ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΤΡΙΣΟΝ
Δεν είχε τύχη με αυτό το κουστούμι. Το αγόρασε ένα Σάββατο που δε δούλευε υπακούοντας σε μια παρόρμηση, κύριος οίδε τι τον έπιασε. Δεν ήταν κι η Ρένα μαζί του να τον συγκρατήσει. Σ’ εκείνη κυριαρχεί πάντα η λογική, έτσι είναι άλλωστε οι γυναίκες, χωρίς φαντασία.
Η αλήθεια είναι πως από καιρό, από χρόνια ήθελε να αποκτήσει ένα άσπρο κουστούμι καλοκαιρινό, να το φοράει τα βράδια στην Αθήνα. Γιατί στην Αθήνα ο κόσμος βγαίνει, και ντύνεται κι είναι ωραίο να φιγουράρεις με μια κουστουμιά… ειδικά όταν σ’ έχουν πάρει κάπως τα χρόνια… το κουστούμι ότι να πεις σουλουπώνει, σου δίνει έναν άλλο αέρα.
Στο Παρίσι ποιος θα τόλεγε, ούτε καν το φαντάστηκε πριν έρθει, ο κόσμος σχεδόν ποτέ του δεν ντύνεται, ένα χάλι είναι οι περισσότεροι, έτσι που κυκλοφορούν με αιώνια κουρασμένα τζίν και μπουφάν που έχουν χάσει τη φόρμα τους. Ενώ οι Έλληνες όσο και να πεις προσέχουν, έχουν κάποια περισσή κοκεταρία, το παίζουν κυριλέ. Εκείνος πρόσεχε, πάντα του άρεσε να φοράει κάτι το καλό, να είναι περιποιημένος, πίστευε πως η εμφάνιση μετράει.
Όχι μόνο ως προς τις γυναίκες αλλά και στους άντρες, στους φίλους, στον κόσμο γενικά που συνήθιζε να συναντά στο καφενείο, αλλά κι όταν η ελληνική κοινότητα έκανε τις εκδηλώσεις της στα σαλόνια του ελληνικού σπιτιού η στις εθνικές εορτές που όλοι μοστράρονταν στην πρεσβεία. Εκείνος ήταν πάντα της ώρας, όλοι του τόλεγαν με κάποια ζήλεια βέβαια. Του άρεσε αυτή η ζήλεια. Όχι ότι το πήγαινε φιρί-φιρί να προκαλέσει, ούτε ήθελε να προσβάλλει κάποιον ασουλούπωτο αλλά να, η ζήλεια των άλλων του έδινε το μέτρο της επιτυχίας σου. Της κομψότητας που επιζητούσε σαν αντίδοτο στις άχαρες ώρες δουλείας με άκομψους προϊστάμενους που δεν ξέρουν να φερθούνε όπως πρέπει, όπως αρμόζει σε σωστούς επαγγελματίες και μορφωμένους ανθρώπους.
Εκείνος δεν ήταν μορφωμένος αλλά ήξερε να φέρεται. Ήξερε να κερνάει καφέ και τσιγάρο, ήξερε να προσφέρει λουλούδια στις κυρίες, να καλεί στο ρεστοράν, να προσφέρει τις υπηρεσίες του σ’ αυτούς που είχαν ανάγκη και τα λοιπά. Και βέβαια να δείχνει στον κόσμο μια εικόνα του εαυτού του ευπρεπή, ευχάριστη. Γι αυτό και το άσπρο κουστούμι.
Η Ρένα βέβαια που τον είδε να ξεμπαρκάρει και να βγάζει το άσπρο κουστούμι από τη σακούλα του είπε αμέσως ειρωνικά πως δεν θα το χρειαζότανε, δεν ήταν καθόλου απαραίτητο. Απαραίτητο; Τι θα πει απαραίτητο; Επαναστάτησε. Έγινε σχεδόν έξω φρενών.
