ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ
Η αγάπη της Χριστίνας Μανιά για τη λογοτεχνία, την οδήγησε να σπουδάσει στη Γαλλία και στη συνέχεια να εργαστεί σε εκδοτικούς οίκους. Το μικρόβιο της συγγραφής όμως δεν την άφηνε ήσυχη…
Έτσι, εμπνεύστηκε τα δικά της παιδικά βιβλία και το βιβλίο «Έρως» που «τον θεωρώ τον πιο ισχυρό θεό. Τον πρώτο που γεννήθηκε και τον τελευταίο που θα πεθάνει», τονίζει η ίδια.
ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ: Χριστίνα, έχεις σπουδάσει στη Γαλλία συγκριτική λογοτεχνία. Τι ακριβώς είναι η συγκριτική λογοτεχνία;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΑΝΙΑ: Συγκριτική λογοτεχνία είναι το κομμάτι της λογοτεχνίας το οποίο ασχολείται με τη σύγκριση μεταξύ κάποιων στοιχείων της λογοτεχνίας. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι η σύγκριση μεταξύ του έργου δύο συγγραφέων που υπηρετούσαν το ίδιο λογοτεχνικό ρεύμα (ας πούμε τον ρομαντισμό), αλλά ήταν από διαφορετικές χώρες. Η δική μου διατριβή ήταν η συγκριτική μελέτη τριών γαλλικών και τριών ελληνικών παραμυθιών που όμως έχουν τον ίδιο πυρήνα και ανήκουν στην ίδια κατηγορία παραμυθιών βάσει μιας παγκόσμιας κατηγοριοποίησης, που έχει γίνει εδώ και πολλά χρόνια από δύο λαογράφους τον Anti Aarne και τον Stith Thompson. Έπρεπε, λοιπόν, να αναλύσω ποια ήταν τα κοινά τους σημεία και πού οφείλονταν οι διαφορές τους.
Μ.Γ.: Τι ήταν αυτό που σε ώθησε προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση σπουδών;
Χ.Μ.: Προς τη λογοτεχνία γενικά, ήταν η αγάπη που είχα για τα βιβλία και το διάβασμα από πάρα πολύ μικρή ηλικία. Έμαθα να διαβάζω από τεσσάρων χρονών κι έκτοτε δεν έχω σταματήσει. Η επιλογή μου να ασχοληθώ με τη συγκριτική λογοτεχνία οφείλεται σε ένα μάθημα συγκριτικής λογοτεχνίας που είχα στο πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο. Ήταν κεραυνοβόλος έρωτας. Ήξερα από εκείνη τη στιγμή ότι θα ακολουθούσα αυτό το μονοπάτι.
Μ.Γ.: Διάβασα στο βιογραφικό σου ότι φτιάχνεις βιβλία άλλων. Τι εννοείς;
Χ.Μ.: Εννοώ ότι για πολλά χρόνια δούλευα σε εκδοτικούς οίκους, στην αρχή στο παιδικό βιβλίο και μετέπειτα στο ενηλίκων, διαβάζοντας χειρόγραφα κι επιλέγοντας βιβλία για να εκδοθούν. Στη συνέχεια, κυρίως στο παιδικό, είχα την ευθύνη όλης της πορείας του κειμένου μέχρι να γίνει βιβλίο και να βγει στα ράφια (συμβόλαιο με τον συγγραφέα, επιλογή εικονογράφου, επιλογή επιμελητή, κ.λπ.).
Μ.Γ.: Επιπλέον ασχολείσαι με μεταφράσεις και γράφεις τα δικά σου βιβλία. Τι είδους βιβλία γράφεις;
Χ.Μ.: Γράφω πρωτίστως παιδικά βιβλία αν και σχετικά πρόσφατα έγραψα και ένα μη παιδικό. Τον τελευταίο καιρό ασχολούμαι ιδιαιτέρως με τη συγγραφή θεατρικών έργων μαζί με το συγγραφικό μου alter ego – στα θεατρικά – Μαρία Καλιαμπέτσου, η οποία έχει κάνει και τα εικαστικά σε ένα από τα βιβλία μου, το «Έρως».
Μ.Γ.: Τι προσπαθείς να περάσεις στα παιδιά μέσα από τα παιδικά βιβλία που γράφεις;
Χ.Μ.: Όταν γράφω δεν έχω στο μυαλό μου ότι κάτι θέλω να περάσω. Γράφω ιστορίες που νιώθω ότι θα μου άρεσε να τις είχα διαβάσει όταν ήμουν παιδί. Ιστορίες που θα με ταξίδευαν, θα με μάγευαν και θα μου κρατούσαν παρέα.
