Ο καθηγητής θεάτρου, σκηνοθέτης και συγγραφέας Ανδρέας Θανασούλας, γράφει για το βιβλίο της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου «Ανεξέλεγκτο Πάθος» και αποκωδικοποιεί την ιστορία πίσω από τις λέξεις, εξηγώντας με τρόπο γλαφυρό, γιατί αξίζει να διαβαστεί.
Έπειτα από τις σπουδές μου στο μεταπτυχιακό της Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, άρχισα να αναθεωρώ τις σκέψεις μου για την απλή περιγραφή γεγονότων και καταστάσεων μέσα από τη διήγηση. Άρχισα να ενδιαφέρομαι περισσότερο για εκείνη την εξιστόρηση που εμπεριέχει τις λεπτομέρειες μέσα από δείκτες, μια τεχνική που επιτρέπει στον αναγνώστη να συνθέτει τις εικόνες χωρίς να τις παραθέτει ευθέως ο συγγραφέας. Κάτι που υπονοεί και ο Άντον Τσέχωφ στον «Γλάρο», όταν λέει πως αντί για την εξεζητημένη περιγραφή μιας «φεγγαρόλουστης βραδιάς», γράψε καλύτερα «ο σπασμένος λαιμός μιας μπουκάλας που λάμπει στο βυθό της στέρνας και ο τροχός του μύλου που ρίχνει μια μαύρη σκιά».
Η εξιστόρηση της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου δεν ανήκει στην δεύτερη κατηγορία κι αυτό αποτέλεσε αρχικώς ένα σημείο αντίδρασης. Διαπίστωσα, όμως, στη συνέχεια πως διάβαζα το βιβλίο απνευστί, χωρίς να θέλω να το αφήσω. Αρκετές ώρες μετά την ανάγνωση του βιβλίου μπήκα σε μια διαλεκτική συλλογιστική, όπου συγκρούονταν τα ζητήματα καλλιτεχνικής τεχνικής με το άρτιο τελικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, για να καταλήξω στο συμπέρασμα πως το ένα δεν είναι προϋπόθεση για το άλλο.
Το ίδιο, άλλωστε, συμβαίνει και στην υποκριτική τέχνη. Καλείσαι να υποδυθείς έναν άλλον άνθρωπο που έχει δικό του παρελθόν, δικές του έγνοιες, δικά του θέλω, τη δική του σχέση με τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου και που μπορεί να μην συνάδει με την προσωπική σου αίσθηση για το άλλο πρόσωπο.
Η άρτια τεχνική λέει πως πρέπει να τα θυμάσαι όλα αυτά και να τα ανακαλείς με τη φαντασία σου και την πίστη πως είναι έτσι πραγματικά˙ να ακούς σαν τον άλλον ήρωα, να κάνεις σιωπηρές σκέψεις σαν να είσαι ο ήρωας που υποδύεσαι. Είναι μια ιδιαίτερη τεχνική, που, όσο πιο πολύ την χρησιμοποιείς τόσο πιο εύκολο είναι να ξεχάσεις τα λόγια που έχεις να εκφωνήσεις.
Η συγγραφέας που δίνει ζωή στους ήρωες, ενδιαφέρεται να προασπίσει τα κίνητρά τους και το δικαίωμα επιλογής
Έτσι και η Δήμητρα Παπαναστασοπούλου, αν είχε ενστερνιστεί την τεχνική των έμμεσων περιγραφών θα είχε χάσει τελικώς σε καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Ακόμα και με την πιθανότητα, κάτω από την πίεση των καταιγιστικών ρυθμών ζωής, η πλειοψηφία των αναγνωστών να σταματούσε την ανάγνωση πριν το τέλος, όπως συμβαίνει με πάρα πολλά λογοτεχνικά έργα.
