνατοί άνεμοι δεν σβήνουν τις φωτιές, μα τις φουντώνουν.
Μ.Γ.: Σε όλο σχεδόν το βιβλίο αποκαλείς τη Ρόουζ «η μικρή». Τι ήθελες να τονίσεις;
Η.Α.: Ο χαρακτηρισμός «μικρή» στο κείμενό μου θα μπορούσε να έχει πολλές ερμηνείες. Ο αναγνώστης είναι ελεύθερος να διαλέξει ή να κατανοήσει τη δική του. Αρχικά θα πω ότι η Ρόουζ – σε σύγκριση με όλους όσους περιτριγυρίζεται – είναι πράγματι μικρή. Το κυριότερο για εμένα όμως είναι πως σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να αφήσω τον αναγνώστη να ξεχάσει ότι, παρά τα χρόνια της, γνώριζε πώς να τραβήξει τις κουρτίνες όλων και να τους ανοίξει τα παράθυρα. Αυτή «η μικρή», σε αντίθεση με έναν «μεγάλο», ήξερε τη διαφορά ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι.
Μ.Γ.: «Έτσι ήταν η Ρόουζ, δεν κατηγορούσε κανέναν για ό,τι της συνέβαινε, παρά μόνο τον ίδιο της τον εαυτό» γράφεις σε ένα σημείο. Το έκανε από ενοχή, ανασφάλεια ή δεν είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό της;
Η.Α.: Για κανέναν από τους τρεις λόγους. Η Ρόουζ είναι ένα ισχυρό θηλυκό με μια φιλοσοφία ζωής που προσωπικά θα χαιρόμουν να την κατανοούσαμε αλλά και να την υιοθετούσαμε όλοι μας. Μέσα από εμένα λοιπόν πιστεύει ότι όλα είναι δικές μας αποκλειστικές επιλογές. Συνηθίζουμε οι άνθρωποι να ψάχνουμε ένα σωρό ανούσιες αιτίες για τα κακώς κείμενα της ζωής μας. Κατηγορούμε την τύχη μας που δεν βρίσκουμε τον κατάλληλο σύντροφο ενώ βλέπουμε περισσότερο τα ελαττώματα στους άλλους. Κατηγορούμε τη χώρα που δεν έχουμε μια καλύτερη δουλειά και πιστεύουμε ότι αυτή οφείλει να μας ψάξει. Κατηγορούμε τον απέναντι που μας προσβάλει αφού πρώτα του ανοίξαμε την πόρτα δίνοντάς του το ελεύθερο. Κατηγορούμε τον δίπλα που μας στριμώχνει αλλά δεν αλλάζουμε θέση. Κατηγορούμε τα άστρα για την κακή μας διάθεση κι όλη μέρα γκρινιάζουμε για τον ανάδρομο Ερμή που θρονιάστηκε στο ζώδιό μας. Κατηγορούμε τον κόσμο για τη μοναξιά μας παρά το γεγονός ότι η επικοινωνία μας πλέον έχει καταντήσει απρόσωπη και βολεμένη σε μαύρα πληκτρολόγια κι οθόνες. Απλώς έχουμε μάθει πιο εύκολα να κατηγορούμε τα πάντα παρά να σκεφτόμαστε πως όταν ένας τρόπος δεν λειτουργεί για εμάς όπως επιθυμούμε δεν έχουμε παρά να τον αλλάξουμε. Γιατί το πώς μας συμπεριφέρεται η ζωή είναι καθαρά αποτέλεσμα της δικής μας συμπεριφοράς. Έτσι, η Ρόουζ δεν αναλαμβάνει μόνο την ευθύνη όσων της συμβαίνουν αλλά και τον έλεγχο της τύχης της. Κι αυτό μπορεί να το καταφέρει μόνο κάποιος που αγαπά πραγματικά τον εαυτό του.
Μ.Γ.: Η ερωτική ιστορία που περιγράφεις και με τις ενδιάμεσες μικρές αναφορές σε άλλα γεγονότα, για παράδειγμα το γεγονός με τον Στηβ (που πάλι καθορίζουν τη σχέση), θα μπορούσε να είναι κινηματογραφικό σενάριο. Σκέφτηκες να το μετατρέψεις σε κινηματογραφικό σενάριο;
Η.Α.: Το σενάριο μπορεί να έχει τους ίδιους κανόνες αφήγησης μα δεν είναι λογοτεχνία, αλλά η απλή περιγραφή μιας ιστορίας. Δίνοντάς μου όμως την ευκαιρία, θα πω ότι ασπάζομαι το γνωστό σε όλους «έκαστος εφ’ ω ετάχθη» και αρκούμσι προς το παρόν σε αυτό που κάνω. Το μέλλον βέβαια είναι πάντα ελπιδοφόρο μα παραμένει άγνωστο -κι εγώ φροντίζω να βάζω έναν στόχο τη φορά. Ίδωμεν λοιπόν.
