ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑ ΖΑΧΑΡΗ
Η συνέχεια του μαγικού παραμυθιού, με ηρωίδα την Μεμέλα. Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν…
«Γιατί δεν έχω τίποτα που ν’ αγαπώ περισσότερο από τη Μελίνα» -Α.Ζ.
Το πρώτο μέρος των παραμυθιών της Μεμέλας: booksandstyle.gr/τα-παραμυθια-τησ-μεμελασ-μεροσ-πρωτο/
Το δεύτερο μέρος των παραμυθιών της Μεμέλας: booksandstyle.gr/τα-παραμυθια-τησ-μεμελασ-μεροσ-δευτερ/
Ο κήπος τ’ Ουρανού
Ψηλά, πάνω απ’ τα σύννεφα, υπάρχει ένας κήπος. Ένας κήπος θαυμαστός. Ο κήπος τ’ Ουρανού. Εκεί ανθίζουν τα πιο όμορφα λουλούδια. Οι μωβ ίριδες και τα ροζ τριαντάφυλλα. Τα κίτρινα χρυσάνθεμα, οι γαλάζιες καμπανούλες κι οι πορφυρές τουλίπες.
Νάνοι-κηπουροί φροντίζουν και περιποιούνται με αγάπη αυτόν τον κήπο, και το γρασίδι είναι πάντα πράσινο και απαλό. Όταν οι νάνοι-κηπουροί ποτίζουν τον όμορφο κήπο τους, κάτω στη γη πέφτει βροχή.
Κι όταν η βροχή σταματήσει, τότε βγαίνει το ουράνιο τόξο με τα λαμπερά χρώματα: Το μωβ της ίριδας, το ροζ του τριαντάφυλλου, το κίτρινο του χρυσάνθεμου, το γαλάζιο της καμπανούλας, το πορφυρό της τουλίπας και το απαλό πράσινο που έχει το γρασίδι.
***
Τα καπετανάκια
Ο Κωστής ο Άρης και η Αννούλα, κάθονταν στο λιμάνι και χάζευαν τα πλοία που μπαινόβγαιναν σφυρίζοντας, καθώς χαιρετούσαν το ένα το άλλο. Αγαπούσαν πολύ τη θάλασσα, ακόμα και το χειμώνα που τα νερά γίνονταν σκούρα και τα κύματα ανέβαιναν ψηλά.
Έμεναν στο σπίτι της γιαγιάς, αφού τη μαμά τους την είχαν ζητήσει οι άγγελοι να τους κάνει παρέα στον ουρανό κι ο μπαμπάς τους ήταν καπετάνιος σ’ ένα μεγάλο καράβι. Τα παιδιά, καμάρωναν για τον μπαμπά τους που ήταν τόσο μεγάλος και δυνατός, για να κουμαντάρει ένα τόσο μεγάλο πλοίο -κι ήθελαν να του μοιάσουν. Τον περίμεναν πώς και πώς να γυρίσει και να τους πει ιστορίες για όσα είχε δει στο μακρινό του ταξίδι, μα ετούτη τη φορά είχε αργήσει πολύ.
«Εγώ ξέρω τι να κάνω», είπε κάποια στιγμή ο Άρης. «Θα πάρω τη βάρκα μας την Ερατώ και θα πάω να τον βρω».
«Μπα; Και γιατί να πας εσύ; Εγώ θα πάω, που είμαι και μεγαλύτερος κι ο μπαμπάς μου είπε πως όταν μεγαλώσω κι άλλο, μπορώ να γίνω κι εγώ καπετάνιος!»
«Εγώ θα πάω γιατί το είπα πρώτος. Κι εγώ μπορώ να γίνω καπετάνιος!»
«Και γιατί να μην πάω εγώ;»
Τα δύο αγόρια κοίταξαν την αδερφή τους από πάνω ως κάτω κοροϊδευτικά.
«Γιατί είσαι μικρή και είσαι και κορίτσι! Γι’ αυτό!»
«Και λοιπόν; Ο μπαμπάς μου είπε πως και τα κορίτσια μπορούν να γίνουν καπετάνισσες και μάλιστα πολύ καλές».