Από μιας πλευράς, είχε δίκιο η Ρένα, το λευκό κουστούμι δεν ήταν απαραίτητο. Ούτε σε γάμο ούτε σε βαφτίσια δεν επρόκειτο να τους καλέσουν. Ούτε και σε καμιά επίσημη δεξίωση. Άλλωστε και σε δεξίωση να πήγαιναν δεν είχε παρά να φορέσει το γκρίζο ντεμί-σεζόν που το έχει από χρόνια στην ντουλάπα σχεδόν αφόρετο και είναι σε άρτια κατάσταση. Αλλά να, το τι είναι «απαραίτητο» δεν μπορείς να το περιγράψεις σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής. Το απαραίτητο είναι αυτό που σου γίνεται έμμονη ιδέα, η εικόνα που γεννιέται στο μυαλό σου και δεν ξεκολλάει. Έτσι κι η σιλουέτα του με άσπρο κουστούμι, καθώς σχηματίστηκε στο μυαλό του και ρίζωσε βαθειά , του έγινε τελικά τόσο οικεία, τόσο ευχάριστη που δεν κατάφερε να της αντισταθεί.
Η Ρένα γέλασε κάπως κοροϊδευτικά αλλά εκείνος δεν της έδωσε σημασία γιατί ξέρει πως κι αυτή ευθύνεται για τις επιθυμίες του έστω κι αν συνήθως του τα χαλάει. Γιατί στην εικόνα που έχει φτιάξει στο μυαλό του, βρίσκεται κι εκείνη δίπλα του, καμαρωτή και καλοντυμένη όπως επιθυμούσε να τη βλέπει και που τελικά δεν την βλέπει ποτέ γιατί ποτέ δεν του κάνει το χατίρι να «ντυθεί». Ενώ θα μπορούσε, και βέβαια θα μπορούσε, έχει τα μέσα, τη χάρη και το γούστο, αλλά βλέπεις το παίζει διανοούμενη και τάχα δεν καταδέχεται, όπως λέει « να στολίζεται» , «να φοράει τα καλά της» . « Αυτά είναι για τους επαρχιώτες» συνηθίζει να διατυμπανίζει η Ρένα με το συνηθισμένο της στόμφο .
Κι έχει άδικο. Και μάλιστα σε ότι την αφορά. Γιατί έχει τα χρονάκια της και οι μεγάλες γυναίκες δεν χρειάζεται να το παίζουν παιδούλες,άβαφες και απέριττες. Μετά από μια ορισμένη ηλικία το ωραίο ντύσιμο κολακεύει. Αλλά στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα… Τέλος πάντων ας κάνει εκείνη όπως νομίζει, ποτέ δεν θέλησε να της πάει κόντρα. Ο ίδιος όμως προσέχει και το άσπρο κουστούμι που δεν είναι απαραίτητο του αρέσει υπέρ το δέον.
Μόνο που φτάνοντας στην Αθήνα μόλις το έβγαλε από τη βαλίτσα του , για δες βρες παιδάκι μου ατυχία, ήταν κατατσαλακωμένο. Δεν ήταν φυσικό τόσο τσαλάκωμα, σωστή πατσαβούρα. Ζουλίχτηκε υπερβολικά στη βαλίτσα, η Ρένα βλέπεις τη στουμπώνει πάντα με ένα σωρό πράγματα για να ικανοποιήσει τον έναν και τον άλλον «φέρε μου» και «φέρε μου», δεν λέει ποτέ όχι. Μπορεί όμως να έφταιξε και το ύφασμα, του το έδωσαν για εξαιρετική ποιότητα αλλά ίσως και να τον κορόιδεψαν, δεν ξέρει κανείς… Δεν άντεξε να το βάλει σε τέτοια χάλια στην ντουλάπα, το ρούχο χρειάζεται κι αυτό την αξιοπρέπειά του αλλιώς δεν το λιμπίζεσαι, δεν σε τραβάει να το φορέσεις… γι αυτό κάθισε και το σιδέρωσε προσεκτικά και το έφερε στα συγκαλά του.
