ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΤΣΙΑΤΑ
Μια φορά κι έναν καιρό…
… ήταν ένα μικρό αστεράκι που το έλεγαν Στέλλα. Μόλις ο ήλιος έσβηνε το φως του, εκείνη έβγαινε στον ουρανό και άρχιζε τις νυχτερινές βόλτες της. Περιπλανιόταν μόνη της ανάμεσα σε άλλα πιο μεγάλα και φωτεινά αστέρια και βαριόταν.
«Μα, είναι ζωή αυτή;» αναρωτήθηκε ένα βράδυ. «Κάθε νύχτα βλέπω τους ίδιους και τους ίδιους. Κανένας δεν με κάνει παρέα γιατί είμαι πολύ μικρή και το φως μου δεν είναι δυνατό και λαμπερό».
«Ε, κάνε στην άκρη, θα σε σκοτώσω», άκουσε μια φωνή. Μόλις που πρόλαβε και παραμέρισε για να περάσει δίπλα της ένας μεγάλος φωτεινός κομήτης που η ουρά του τη ζέστανε για λίγο. Έκανε τόσο κρύο που η πρόσκαιρη ζεστασιά τής άρεσε.
«Δεν μπορεί να είμαι τόσο ασήμαντη», αναρωτιότανε καθώς γλίστρησε πάνω στην άσπρη σκόνη ενός γαλαξία.
Και τότε, πολύ αχνά, άκουσε μια ψιθυριστή φωνή να φτάνει στα αυτιά της.
«… πέντε … έξι … εφτά … οκτώ …».
«Τι ήταν πάλι αυτό;» Γύρισε από δω… τίποτα. Γύρισε από κει… ξανά τίποτα. Και η φωνή συνέχιζε: «… δώδεκα … δεκατρία … δεκατέσσερα …». Έσκυψε, και τι να δει; Εκεί, σε μια γωνιά ενός γαλάζιου πλανήτη, ένα αγοράκι καθόταν στο παράθυρό του και μέτραγε τα αστέρια.
«Τι παράξενο κι αυτό! Μα, μπορούσε να μετρήσει όλα αυτά τα εκατομμύρια αστέρια που υπήρχαν; Μμμ… μάλλον θα μετράει μόνο αυτά που βλέπει», σκέφτηκε και αμέσως αναρωτήθηκε. «Εμένα, άραγε, με βλέπει;». Ναι, ήταν ασήμαντη ανάμεσα στα άλλα αστέρια, αλλά αν την έβλεπε το αγοράκι, αν την έβαζε και αυτήν μέσα στα άλλα που μετρούσε;
Δεν το σκέφτηκε περισσότερο. Πήρε αμέσως την απόφασή της. Θα πλησίαζε σ’ αυτόν τον πλανήτη, θα στεκόταν πάνω από το αγοράκι και θα έκανε τα πάντα για να την προσέξει.
Έβαλε λοιπόν τα δυνατά της και με μεγάλη ταχύτητα έφτασε πάνω από το παράθυρο του μικρού αγοριού. Κρεμάστηκε από το κλαδί ενός δέντρου προσπαθώντας να πάρει μια ανάσα από το γρήγορο ταξίδι της, όταν άκουσε το αγοράκι να της μιλάει.
«Ει, τι κάνεις εσύ εδώ;», την ρώτησε κι ένα κύμα χαράς γέμισε την καρδιά της που επιτέλους κάποιος την είδε.
«Σε άκουσα να μετράς τ’ αστέρια. Ήρθα λοιπόν κοντά για να με δεις και να μετρήσεις κι εμένα», απάντησε η Στέλλα λαχανιασμένη.
Το αγοράκι της χαμογέλασε.
«Σε ευχαριστώ που έκανες όλο αυτό το δρόμο για να έρθεις, αλλά εγώ μετράω τα αστέρια γιατί βαριέμαι. Τα αστέρια είναι τόσο πολλά, που όλη μου τη ζωή να κάθομαι και να τα μετράω, δεν θα τελειώσω ποτέ».
Η Στέλλα αναστέναξε. «Ώστε κι εσύ βαριέσαι; Κι εγώ εκεί πάνω κάθε βράδυ είμαι μόνη μου και προσπαθώ να βρίσκω κάτι για να περνά η ώρα μου», είπε και προσπαθώντας να βολευτεί καλύτερα πάνω στο κλαδί, σκόρπισε λίγο από το φως της στα γύρω φύλλα.
«Πως σε λένε;», ρώτησε το αγοράκι, «εμένα με λένε Στέλλα».
«Με λένε Φώτη. Κάθομαι εδώ κάθε βράδυ και μετράω τα αστέρια μέχρι να δω κάποιο αστέρι να πέφτει για να κάνω μια ευχή. Λένε πως αν κάνεις μια ευχή την ώρα που ένα αστέρι πέφτει, αυτή θα βγει αληθινή. Όμως δεν βλέπω κανένα. Είναι όλα εκεί, κρεμασμένα κάθε βράδυ στην ίδια θέση και δεν κινούνται».