«Όχι, δε θα πας εσύ. Θα πάω εγώ».
«Όχι, εγώ».
«Εγώ, εγώ, εγώ!». Η μικρή Άννα έβαλε τα κλάματα, κάτι που έκανε τα αδέρφια της να σταματήσουν τον καυγά, αφού ο μπαμπάς τους, τους είχε πει να μην τη στενοχωρούν και να την παίρνουν κι αυτή στα παιχνίδια τους.
Ο μεγαλύτερος, ο Κωστής, αποφάσισε να συμβιβάσει τα πράγματα.
«Καλά. Μπορούμε να πάμε κι οι τρεις μαζί».
«Ζήτωωω!!!», φώναξαν, χτυπώντας παλαμάκια και τα δύο μικρότερα αδέρφια, επικροτώντας έτσι τη σοφία του μεγάλου τους αδερφού.
Κρυφά από τη γιαγιά, τα τρία παιδιά, άρχισαν να ετοιμάζονται για το μεγάλο ταξίδι. Πρώτα πρώτα, σκέφτηκαν να πάρουν μαζί τους τρόφιμα. Και πήραν ό,τι βρήκαν στο σπίτι: ένα κουνουπίδι, τρεις γλυκοπατάτες, ένα βάζο μαρμελάδα και πέντε αχλάδια, που τα μοίρασαν στα σχολικά τους σακίδια. Μετά, ο καθένας πήρε κι από ένα παιχνίδι, ενώ η Αννούλα, την τελευταία στιγμή, θυμήθηκε και την αγαπημένη της κουβερτούλα. Πιστεύοντας πως ήταν πια έτοιμοι, αποφάσισαν πως την άλλη μέρα κιόλας θα ξεκινούσαν.
Το επόμενο πρωί, η θάλασσα ήταν λάδι. Ο Κωστής κι ο Άρης -σαν μεγαλύτεροι- κρατώντας από ένα κουπί, άρχισαν σιγά σιγά να ξεμακραίνουν απ’ το λιμάνι. Μετά από ώρα κι ενώ είχαν αρχίσει ήδη να κουράζονται, κοίταξαν προς τα πίσω. Τα καράβια και τα σπίτια έμοιαζαν πια μικρά, σαν παιχνίδια.
«Πω, πω!», έκανε ο Άρης με θαυμασμό. «Ξεμακρύναμε πολύ!»
«Λέτε να πλησιάζουμε το πλοίο του μπαμπά;», ρώτησε η Αννούλα, που είχε αρχίσει να βαριέται, γιατί ωραία ήταν η περιπέτεια, αλλά τόση ώρα χωρίς παιχνίδι ή κάποιον να της διαβάζει κανένα παραμυθάκι, δεν της ήταν και πολύ ευχάριστο. Άσε που πεινούσε κιόλας. Μασούλησε δύο αχλάδια, μα η κοιλίτσα της συνέχιζε να γουργουρίζει.
«Σίγουρα!», απάντησε ο Κωστής στην αδερφή του με ύφος μεγάλου. Σηκώθηκε κι έβαλε το χέρι στο μέτωπο για σκιά. Καράβι όμως δεν φαινόταν πουθενά.
«Πεινάω!», κλαψούρισε η Αννούλα.
«Κι εγώ πεινάω!», είπε κι ο Άρης, πιάνοντας το στομάχι του.
«Ωραία, ας φάμε».
Έβγαλαν από τα σακίδια τις προμήθειες και ρίχτηκαν στο φαί. Οι γλυκοπατάτες όμως άψητες, δεν ήταν καθόλου νόστιμες κι έτσι μετά από δυό μπουκιές τις πέταξαν στη θάλασσα. Το ωμό κουνουπίδι τους φάνηκε πολύ πικρό κι ακολούθησε το δρόμο που είχαν πάρει οι γλυκοπατάτες. Έμειναν μόνο τα αχλάδια και το βάζο με τα μαρμελάδα.