Μ.Γ.: Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ρωτάς: «μπορεί η ζωή να έχει δύο πλευρές;». Εσύ τι πιστεύεις;
H.A.: Προσωπικά θεωρώ ότι έχω καταθέσει το – πιστεύω – μου μέσα στις πεντακόσιες αυτές σελίδες. Φυσικά και η ζωή έχει δύο πλευρές. Όλα τα πράγματα γύρω μας έχουν δύο πλευρές και εμείς καλούμαστε να διαλέξουμε… θα είναι αυτή προς το φως; Ή θα συμβιβαστούμε με εκείνη πίσω απ’ αυτό; Θα τη δούμε με τα μάτια της Ρόουζ; Ή προτιμάμε το σκαιό πρόσωπο του Σκάι; Κι όμως, μπορεί η ζωή να έχει δύο πλευρές γιατί αν και κάποιες φορές είναι σκληρή, στο τέλος μάς δείχνει το δίκαιο πρόσωπό της, δίνοντας την ευκαιρία σε όλους μας να επιλέξουμε τον δρόμο που μας αξίζει.
Μ.Γ.: Αφού σε ευχαριστήσω και σου ευχηθώ καλοτάξιδο το βιβλίο σου, θα σου ζητήσω να κλείσεις τη συνέντευξη με μια αγαπημένη σου φράση μέσα από το βιβλίο.
Η.Α.: Νομίζω ότι η αγαπημένη μου φράση δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από εκείνη που η Ρόουζ επέλεξε να αποτυπώσει ανεξίτηλα στο σώμα της.
«Ο ουρανός που έχω ονειρευτεί… ο ουρανός μου»… ευχόμενη σε όλους να βρουν κάποια στιγμή τον δικό τους.
Σε ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συνέντευξη με τις άκρως στοχευμένες και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες ερωτήσεις.
*Το βιβλίο «Κι όμως» της Ηώ Αυγέρη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Maradel Books
Βιογραφικό
Γεννημένη 13 Ιανουαρίου του 1977, έγγαμη και κάτοικος Αθηνών. Έχει σπουδάσει Υπεύθυνος Εμπορίας Διαφήμισης και Προώθησης προϊόντων ενώ παρακολουθεί σεμινάρια στο Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών με θέμα την δημιουργική γραφή και την ολοκλήρωση δημιουργικού έργου. Αρθρογραφεί στους Θεματοφύλακες Λόγω Τεχνών και εκτός από το αντικείμενο της ειδικότητάς της έχει ασχοληθεί με το εμπόριο, τις γραφικές τέχνες, την επεξεργασία εικόνας, τη ζωγραφική αλλά και την κατασκευή κοσμημάτων. Η συγγραφή ήρθε στη ζωή της εντελώς ξαφνικά κλέβοντας την καρδιά της αλλά και μια μόνιμη θέση στην καθημερινότητά της πλέον. Κάποιες από τις ιστορίες της μπορεί κανείς να τις διαβάσει στη γνωστή σε όλους εφαρμογή wattpad αλλά και στο προσωπικό της blog. Το έργο της «ΚΙ ΟΜΩΣ» είναι η πρώτη δουλειά σε έντυπη μορφή και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Maradel books. Μια ιστορία αγάπης που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 2015 σε παγκόσμια εφαρμογή γραφής και ανάγνωσης κερδίζοντας το διαγωνισμό της συγκεκριμένης χρονιάς στην κατηγορία «ρομαντικό μυθιστόρημα». Η σχέση της με την ανάγνωση είναι μια πράξη ερμηνείας που οφείλει να παίρνει στα σοβαρά. Ένα βιβλίο έχει εποχή, κατάλληλη στιγμή και ανάλογη ψυχική διάθεση γι’ αυτό θεωρεί πως η βιβλιοφαγία πολλές φορές αποδεικνύεται άδικη για κάποια έργα. Σε μεγάλη ηλικία ξεκίνησε να διαβάζει βιβλία ψυχολογίας σε μια προσπάθεια να γνωρίσει τον εαυτό της αλλά και να κατανοήσει τους ανθρώπους. Αγαπά τη δημιουργία που ζωντανεύει μέσα από στάχτες και στα κοσμήματα που φτιάχνει χρησιμοποιεί υλικά που οι περισσότεροι θεωρούν ασήμαντα. Δεν αγαπά τα φαινόμενα τυφλότητας της εποχής και την αγένεια. Ο κινηματογράφος, το θέατρο και τα ταξίδια είναι η μεγάλη της αδυναμία.