Μ.Γ.: Πιστεύεις ότι ένα παιδικό βιβλίο είναι ο καλύτερος τρόπος για να εξηγήσουμε στα παιδιά κάποια πράγματα, για παράδειγμα ο θάνατος, η αρρώστια, ο χωρισμός, η διαφορετικότητα κ.ά.;
Χ.Μ.: Δεν ξέρω αν είναι ο καλύτερος, αλλά σίγουρα είναι ένας σημαντικός τρόπος. Παρόλα αυτά θεωρώ ότι για κάποια πολύ σοβαρά θέματα δεν αρκούν ένα και δύο βιβλία. Ο πιο καθοριστικός παράγοντας για να καταλάβουν τα παιδιά κάποια πράγματα είναι ο τρόπος που τα διαχειρίζονται οι γονείς και η οικογένεια. Για παράδειγμα, όσα βιβλία και να διαβάσει ένα παιδάκι για τον ρατσισμό, αν ακούει καθημερινά ρατσιστικά σχόλια μέσα στο σπίτι του, έχει πολύ μεγάλες πιθανότητες – χωρίς να είναι απόλυτο αυτό – να ακολουθήσει το ίδιο μονοπάτι.
Μ.Γ.: Πόσο απαραίτητα είναι τα βιβλία στην παιδική ηλικία;
Χ.Μ.: Πολύ απαραίτητα και για πολλούς λόγους. Καταρχάς εξάπτουν τη φαντασία των παιδιών, ακονίζουν τη σκέψη τους, αναπτύσσουν το κριτικό τους πνεύμα και τους ανοίγουν ορίζοντες. Το πιο σημαντικό όμως είναι πως αν μάθουν να αγαπάνε το βιβλίο, θα έχουν αποκτήσει μία συντροφιά για όλη τους τη ζωή. Βασική προϋπόθεση όμως για να γίνουν όλα αυτά, είναι να αγαπήσουν πραγματικά το βιβλίο και να μην είναι ένα ακόμα «πρέπει» στη ζωή τους.
Μ.Γ.: Από πού αντλείς την έμπνευση για τα παιδικά βιβλία που γράφεις;
Χ.Μ.: Από τα πάντα. Από πράγματα που ακούω, γεύομαι, βλέπω, μυρίζω και, κυρίως, φαντάζομαι κι ονειρεύομαι.
Μ.Γ.: Έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο σου «Οι σταχτοπούτες του κόσμου». Οι σταχτοπούτες διαμορφώνονται ανάλογα με τον τόπο και τους κατοίκους του;
Χ.Μ.: Τα περισσότερα λαϊκά παραμύθια – δηλαδή αυτά που δεν έχουν έναν συγκεκριμένο δημιουργό – είναι οικουμενικά. Υπάρχουν, δηλαδή, σε πολλούς πολιτισμούς, αλλά κάπως παραλλαγμένα. Οι διαφορές τους, λοιπόν, οφείλονται πράγματι στον τόπο και στους κατοίκους του.
Μ.Γ.: Με το βιβλίο σου «Η ευτυχία της μελωδίας», τι θέλεις να διδάξεις στα παιδιά;
Χ.Μ.: Παρόλο που έχω εργαστεί ως καθηγήτρια για κάποια χρόνια, μέσα από τα βιβλία μου δε θέλω να «διδάξω» κάτι με την κυριολεκτική έννοια της λέξης. Επιθυμία μου είναι τα παιδιά πρωτίστως να περάσουν όμορφα και να ταξιδέψουν. Τώρα, αν στη συνέχεια κάτι από την ιστορία τούς αρέσει ή τους κάνει εντύπωση ή τα εκφράζει ή τους ανοίγει μία καινούρια πόρτα στον τρόπο σκέψης τους, ακόμα καλύτερα. Κάτω από αυτό το πρίσμα, « η ευτυχία της μελωδίας» εκφράζει την ιδέα πως αν κάποιος βρει αυτό που πραγματικά του αρέσει και αγαπάει, θα το κάνει πολύ καλά.
Μ.Γ.: Ένα ακόμη παιδικό βιβλίο σου είναι το «Ένας δρακούλης τόσο δα μικρούλης». Ποιο είναι το μήνυμα του παραμυθιού;
X.M.: Η πρώτη μου σκέψη ήταν να απαντήσω λέγοντας η σπουδαιότητα του μυαλού και της καλοσύνης. Νιώθω όμως ότι ακούγεται πολύ διδακτικό και κοινότοπο αν το απομονώσει κανείς από την ιστορία. Οπότε προτιμώ να αφήσω τα παιδιά να εισπράξουν όποιο μήνυμα εκείνα θέλουν. Μπορεί όμως κάποιος να μην βρει κανένα κρυμμένο μήνυμα κι απλώς να έχει διαβάσει μία ιστορία που του άρεσε. Ή και όχι.