«Και τώρα τι κάνουμε;», ρώτησε η Αννούλα γλείφοντας με το δαχτυλάκι της τα τελευταία ίχνη της μαρμελάδας από το άδειο πια βάζο.
«Εγώ λέω να πάμε λίγο πιο πέρα κι αν δεν βρούμε τον μπαμπά, ξαναγυρνάμε σπίτι».
Ο Άρης έπιασε αποφασιστικά το κουπί κι ο μεγάλος του αδερφός τον μιμήθηκε.
Λίγο πιο πέρα ωστόσο ο ουρανός σκοτείνιασε κι η Ερατώ άρχισε να χοροπηδάει πάνω στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Με τόσο σκαμπανέβασμα, το κουπί που κρατούσε ο Άρης ξέφυγε και χάθηκε στο νερό. Την ίδια στιγμή, ένα πελώριο κύμα με τα χέρια απλωμένα, όρμησε πάνω στη βάρκα. Τα τρία αδερφάκια, κατατρομαγμένα, αρπάχτηκαν από την κουπαστή λέγοντας το καθένα όποια προσευχή ήξερε.
Η Αννούλα με τα μάτια κλεισμένα σφιχτά, παρακαλούσε από μέσα της:
«Μανούλα κάνε να βρεθούμε σ’ ένα μέρος στεγνό. Κρυώνω και δεν μ’ αρέσει καθόλου. Σε παρακαλώ μανούλα. Σε παρακαλώ…».
Και σαν η μαμά της, εκεί που έπαιζε με τους αγγέλους, να άκουσε τη μικρή της κόρη. Ένα μεγάλο κύμα σήκωσε την Ερατώ και… την πέταξε με φόρα πάνω στο κατάστρωμα ενός καραβιού. Τα αδερφάκια, που είχαν κλείσει με τα χέρια τα μάτια τους απ’ τον τρόμο, τα άνοιξαν για να δουν έναν άνθρωπο, με τα χέρια στη μέση, να τα κοιτάει κατάπληκτος. Με την ίδια έκπληξη, μην πούμε και μεγαλύτερη, κοίταξαν κι αυτά τον άνθρωπο. Φορούσε ένα άσπρο σακάκι με χρυσές επωμίδες και κουμπιά κι άσπρο παντελόνι με χρυσό σιρίτι. Το καπέλο του, που του είχε πέσει, ήταν κι αυτό άσπρο και χρυσό. Το κεφάλι του, χωρίς μαλλιά στην κορφή, έμοιαζε μ’ αυγό, ενώ είχε τα πιο μεγάλα μουστάκια που είχαν δει τα παιδιά, και μάλιστα στριφογυριστά στις άκρες!
Σήκωσε ένα δάχτυλο αυστηρά προς το μέρος των παιδιών.
«Τι… α, χμ, χμ… κάνετε εδώ εσείς;», ρώτησε και η φωνή του, τους θύμισε τη φωνή του παπαγάλου της θείας τους, της Ιουλίας.
«Εγώ παρακάλεσα τη μαμά, που κάθεται και κάνει παρέα στους αγγέλους, να μας στείλει κάπου στεγνά γιατί βρεχόμασταν», του απάντησε σοβαρά η Αννούλα.
«Τι; Α, χμ, καλά. Και τι κάνατε στη θάλασσα τρία παιδιά μόνα τους;»
«Πηγαίναμε να βρούμε τον μπαμπά μας, που είναι καπετάνιος σ’ ένα μεγάλο καράβι!», είπε γεμάτος υπερηφάνεια ο Κωστής.
«Δική μου ιδέα, ήταν!» έκανε ο Άρης ακόμα πιο περήφανα, για να μην μείνει πίσω.
«Α… χμ, τέλος πάντων! Εγώ είμαι ο Παρασκευάς Παπατρεχαγυρευόπουλος και επειδή ετούτο το καράβι είναι δικό μου, θα με φωνάζετε καπετάνιο και θα κάνετε ό,τι σας λέω. Εντάξει;»
«Μάλιστα καπετάνιε! Κι εμείς θα είμαστε τα καπετανάκια!», φώναξαν και τα τρία παιδιά.