Ο μύθος του «Ανεξέλεγκτου Πάθους» δεν συνοψίζεται απλώς στην αφήγηση της προσωπικής ιστορίας της κεντρικής ηρωίδας. Είναι η αφήγηση κομβικών σημείων της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, από το 18ο αιώνα έως τη Μεταπολίτευση, μέσα από την ανάπτυξη των συμβαινόντων που αφορούν σε δύο οικογένειες με διπολικά χαρακτηριστικά, ως προς την οικονομική ευρωστία και το κοινωνικό στάτους.
Ας μην φανταστεί κανείς πως το βιβλίο εμπλέκεται σε μανιχαϊστικές θεωρήσεις για τη μάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Πρόκειται περισσότερο για μια συγκρουσιακή δομή ανάμεσα σε ήρωες, των οποίων η κοινωνική θέση επιβάλει τον έλεγχο των παθών, μια κατάσταση όπου τα πάθη κοντρολάρονται λιγότερο – κυρίως από το φόβο του κοινωνικού περίγυρου – και μια τρίτη κατεύθυνση, αυτή του καταστροφικού ανεξέλεγκτου πάθους που τελικώς δεν είναι μια προσωπική υπόθεση, αφού σε έναν αδιάρρηκτο κοινωνικό ιστό, κάθε πράξη μας εμπερικλείει και τους περιοίκούς μας.
Με κεντρικό πρόσωπο την Παρασκευή, η οποία καθόλου τυχαία μετατρέπει το όνομά της σε Φρίντα, κάτι που υποδηλώνει την επιδιωκόμενη αλλαγή ταυτότητας που το καταφέρνει, αλλά και την πορεία προς την επιστροφή που σηματοδοτείται από μια επίσκεψη στο πατρικό της και την προσφώνησή της από τις γειτόνισσες με το βαπτιστικό της. Η συγγραφέας θα ακολουθήσει όλη την πορεία της Παρασκευής προς τη Φρίντα, που αφηγηματικά στηρίζεται από τη μετάβαση στην μεγαλοαστική τάξη και την ολοκλήρωση προς το Παρασκευούλα που μας επιτρέπει να σκεφτούμε το υποκοριστικό όχι σαν ένδειξη παιδικότητας, αλλά σαν προέκταση του οίκτου μας.
Το μυθιστόρημα επιστρατεύει και την τεχνική της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας
Ο τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής αφήνει να διαφανεί μια μικρή μεροληπτική στάση υπέρ των ανθρώπων που μπορούν να ελέγχουν όσο το δυνατόν περισσότερο τα πάθη τους, αλλά δεν αφήνει αδικαιολόγητους και τους υπόλοιπους˙ αναζητά όσο το δυνατόν πειστικότερες αιτίες και μηχανισμούς αναπαραστάσεων για να δικαιολογήσει, όσο το δυνατόν, τις πράξεις τους. Η συγγραφέας που δίνει ζωή στους ήρωες, ενδιαφέρεται να προασπίσει τα κίνητρά τους και το δικαίωμα επιλογής, αφού σαν γνήσια μάνα τους έθρεψε καιρό με τον πλακούντα της μελάνης.
Είναι γενικώς αποδεκτό πως ένας πρωτοπρόσωπος αφηγητής που αφηγείται την ιστορία από μέσα και γνωρίζει μόνο όσα γεγονότα υπέπεσαν στην αντίληψή του, προσφέρει περισσότερα εχέγγυα πειθούς. Επιπλέον, όμως, υπογραμμίζει αφηγηματικά την αβεβαιότητα της μετανεωτερικής κοινωνικής ρευστότητας. Στην εποχή των τρομακτικών ταχυτήτων, το να τα ξέρει κάποιος όλα και να τα αφηγείται μέσα από τη γνώση ενός παντεπόπτη αφηγητή, μοιάζει ασυμβίβαστο με την ιστορική πραγματικότητα.
Ωστόσο, η συγγραφέας μοιάζει να χρησιμοποιεί την τεχνική του αφηγητή σε πρώτο πρόσωπο, αλλά και του εσωτερικού μονόλογου μέσα από διαλόγους όταν ακριβώς θέλει να γιγαντώσει την αβεβαιότητα ενός προσώπου από το έργο, όπως αυτό του Παύλου, ενός προσώπου από την μεγαλοαστική οικογένεια. Επίσης, κάνει χρήση πρώτου προσώπου και στη φόρμα της εξομολόγησης, είτε για να παρουσιάσει κρυφές πτυχές των γεγονότων, είτε για να απελευθερώσει τους ήρωες από το ψυχολογικό φορτίο τους.
