ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ
Αυτή είναι η ζωή που ονειρευτήκαμε, κυρίες και κύριοι της Ελληνικής Βουλής;
Μέσα στη δίνη όλων αυτών που τελευταία ταλανίζουν τη χώρα μας -σκοπιανό, τουρκικές προκλήσεις, σκάνδαλα- υπάρχουν και εκείνοι εκ των συμπολιτών μας, τους οποίους δεν αγγίζουν όλα αυτά. Και αυτό όχι γιατί αδιαφορούν, όχι γιατί είναι οι «αχρείοι» του Σόλωνα, αλλά για τον απλούστατο λόγο ότι έχουν θέσει ως άμεση προτεραιότητα την ίδια την επιβίωσή τους.
Είναι εκείνοι που στη μεγάλη τους πλειονότητα βρίσκονται κοντά στη δύση της ζωής τους: συνταξιούχοι αγρότες και κτηνοτρόφοι, ιδιωτικοί υπάλληλοι αλλά και συνταξιούχοι του δημοσίου.
Είναι οι σεβάσμιοι γέροντες και γερόντισσες των χωριών μας που βίωσαν τον πόλεμο, ένιωσαν στα πρόσωπά τους την ψυχρή ανάσα του θανάτου από μικρά παιδιά, με πατεράδες, αδέλφια, συγγενείς και συγχωριανούς να εκτελούνται μπροστά στα αθώα μάτια τους και από τον εχθρό αλλά και από το αδελφικό το χέρι σε εκείνον τον επαίσχυντο αδελφοσκοτωμό…
Γέροντες και γερόντισσες που βίωσαν τη φτώχεια που ακολούθησε και πάλεψαν και με το θεριό της με τα πολλά κεφάλια, σε μία διαρκή μάχη με ηττημένους, σχεδόν πάντα, τους ίδιους. Καλλιέργησαν τη γη, έδωσαν την ψυχή τους στην εκτροφή των ζώων τους και κράτησαν τον πρωτογενή τομέα ζωντανό με πείσμα και επιμονή, παρά τις εξευτελιστικές τιμές, την αδιαφορία και την αναλγησία σχεδόν όλων των κυβερνήσεων απέναντί τους, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Και έχοντας να παλέψουν με τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, τις ασθένειες τις δικές τους, των καλλιεργειών και των ζώων τους, την έλλειψη γνώσεων, υποδομών και σύγχρονων μέσων καλλιέργειας, πολλές φορές και πάλι ηττήθηκαν στην πάλη τους αυτή. Αλλά αυτήν την ήττα την αντιμετώπισαν με την αξιοπρέπεια και την περηφάνια που οι απλοί άνθρωποι του λαού μας μέσα τους φέρουν.
Και ύστερα ο πικρός ξενιτεμός, η μεγάλη πληγή του τόπου, αλλά και η ευκαιρία να δημιουργήσουν στο ξένο μέρος και να γυρίσουν πίσω οι περισσότεροι επιτέλους νικητές, για να συνεχίσουν με όνειρα τη ζωή τους και την ελπίδα να δουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους να δημιουργούν κι εκείνα με τη σειρά τους, σε ένα κράτος οργανωμένο, φίλο και συμπαραστάτη στο πλευρό τους.
Και σήμερα, σε μια ηλικία που της πρέπει η γαλήνη και η ηρεμία, αυτή η κερδισμένη μέσα από δύσκολες συνθήκες αξιοπρέπεια σέρνεται στο χώμα. Αιτία, ένα ιδιαίτερα εχθρικό κράτος που τους στέρησε και συνεχίζει να τους στερεί τη δυνατότητα να ζήσουν τα γεράματά τους, έχοντας τουλάχιστον τα απαραίτητα, πριν αποχαιρετήσουν αυτόν τον μάταιο κόσμο. Την αξιοπρεπή ανταμοιβή τους, γιατί είναι εκείνοι που δεν φορτώθηκαν στο κράτος ούτε κατασπατάλησαν το κρατικό χρήμα, αντιθέτως στηρίχτηκαν στις δικές τους δυνάμεις, πολέμησαν με τη φύση και τη γη και προσέφεραν τα προϊόντα τους σε τιμές που δεν σεβάστηκαν τον κόπο τους.
Η ζωή τους σήμερα με τη σύνταξη των 350-400 ευρώ τον μήνα, δεν χρειάζεται ειδικότερη ανάλυση. Είναι προφανές πόσο δύσκολη έως και απάνθρωπη είναι. Για να αντεπεξέλθουν, αναγκάζονται στην ηλικία των 70 και 80 ετών να συντηρούν ακόμη ζώα προς εξασφάλιση των γαλακτοκομικών προϊόντων τους, να φυτεύουν λαχανικά, να έχουν τις κοτούλες για τα αυγά τους. Η εικόνα μίας γυναίκας 75-85 ετών, η οποία ζει μόνη της σε ένα χωριό της χώρας μας, και αναγκάζεται να διανύει αποστάσεις, για να καταφέρει να φροντίσει τον κήπο ή τα ζωάκια της, δεν είναι εικόνα που τιμά τη χώρα και τους εκάστοτε κυβερνώντες της.Γέροντες και γερόντισσες που χρειάζονται τα φάρμακά τους και είδη πρώτης ανάγκης, υποχρεώνονται να μετακινηθούν από το χωριό τους προς το πλησιέστερο διοικητικό κέντρο, για να τα προμηθευτούν, χωρίς να έχουν και δικό τους μεταφορικό μέσο. Και τα αυτονόητα, όπως η θέρμανση, το ρεύμα, το απαραίτητο τηλέφωνο, έχουν μετατραπεί σε έναν πραγματικό βραχνά και εφιάλτη. Ούτε λόγος βέβαια για κάποιο δώρο για τα εγγονάκια τους. Όσοι δε έχουν την τύχη να έχουν παιδιά στην ξενιτιά, αναμένουν με την περηφάνια τους καταρρακωμένη, το υιϊκό ή θυγατρικό χαρτζιλίκι, με το οποίο είτε θα συμπληρώσουν το μηνιαίο τους εισόδημα και θα πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους είτε θα αγοράσουν τα απολύτως απαραίτητα είδη ένδυσης και υπόδησης.