Μ.Γ.: Σε ποιες ηλικίες απευθύνονται κυρίως τα βιβλία σου;
Χ.Μ.: Δεν είναι όλα για τις ίδιες ηλικίες. Θα έλεγα πως τα περισσότερα είναι για παιδιά του νηπιαγωγείου και των πρώτων τάξεων του δημοτικού. Οι «Σταχτοπούτες του Κόσμου» είναι και για μεγαλύτερα παιδιά, γιατί έχουν αυτή την πολυπολιτισμική πλευρά που θα την καταλάβουν καλύτερα τα μεγαλύτερα παιδιά του δημοτικού.
Μ.Γ.: Ποια είναι η γνώμη σου για το ελληνικό παιδικό βιβλίο;
Χ.Μ.: Επειδή έχω δουλέψει πολύ στο παιδικό βιβλίο και έχω πάει πάρα πολλές φορές στις Εκθέσεις στο εξωτερικό (Φρανκφούρτη και Μπολόνια) με αποτέλεσμα να έχω δει πολλά βιβλία από δεκάδες χώρες, μπορώ να πω ότι έχουμε και καλούς συγγραφείς και καλούς εικονογράφους. Αυτό που δεν έχουμε είναι τόλμη. Εννοώ ότι αφενός οι συγγραφείς φοβούνται να γράψουν, αφετέρου οι εκδοτικοί οίκοι φοβούνται να εκδώσουν κάποια πιο τολμηρά θέματα (θέματα ταμπού) ή δοσμένα με πιο τολμηρό τρόπο, όπως κάνει για παράδειγμα η Γαλλία εδώ και πολλά χρόνια.
Μ.Γ.: Εκτός από παραμύθια, έχεις εκδώσει και το βιβλίο «Έρως». Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης;
Χ.Μ.: Ο έρωτας βεβαίως. Τον θεωρώ τον πιο ισχυρό θεό. Τον πρώτο που γεννήθηκε και τον τελευταίο που θα πεθάνει. Το κίνητρο για ό,τι κάνουμε στη ζωή μας. Μητέρα των πάντων. Δεν εννοώ μόνο τον «ερωτικό έρωτα» αλλά τον έρωτα για τη ζωή και για όλες τις εκφάνσεις της. Επειδή, λοιπόν, ένας από τους δικούς μου μεγάλους έρωτες είναι η μυθολογία, αποφάσισα να τα συνδυάσω. Είχα όμως κάπως μπλοκάρει στο πώς. Συζήτησα την ιδέα μου με τη Μαρία Καλιαμπέτσου, η οποία χωρίς καν να έχει κείμενά μου, έφτιαξε το πρώτο εικαστικό. Νομίζω ότι ήταν το εξώφυλλο. Αυτό ήταν! Εκεί ξεκλείδωσα κι άρχισα να γράφω χωρίς σταματημό.
Μ.Γ.: Δεκαεπτά δικά σου ποιήματα ή πεζοποιήματα εμπνευσμένα από την παγκόσμια μυθολογία καλύπτουν τις σελίδες του βιβλίου «Έρως». Πώς έγινε η επιλογή των μύθων;
Χ.Μ.: Όπως είπα πρωτύτερα, λόγω του κολλήματός μου με τη Μυθολογία έχω διαβάσει εκατοντάδες μύθους. Τελικά επέλεξα αυτούς που με συγκίνησαν περισσότερο σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα.
Μ.Γ.: Αφού σε ευχαριστήσω και σου ευχηθώ καλοτάξιδα όλα τα βιβλία σου, θα σου ζητήσω να βάλεις τον επίλογο αυτής της συνέντευξης με έναν ερωτικό στίχο, μέσα από το βιβλίο σου «Έρως».
Χ.Μ.: Είναι από το « Αλκυόνη και Κύηκας»: «Στο παλάτι τους κλεισμένοι ζουν μέρες έρωτα και νύχτες ηδονής. Έρωτας παράφορος, ασίγαστος. Ευχή και κατάρα. Πάθος μόνο εξουσιάζει το νεαρό ζευγάρι. Αυτό που στα Τάρταρα εξορίζει μυαλό και λογική. Αυτό που τον άνθρωπο κάνει μικρό θεό να νιώθει».
*Τα βιβλία της Χριστίνας Μανιά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Mamaya.
H Χριστίνα Μανιά σπούδασε συγκριτική λογοτεχνία στη Γαλλία, με εξειδίκευση στους μύθους και τα παραμύθια.
Αφού εργάστηκε μερικά χρόνια ως δημοσιογράφος και εκπαιδευτικός, αποφάσισε να ασχοληθεί με την πρώτη της μεγάλη αγάπη, τα βιβλία. Μπήκε στον εκδοτικό χώρο πριν από περίπου είκοσι χρόνια -όπου παραμένει μέχρι και σήμερα.
Μεταφράζει από τα αγγλικά και τα γαλλικά, γράφει βιβλία, αλλά πάνω από όλα παραμένει μια παθιασμένη αναγνώστρια.