Η Στέλλα σκέφτηκε λίγο και μετά με μια θεαματική κίνηση πήδηξε στο κενό και έπεσε στο χώμα. Γύρισε και κοίταξε τον Φώτη αλλά αυτός είχε τα μάτια ψηλά, στον ουρανό. Σκαρφάλωσε σε ένα πιο ψιλό κλαδί και πήδηξε ξανά στο χώμα. Ούτε αυτή τη φορά ο Φώτης της έδωσε σημασία.
Πήδηξε ξανά, αλλά τίποτα!
Η Στέλλα σκαρφάλωσε στο περβάζι του παραθύρου, κάθισε δίπλα του και τον σκούντηξε με δύναμη. «Μα καλά, τόση ώρα πέφτω και ξαναπέφτω από το δέντρο για να κάνεις μια ευχή κι εσύ ούτε που με βλέπεις», του είπε και το φως της από χρυσοκίτρινο έγινε κατακόκκινο από τα νεύρα της. «Μάλλον δεν ξέρεις τι θέλεις».
Ο Φώτης γύρισε και την κοίταξε λυπημένος. «Σε βλέπω, και όπως πας θα γεμίσεις μελανιές. Καλύτερα να με αφήσεις και να ανέβεις πάλι στον ουρανό σου. Σάμπως και να κάνω ευχές, θα πραγματοποιηθούν;».
Η Στέλλα ακούμπησε το κεφάλι της στα δυο της χέρια σκεφτική, καθισμένη δίπλα στον Φώτη κοιτάζοντας τον φωτεινό ουρανό.
Μετά από λίγο, αναπήδησε.
«Ξέρεις Φώτη, κι εγώ κάθε βράδυ έκανα βόλτες μόνη μου εκεί πάνω και ευχόμουνα να γίνει κάτι διαφορετικό για να περνάω όμορφα. Το ευχήθηκα μια, το ευχήθηκα δυο και να που απόψε σε άκουσα και κατέβηκα μέχρι εδώ. Δεν το είχα κάνει ποτέ ξανά και μου αρέσει, γιατί βλέπω και ακούω καινούργια πράγματα. Άρα οι ευχές βγαίνουν αληθινές».
Άπλωσε το φωτεινό της χέρι και έπιασε το δικό του. «Τι λες, δοκιμάζουμε να δούμε αν θα βγει μια ευχή που θα κάνεις;».
Ο Φώτης γύρισε και την κοίταξε με απορία. Και η Στέλλα συνέχισε τώρα με μεγαλύτερη αισιοδοξία.
«Έλα λοιπόν, δοκίμασε. Πώς μπορείς να ξέρεις ότι κάτι γίνεται ή δεν γίνεται αν δεν προσπαθήσεις να το κάνεις; Ελα… κλείσε τα μάτια και κάνε μια ευχή. Κλείσε τα μάτια και σκέψου ότι ζεις πραγματικά αυτό που επιθυμείς».
Ο Φώτης έκλεισε τα μάτια διστακτικά και ψιθύρισε: «θέλω να πετάξω πάνω από τον κήπο μας».
Η Στέλλα τον τράβηξε από το χέρι και γλίστρησαν και οι δύο έξω από το παράθυρο, κάνοντας κύκλους γύρω από το σπίτι, πάνω από τα δέντρα και τους θάμνους του κήπου.
«Μπορώ και πετάω!», φώναξε ο Φώτης όλο χαρά και άρχισε να γελάει. «Πετάω… πετάω…», έλεγε και ξανάλεγε, κρατώντας το χέρι της Στέλλας σφιχτά.
Ένας κόκορας ακούστηκε από μια μακρινή αυλή. – «Τι είναι αυτό που ακούστηκε;», ρώτησε η Στέλλα. – «Σε λίγο θα βγει ο ήλιος», είπε ο Φώτης. – «Πρέπει να βιαστούμε», είπε εκείνη και μ’ ένα γρήγορο πέταγμα έφτασαν στο παράθυρο. – «Πρέπει να γυρίσω πίσω», του είπε ταραγμένη. «Δεν πρέπει να δω τον ήλιο, αλλιώς θα χάσω το φως μου και δεν θα μπορώ να πετάω τη νύχτα στον ουρανό».
Άφησε το χέρι του Φώτη με λύπη και γύρισε να φύγει. «Σε ευχαριστώ για την ευχή που μου πραγματοποίησες», είπε ο Φώτης.
«Σε ευχαριστώ γιατί με έκανες να νιώσω σπουδαία», του είπε η Στέλλα.
Και μην ξεχνάς να κάνεις ευχές» είπε, πετώντας γρήγορα-γρήγορα προς τον ουρανό.