ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΙΛΙΑΝ ΜΠΙΚΕ

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα τόπο μαγικό, παντρεύτηκαν ο Φασαριούλης και η Μελωδιούλα, που ήταν δύο ερωτευμένα ξυπνητήρια. Στο γάμο τους έγινε μεγάλος σαματάς. Όλοι οι φίλοι τους, χτυπούσαν δυνατά από τη χαρά τους και τους εύχονταν «να ζήσουν» και «να κάνουν πολλά παιδιά»…

Μετά από ένα χρόνο μεγάλης αγάπης, απέκτησαν ένα παιδάκι, τον Πειραχτηρούλη. Ο Πειραχτηρούλης ήταν πολύ μεγάλο πειραχτήρι, όπως το λέει και τ’ όνομά του. Του άρεσε να τους πειράζει όλους και να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Δεν του άρεσαν τα πρέπει και οι υποχρεώσεις. Ήθελε να κάνει πάντα ό,τι του κατέβαινε στο κεφάλι. Έτσι, όταν μεγάλωσε λίγο και πήγε στο σχολείο, δεν ήθελε να ξυπνάει το πρωί, ούτε να γράφει διαγωνίσματα.

Και αντί όπως όλα τα παιδιά να πηγαίνει στην ώρα του στο σχολείο, εκείνος άλλαζε την ώρα σε όλα τα ξυπνητήρια στο σπίτι, δηλαδή της μαμάς του, του μπαμπά του και του εαυτό του και κοιμόταν παραπάνω. Όταν τον ρωτούσαν τι ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει, εκείνος απαντούσε: «εγώ θα γίνω ξεξυπνητήρι, θα ξε-ρυθμίζω όλα τα ξυπνητήρια για να μην χτυπούν το πρωί και ξυπνούν τους ανθρώπους. Κι έτσι θα κοιμούνται όσο θέλουν και θα είναι πιο χαρούμενοι»!

Μια μέρα όμως η δασκάλα του επισκέφτηκε τους γονείς του και τους είπε όλα τα κατορθώματά του: «ο γιος σας έρχεται πάντα καθυστερημένος στο σχολείο, πειράζει τα άλλα παιδιά στο μάθημα, κάνει φασαρία χτυπώντας όποτε θέλει και όταν έχουμε διαγώνισμα, το σκάει από το μάθημα λέγοντας μια δικαιολογία». Οι γονείς του δεν πίστευαν στα αυτιά τους. Ήξεραν ότι το παιδί τους ήταν λίγο ζωηρό, αλλά δεν μπορούσαν να φανταστούν τις σκανδαλιές που έκανε. Από την επόμενη κιόλας μέρα άρχισαν να τον παρακολουθούν στενά, πρόσεχαν πολύ να μην τους αλλάξει την ώρα που ξυπνούσαν και τον έλεγχαν καθημερινά στα μαθήματά του.

Ο Πειραχτηρούλης ένιωθε πολύ πιεσμένος που δεν μπορούσε να κάνει τις ζαβολιές του και που έπρεπε να ξυπνάει νωρίς το πρωί. Έτσι κάθισε και σκέφτηκε πώς θα μπορούσε να σωθεί. Σκέφτηκε, σκέφτηκε και τότε του ήρθε μια τρομερή ιδέα! «Θα πάω να αλλάξω το ξυπνητήρι της δασκάλας. Έτσι θα καθυστερεί να έρχεται στο μάθημα και θα μπορώ να κοιμάμαι περισσότερο το πρωί»…

Μια και δυο την άλλη μέρα, παρακολουθεί τη δασκάλα του όταν φεύγει από το σχολείο, κρύβεται πίσω από ένα πυκνό θάμνο στον κήπο της και περιμένει μέχρι να κοιμηθεί για τον μεσημεριανό της ύπνο. Μόλις εκείνη άρχισε να ροχαλίζει, μπαίνει από το ανοιχτό παράθυρο, πηγαίνει στο κομοδίνο της, αλλάζει την ώρα στο ξυπνητήρι της και φεύγει χαρούμενος για τη σκανδαλιά του. Επί μία βδομάδα η δασκάλα πήγαινε καθυστερημένη στο σχολείο και έβρισκε τα παιδιά να παίζουν, να γελούν και να κάνουν φασαρία. Πρώτη φορά της συνέβαινε κάτι τέτοιο!