Αυτονόητο είναι ότι και η ζωή των υπόλοιπων συνταξιούχων δεν βρίσκεται σε καλύτερη μοίρα. Και εκείνοι υποφέρουν, ζώντας με 600 ως 800 ευρώ, οι πιο τυχεροί, το μήνα, είτε σε δικά τους σπίτια στην επαρχία είτε σε νοικιασμένα. Τα χρήματα ελάχιστα, τα προβλήματα υγείας αυξημένα, δεν περισσεύει ούτε ένα ευρώ για μια σοκολάτα για τα εγγονάκια τους, ενώ οι ίδιοι ζουν υπό συνθήκες φτώχειας, με την αξιοπρέπειά τους επίσης καταρρακωμένη.
Και από την άλλη, τα νέα παιδιά μας. Δικά μας ή ξένα, όλα είναι παιδιά μας. Νέοι προσοντούχοι στην πλειονότητά τους που εισέρχονται στον στίβο της ζωής με πολλά όνειρα͘ με τα πτυχία και τις ξένες γλώσσες τους στις αποσκευές τους, μεταπτυχιακά, διδακτορικά, δεξιότητες στην τεχνολογία και την επικοινωνία, και επιστημονική κατάρτιση στο αντικείμενό τους ο καθένας, αναζητούν μέσα στον εργασιακό χώρο τις προοπτικές για την προσωπική τους ανάδειξη και προσφορά αλλά και την ανάπτυξη της ίδιας τους της χώρας. Επιδιώκουν να εργαστούν με αξιοπρεπείς αποδοχές, να δημιουργήσουν οικογένεια, να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους όχι με τα πολλά πλούτη, αλλά τουλάχιστον με τα αυτονόητα: θέρμανση, περίθαλψη, ένδυση, μόρφωση, φαγητό. Και απογοητευμένοι από την πραγματικότητα που δεν τους χαρίζεται, είτε μεταναστεύουν σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης, όπως και οι γονείς και οι παππούδες τους παλαιότερα έπραξαν, είτε, αρνούμενοι να εγκαταλείψουν τον τόπο και την πατρίδα τους, συνεχίζουν πεισματικά με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή, κάποιοι θα τους δικαιώσουν και η ζωή τους θα βελτιωθεί.
Το πώς μπορεί να επιβιώσει ένας νέος ή ένα νέο ζευγάρι με τους μισθούς των 600 ευρώ το μήνα, όλοι μπορούμε να το αντιληφθούμε. Πώς επιβιώνει -διότι περί επιβίωσης πρόκειται και όχι διαβίωσης- ένας ιδιωτικός υπάλληλος ή στο δημόσιο υπηρετών, με 400 έως 800 ευρώ το μήνα. Ένας νέος που ζει σε κάποια μεγάλη πόλη και πληρώνει ενοίκιο και προσπαθεί να έχει και μία αξιοπρεπή ζωή, ως αναπόσπαστο κομμάτι του κοινωνικού συνόλου, ανταποκρινόμενος και στις υποχρεώσεις του απέναντί του. Χρειάζεται το λιγότερο 300 ευρώ για το νοίκι, 50 για τηλέφωνο, 60 για ρεύμα, 200 για φαγητό, 100 για βενζίνη και τις μετακινήσεις του, ρούχα, παπούτσια, έναν καφέ ή ένα ποτό μ’ έναν φίλο, νομίζω έχουμε ήδη με τα απολύτως απαραίτητα ξεπεράσει κατά πολύ τις μηνιαίες αποδοχές του. Και φυσικά όλα αυτά, χωρίς να υπολογίσουμε δόσεις για την αγορά του αυτοκινήτου του -δύσκολο να το αγοράσει μετρητοίς, εκτός κι αν συνδράμουν οι γονείς του- και όλα όσα έρχονται στην καθημερινότητά μας, χωρίς να τα έχουμε προβλέψει.
Αυτή είναι η ζωή που ονειρευτήκαμε για εμάς, τους γονείς και τα παιδιά μας, κυρίες και κύριοι της ελληνικής Βουλής; Αυτό είναι το μέλλον που ετοιμάσαμε για τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας;
Και εάν και εσείς και τα παιδιά σας, αντιμετωπίζετε τα ίδια προβλήματα και διαβιώνετε κάτω από τις ίδιες συνθήκες σε μία κοινή προσπάθεια να βρούμε επιτέλους την διέξοδο από την κρίση που μας ταλανίζει, να το σεβαστούμε και όλοι μαζί να παλέψουμε και να στερηθούμε για να ανεβάσουμε και πάλι ετούτη την πολύτιμη Πατρίδα ψηλά.
Αν όμως η δική σας ζωή και των παιδιών σας ουδεμία σχέση έχει με αυτή που μόλις περιγράψαμε, τότε καλό θα ήταν να αναθεωρήσετε στάσεις και συμπεριφορές και να σκύψετε με πραγματική αγάπη και σεβασμό στα προβλήματα του λαού μας. Γιατί είναι λαός που του αξίζουν πολύ περισσότερα από αυτά που απολαμβάνουν λαοί σε άλλες χώρες οι οποίοι πολύ λιγότερα προσέφεραν στον πολιτισμό και την Ιστορία της ανθρωπότητας…