Οι χαρακτήρες διαπλέκονται στα όρια του ρεαλιστικού με μια συμπύκνωση που την κάνει να ακροπατά στο ρομαντικό ύφος. Είναι, άλλωστε, αναπόφευκτο όταν αφηγείσαι δύο αιώνες ιστορία χωρίς να αποποιείσαι τη γλαφυρότητα του πεζογραφήματος, να οδηγηθείς σε συμπυκνώσεις ζωής που κάνουν τους ήρωες να μοιάζουν με φάσματα που ακροβατούν στα όρια της υπερβολής, αφού πρέπει να πεις τη βιογραφία τους σε λίγες στην πραγματικότητα σελίδες.
Το βιβλίο της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου αξίζει να διαβαστεί για πολλούς λόγους
Η συγγραφέας μοιάζει να σκηνοθετεί το χώρο και το χρόνο σε αποσπασματικές ενότητες που θυμίζουν θέατρο ή κινηματογράφο και να περιγράφει τις εξωτερικές, αλλά και τις εσωτερικές αντιδράσεις των ηρώων. Τους αφήνει να πορεύονται μέσα σε αντιδιαμετρικούς χώρους αισθητικής από ακριβά σπίτια και λόμπυ, έως τις ξεχασμένες πια προσφυγικές παραγκουπόλεις των φτωχικών συνοικιών του Πειραιά, αλλά και στο ξεχασμένο πορνείο των Βουρλών, στις ταυρομαχίες και στις συνοικίες των τσιγγάνων στην Ανδαλουσία, και κρατά με πειστικότητα τη διαχείριση του χώρου και του χρόνου σε καθένα από αυτά, χωρίς να προδίδει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ψυχοσύνθεσής τους, της παιδείας και της αισθητικής τους.
Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στην ιστορικότητα του μυθιστορήματος με την καταστροφή της Σμύρνης που έχει, έτσι κι αλλιώς, τροφοδοτήσει τη λογοτεχνία μας με πλήθος κειμένων, αλλά και το μπλόκο της Κοκκινιάς, την αιχμαλωσία των Γερμανών στρατιωτών στην Κερπινή Καλαβρύτων, πράξη που έδωσε την αφορμή για το ολοκαύτωμα της πόλης. Αν και η συγγραφέας δεν αναφέρεται καθόλου στην εκτέλεση, χρησιμοποιεί την αφορμή για να μας το θυμίσει. Τα πρόσωπα απαρτίζουν την ιστορική πραγματικότητα. Αντάρτες αγωνιστές ή απλοί σύνδεσμοι, αμέτοχοι παντελώς πολίτες μέσα από την προσπάθεια διαφύλαξης της ακεραιότητάς τους, αλλά και ταγματασφαλίτες συνεργάτες των κατακτητών.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω ότι εκτός από τα εμπεριστατωμένα ιστορικά γεγονότα που αναφέρονται, το μυθιστόρημα επιστρατεύει και την τεχνική της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, για να μας ξεναγήσει σε χώρους και ατραξιόν που πιθανά δεν θα επισκεφτούμε ποτέ ή κι αν επισκεφτούμε, θα είχαμε εκ προοιμίου μια σημαντική βοήθεια.
Το βιβλίο της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου αξίζει να διαβαστεί για πολλούς λόγους. Αναμφιβόλως, προσφέρει τα στοιχεία που αγαπά και απολαμβάνει ο αναγνώστης, διότι κρατά την ισορροπία μεταξύ της αμείωτης δράσης και του ψυχογραφήματος.
Ανδρέας Θανασούλας, Οκτώβριος 2017
* Το βιβλίο «Ανεξέλεγκτο Πάθος» της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμπειρία Εκδοτική.