«Ε;… Α, χμ… Ωραία! Και τώρα, πηγαίνετε να δείτε τι έχουμε στα ντουλάπια για φαγητό».
Τα παιδιά, μόλις άκουσαν τη λέξη φαγητό, έτρεξαν ολοταχώς. Μα όση χαρά πήραν, τόση απογοήτευση ένιωσαν όταν είδαν τα ντουλάπια άδεια Και πήγαν με φούρια να βρουν τον καπετάνιο. Τον βρήκαν να κοιτάζει το σκισμένο από τον αέρα κεντρικό πανί και οι ώμοι του με τις χρυσές επωμίδες είχαν γύρει.
«Καπετάνιο, τα ντουλάπια είναι άδεια».
«Και δυστυχώς παιδιά μου, με το πανί σκισμένο δεν μπορούμε να πάμε πουθενά», τους είπε στενοχωρημένα, με την παπαγαλίσια φωνή του.
«Και τι θα κάνουμε;»
Ο καπετάνιος Παπατρεχαγυρευόπουλος έριξε μια ματιά γύρω του, σαν να περίμενε από κάπου να ξεπηδήσει βοήθεια. Στο τέλος, έξυσε το σαν αυγό κεφάλι του, έστριψε πρώτα το αριστερό του μουστάκι, μετά το δεξί, ξερόβηξε και μετά διέταξε:
«Βγάλτε τις κάλτσες σας. Θα φάμε καλτσόσουπα!»
«Καλτσόσουπα; Μπλιαχ!», ξεφώνισαν με αηδία τα καπετανάκια.
Ο καπετάνιος άνοιξε τα χέρια του γεμάτος απογοήτευση.
«Μα αφού δεν έχουμε τίποτα άλλο!»
Ο καπετάνιος Παπατρεχαγυρευόπουλος ξανάξυσε το κεφάλι του και ξανάστριψε τα μεγάλα του μουστάκια. Μετά πήγε σ’ ένα μακρόστενο κουτί που ήταν στερεωμένο στο κατάστρωμα.
«Τότε… χμμμ… ίσως… χμμμ… θα μπορούσαμε ίσως, να δοκιμάσουμε την τύχη μας στο… χμμμ… ψάρεμα. Για να δούμε…»
Άνοιξε το κουτί και έβγαλε: ένα πολύχρωμο τόπι, ένα σκουπόξυλο, μια τράπουλα, ένα ζευγάρι δεκανίκια και…
«Α, ώστε εδώ είστε!», μουρμούρισε στο τέλος ικανοποιημένος. Από τον πάτο του κουτιού, έβγαλε τέσσερα καλάμια ψαρέματος.
Κάθισαν κι οι τέσσερις στην κουπαστή, αφού πρώτα γύρισαν τα μπατζάκια τους, κι άρχισαν να ψαρεύουν.
«Κάτι έπιασα!», φώναξε ο Άρης.
Στο αγκίστρι ήταν περασμένη μια γαλότσα.
Η Αννούλα έπιασε μια σκουριασμένη άδεια κονσέρβα. Ο Κωστής μια σαμπρέλα ξεφούσκωτη κι ο κύριος Παπατρεχαγυρευόπουλος, ένα γιο-γιο.
Απογοητευμένοι, κοίταξαν τα άχρηστα αντικείμενα.
Εκείνη όμως τη ώρα, ένα μεγάλο κύμα σαν αυτό που τους είχε ρίξει επάνω στο πλοίο, μ’ ένα επίσης μεγάλο πλαφ, πέταξε μπροστά στα πόδια τους ένα τεράστιο ψάρι. Αυτό, σπαρτάρισε για λίγο κι έπειτα έμεινε ακίνητο με το στόμα ανοιχτό. Με ανοιχτό στόμα κοίταζαν και τα καπετανάκια το ψάρι, ενώ ο καπετάνιος έτριβε τα χέρια του με χαρά.