Πάντως στην Αθήνα δεν δέησε να το φορέσει, η Ρένα το τοποθέτησε στη ντουλάπα δίπλα στα δικά της καλά ρούχα περιμένοντας την ευκαιρία, δεν δόθηκε, η μάλλον δόθηκε γιατί τον κάλεσε ο Χρίστος σε βραδινό γεύμα και προς στιγμήν σκέφτηκε να το βάλει επί τέλους. Αλλά μόλις το έβγαλε από την ντουλάπα ανακάλυψε – τι φρίκη!- ένα λεκέ από κοκκινάδι στο αριστερό πέτο.
Πως έγινε αυτό του ήταν αδύνατο να καταλάβει. Αφού δεν το είχε καθόλου φορέσει! Ίσως να τρίφτηκε στα ρούχα της Ρένας, η και σε κάποια τσάντα της που είχε προηγουμένως λερωθεί … Άσε που η Ρένα άρχισε αμέσως να τον πειράζει ότι δήθεν το είχε βάλει σε κάποιο κρυφό ραντεβού στο Παρίσι και τα λοιπά και τα λοιπά… Σαχλαμάρες! Το ξέρει πολύ καλά η Ρένα πως δεν κάνει ρούπι χωρίς εκείνη, πως δεν έχει μάτια για καμιά άλλη… Τέλος πάντων το αποτέλεσμα ήταν πως εκείνο το βράδυ που ήταν ευκαιρία δεν το φόρεσε και την άλλη μέρα πρωί-πρωί το πήγε στο καθαριστήριο και πλήρωσε μάλιστα και 30 ευρώ γιατί , όπως του εξήγησαν, το άσπρο είναι χρώμα ντελικάτο και χρειάζεται ιδιαίτερη επεξεργασία, σε μια πρώτη φάση πρέπει να βγουν οι λεκέδες κι ύστερα στεγνό καθάρισμά μόνο του χωρίς άλλα ρούχα έτσι ώστε να μη ρισκάρει να ξεβάψει κάτι, έστω και λίγο, επάνω του.
Ύστερα έπιασε μια τραγική ζέστη, μα έσκαγε ο τζίτζικας και κατά συνέπεια ούτε λόγος για κουστούμι. Άρχισε μάλιστα να κυκλοφορεί με σορτς. Η Ρένα βέβαια δεν συμφωνούσε, «δεν είμαστε στην πλαζ» έλεγε και ξαναέλεγε αλλά εκείνος, δεν την άκουγε, ήταν σε διακοπές, του άρεσε να κυκλοφορεί άνετος, να μπαίνω-βγαίνει στο ψιλικατζίδικο του φίλου του, να κάνει τα ψώνια του σαν τουρίστας, στο κάτω-κάτω εμείς ζούμε στη Γαλλία είμαστε λιγάκι ξένοι δεν είναι έτσι, ποιον έχουμε ανάγκη;
Έγινε λόγος για το κουστούμι όταν επρόκειτο να πάει μόνος του στο Μεσολόγγι. « Ε, ας το πάρω μαζί μου» είπε στην Ρένα, εκεί γίνονται συγκεντρώσεις κι ύστερα την Κυριακή στην εκκλησία ο κόσμος πάει με τα κυριακάτικά του. Εκείνη γέλασε κατά τη συνήθειά της «Και βέβαια να το πάρεις, στον τόπο του κάνει κανείς τη φιγούρα του!» Εκεί κοντέψανε να τσακωθούνε «Αν δεν χύσεις το φαρμάκι σου δεν μπορείς» της είπε με πίκρα. Κι αυτή τέλος πάντων δεν μπορεί ποτέ της να συγκρατηθεί, αν δεν πει το δικό της θα σκάσει. Φταίει εκείνος που είναι απόλυτα ειλικρινής μαζί της και της έχει διηγηθεί τη ζωή του με το νι και με το σίγμα. Θα θυμάται βέβαια εκείνη την ιστορία που του συνέβη στα νιάτα του, όταν είχε γυρίσει απ’ το Παρίσι μοδάτος λιμοκοντόρος με φαβορίτες. Ήτανε του Σταυρού και