Μόλις εκείνη άρχισε να ροχαλίζει, μπαίνει από το ανοιχτό παράθυρο, πηγαίνει στο κομοδίνο της, αλλάζει την ώρα στο ξυπνητήρι της και φεύγει χαρούμενος για τη σκανδαλιά του

Παρατήρησε όμως ότι ενώ όλα τα παιδιά ήταν στο σχολείο όταν έφθανε, ο Πειραχτηρούλης έφθανε τελευταίος, φρέσκος και χαμογελαστός. Κι έτσι κάτι υποψιάστηκε… Όταν επέστρεψε στο σπίτι της εκείνη τη μέρα, έλεγξε το ξυπνητήρι της και είδε ότι κάποιος είχε αλλάξει την ώρα. Κατάλαβε ότι ο Πειραχτηρούλης είχε βάλει το χέρι του και αποφάσισε να του δώσει ένα μάθημα.

Την άλλη μέρα, όταν έφθασε στο σχολείο καθυστερημένος, είδε όλα τα παιδιά να είναι στην τάξη και μόλις πήγε να ανοίξει την πόρτα για να μπει η δασκάλα, του είπε «Πειραχτηρούλη, είναι αργά, σε λίγο τελειώνουμε το μάθημα για σήμερα. Δεν πειράζει, γύρισε στο σπίτι σου και τα λέμε αύριο». Ο Πειραχτηρούλης καταχάρηκε που θα γλίτωνε το σχολείο και επέστρεψε στο σπίτι του χοροπηδώντας.

Την επόμενη μέρα έγινε πάλι το ίδιο και την τρίτη και την τέταρτη μέρα και την πέμπτη μέρα. Ο Πειραχτηρούλης δεν ήταν καθόλου χαρούμενος πια, γιατί αισθανόταν μόνος του, δεν μπορούσε να δει τους φίλους του και ούτε να συμμετέχει στο μάθημα, που τώρα είχε γίνει η μεγαλύτερη απόλαυση γι’ αυτόν. Κατάλαβε ότι η δασκάλα είχε ανακαλύψει τη σκανταλιά του κι έτσι την επόμενη μέρα περίμενε να τελειώσει το μάθημα και πήγε και την βρήκε.

«Κυρία, σας παρακαλώ, συγχωρήστε με για την ανοησία μου. Άλλαξα την ώρα στο ξυπνητήρι σας γιατί ήθελα να κερδίσω λίγο ύπνο το πρωί, αλλά έχασα τους φίλους μου, το μάθημά μου και την καθημερινότητα που μοιράζομαι με όλα τα παιδιά και τώρα είμαι δυστυχισμένος. Σας ζητώ συγνώμη και σας παρακαλώ να με ξαναδεχτείτε στο αγαπημένο μου σχολείο». «Εντάξει Πειραχτηρούλη, σε δέχομαι γιατί μετάνιωσες, αλλά από δω και πέρα θα μου υποσχεθείς ότι θα λειτουργείς σαν ξυπνητήρι και όχι σαν… ξεξυπνητήρι», είπε η δασκάλα.

«Σύμφωνοι;»

«Σύμφωνοι κυρία!»

Ο Πειραχτηρούλης συμμορφώθηκε, έγινε καλός μαθητής και όταν μεγάλωσε βρήκε δουλειά στο μεγάλο κτίριο του Δημαρχείου, όπου χτύπαγε κάθε ώρα με μια όμορφη μελωδία, και έκανε τους γονείς του περήφανους και όλους τους ανθρώπους που τον άκουγαν χαρούμενους.

Books and Style

Books and Style