«Σωθήκαμε παιδιά μου!», είπε με την παπαγαλίσια, πάντα, φωνή του. «Περιμένετε. Πρώτα θα βγάλουμε το δέρμα».
Το δέρμα του ψαριού έλαμπε στον απογευματινό ήλιο, που στο μεταξύ είχε βγει. Είχε πολλά και έντονα χρώματα, πορτοκαλί γαλάζιο, κοκκινοπράσινο κι έμοιαζε σα να του ʼχαν ρίξει χρυσόσκονη. Ο καπετάνιος και τα καπετανάκια, τέντωσαν το δέρμα για να στεγνώσει και με το νόστιμο κρέας του ψαριού φιάξανε μια υπέροχη ψαρόσουπα.
Αφού χορτάσανε, το ρίξανε στο χορό και το τραγούδι. Ο καπετάνιος Παρασκευάς έπαιζε στη φυσαρμόνικα χαρούμενους σκοπούς και τα καπετανάκια χόρευαν, χτυπώντας τα πόδια με δύναμη στο ξύλινο κατάστρωμα, φωνάζοντας και γελώντας.
Πήρανε το στεγνό πια δέρμα και το έβαλαν στη θέση του σκισμένου πανιού. Ένα αεράκι φύσηξε, φουσκώνοντας τα μάγουλά του και το καραβάκι ξεκίνησε αφήνοντας πίσω του άσπρο αφρό. Δεν πέρασε πολλή ώρα και μπήκανε στο λιμάνι. Έπιασαν με δυό γάντζους την Ερατώ και την κατέβασαν με προσοχή. Έπειτα το ένα μετά το άλλο, τα καπετανάκια πήδησαν μέσα στη βάρκα τους, αποχαιρετώντας τον καπετάνιο.
Γύρισαν απότομα καθώς άκουσαν μια γνώριμη φωνή.
«Βρε, εδώ κρυβόσασταν, άταχτα παιδιά, μέσα στη βάρκα και πήγε η καρδιά μου στην Κούλουρη; Αμ, δε μού ʼκοψε και μένα να ψάξω πρώτα εδώ!»
Η γιαγιά τους, αν και τα μάλωνε, ήταν γελαστή κι έτσι τα παιδιά πήρανε θάρρος.
«Ου, γιαγιά, πού να στα λέμε. Πήγαμε με τη βάρκα να βρούμε τον μπαμπά…»
«… αλλά χάσαμε το κουπί…»
«… κι ένα κύμα μας πέταξε σ’ ένα πλοίο…»
«… και μετά ένα ψάρι πήδηξε κι αυτό και με το δέρμα του φιάξαμε πανί και ήρθαμε», είπαν με μια ανάσα.
Η γιαγιά σταύρωσε τα χέρια, έγειρε λίγο το κεφάλι στο πλάι, ενώ στα χείλια της φαινόταν ένα χαμόγελο.
«Ώστε έτσι, λοιπόν! Τέτοια καταπληκτικά πράγματα σας συνέβησαν! Βρε, δεν αφήνετε τα παραμύθια, να σας τα λέω εγώ και να σταματήσετε λιγάκι τις σκανταλιές;»
«Αλήθεια σου λέμε γιαγιά! Να, άμα κοιτάξεις θα το δεις το ψαρόπανο. Θα σου γνωρίσουμε και τον καπετάνιο, τον κύριο Παπατρεχαγυρευόπουλο. Να, κοίτα!»
Μα καθώς γύρισαν προς το λιμάνι, δεν υπήρχε κανένα καράβι που να μοιάζει έστω και τόσο δα στο καραβάκι του Παρασκευά Παπατρεχαγυρευόπουλου. Στη θάλασσα υπήρχαν μόνο λίγες βάρκες σαν την Ερατώ και στον ορίζοντα δεν λαμπύριζε κανένα ψαρόπανο κάτω από το τελευταίο φως του ήλιου.
Μόνο στον ουρανό, ένα συννεφάκι που έμοιαζε με άγγελο, φάνηκε για μια στιγμή, να τους κλείνει με πονηριά το μάτι.