κάτι αλήτες για πλάκα, καθώς χάζευε κορδωμένος στην εξέδρα, χρονιάρα μέρα, των Φώτων, τον έσπρωξ;ν και τον έριξαν στη θάλασσα… Όχι βέβαια για να πιάσει το σταυρό, ποτέ δεν θα είχε μια τόσο χαζή ιδέα… Και τότε φορούσε ολοκαίνουργια κουστουμιά σαν κι αυτές που φορούσαν οι Μπήτλς στα κοντσέρτα τους και κάνανε τράκες! Τους αφιλότιμους… Της το είχε διηγηθεί της Ρένας αυτό κι εκείνη του είπε πως καλά του κάνανε έτσι που ήταν φιγουρατζής κι έκανε τον καμπόσο μπροστά σ’ όλους του κακομοίρηδες που δεν είχαν πάει στο Παρίσι και ζούσαν σε μια μικρή πόλη μέσα στην πλήξη και τα κουτσομπολιά…
Ίσως και να είχε δίκιο, αλλά ήταν νέος τότε και λίγο ματαιόδοξος… ήθελε να κάνει φιγούρα στα κορίτσια… στο κάτω-κάτω δεν ήταν ξιπασμένος, κάθε άλλο. Πήγαινε στην ταβέρνα με όλους τους, έπαιζε τα τάβλια και τις πρέφες μαζί τους κι ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα από τότε που τους άφησε.
Τελικά το άσπρο κουστούμι το πήρε μαζί του στο Μεσολόγγι, έστω κι αν ενδόμυχα σκέφτηκε πως πολύ πιθανόν να μη του δινότανε η ευκαιρία να το φορέσει. Βγήκε πάλι από τη βαλίτσα σε άθλια κατάσταση. Το περιέλαβε η ξαδέλφη του που προσπαθεί πάντα να του πουλήσει εξυπηρέτηση μήπως και εκμαιεύσει μερικά κατοστάρικα, και του το σιδέρωσε καλλίτερα κι από το καθαριστήριο. Και για να μείνει σε τέλεια κατάσταση το κρέμασε στην κρεβατοκάμαρα έξω από την ντουλάπα κι έτσι κρεμασμένο σχεδόν φωσφορούχα άσπρο έλαμπε σαν γαμπριάτικο. Τόσο μάλιστα ήταν ωραίο που καμιά πρόσκληση δεν ήταν αρκετά επίσημη για να το φορέσει. Κι όταν επρόκειτο να φύγει η ξαδέλφη του τού το τύλιξε σε άσπρο κολλαριστό χαρτί για να το βάλει προσεχτικά δίπλα του στο λεωφορείο για να μη τσαλακωθεί. Έτσι έχασε την ευκαιρία να έχει διπλανό για να φλυαρήσει, και σ’ όλη τη διαδρομή Μεσολόγγι – Αθήνα την πέρασε στα μουγκά και βαρέθηκε. Το κουστούμι γύρισε στη βάση του και ξαναπήρε θέση ανάμεσα στα ρούχα της Ρένας.
« Θα το επιστρέψουμε στο Παρίσι;» ρώτησε η Ρένα τάχα αθώα αλλά σίγουρα μέσα της θα γελούσε μοχθηρά. Α όχι, τι να το κάνει στο Παρίσι; Άλλωστε στο Παρίσι δεν υπάρχει καλοκαίρι. Μόλις γυρίσει κανείς τον Σεπτέμβρη πρέπει να βάλει χειμωνιάτικα. Τέτοιο λαμπερό άσπρο μόνο στο Νότο, στα θερμά κλίματα είναι ωραίο.
« Άστο για του χρόνου» είπε στη Ρένα ανόρεχτα και ένοιωσε κάτι να σφίγγεται μέσα του. «Τέλος πάντων αυτό το άσπρο κουστούμι δεν ήταν καθόλου τυχερό» μουρμούρισε ρίχνοντάς του μια τελευταία ματιά πριν κλείσει τη σκοτεινή ντουλάπα.
Από την ανέκδοτη συλλογή «Ενδυματολογικές γκάμες»