ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΤΣΙΑΤΑ
– Γιαγιά, ο Θεός κλαίει;
– Δεν ξέρω, δεν τον έχω γνωρίσει από κοντά.
– Θα τον γνωρίσεις όταν θα ανέβεις κάποια μέρα στον ουρανό;
– Νομίζω ότι θα τον γνωρίσω, θέλω να τον γνωρίσω.
– Και θα είσαι χαρούμενη που θα είσαι κοντά του;
– Φυσικά. Όλοι όσοι πάνε στον ουρανό είναι χαρούμενοι που είναι κοντά στο Θεό.
– Θα είσαι πιο χαρούμενη από τώρα που είσαι μαζί μου;
– Θα είμαι το ίδιο χαρούμενη γιατί θα βλέπω από ψηλά ότι εσύ, εδώ, είσαι ευτυχισμένος.
– Μα αφού θα μου λείπεις δεν θα μπορώ να είμαι ευτυχισμένος.
– Ίσως στενοχωρηθείς λίγο τον πρώτο καιρό όμως δεν θα σου λείπω. Θα έρχομαι στα όνειρά σου και θα τα λέμε και κάθε φορά που θα με θυμάσαι, θα είναι σαν να είμαι κοντά σου.
– Γιαγιά, όταν θα πας στον ουρανό, εγώ θα μπω σε ένα αεροπλάνο και θα έρθω να σε πάρω.
– Λες να με αφήσει ο Θεός να γυρίσω πίσω;
– Δεν με νοιάζει. Εγώ θα σε πάρω από αυτόν. Θα σε πάρω με το ζόρι και τότε θα δούμε αν θα κλάψει.
– Τον Θεό τον αγαπάμε. Δεν θέλουμε να τον κάνουμε να κλαίει.
– Δηλαδή εσύ προτιμάς να κλαίω εγώ;
… (σιωπή) … κάνω πως ψάχνω κάτι στο ψυγείο. Κάθεται στο πάτωμα σκεφτικός κρατώντας ένα αυτοκινητάκι. Πρέπει να απαντήσω.
– Όχι, δεν θέλω να κλαις, γι’ αυτό και κάνω ό,τι μπορώ για να σε βλέπω να γελάς.
Κάθομαι δίπλα του στο πάτωμα, τον παίρνω αγκαλιά και του δίνω ένα δυνατό φιλί στα μαλλιά. Τραβιέται.
– Γιαγιά, στον ουρανό πάνε οι γριούλες γιαγιάδες. Εσύ δεν είσαι γριούλα. Δεν θα πας ποτέ στον ουρανό.
– Αν δεν πάω στον ουρανό πώς θα μάθουμε αν ο Θεός κλαίει!
– Γιαγιά, νομίζω τελικά ότι ο Θεός κλαίει.
– Πώς το έβγαλες αυτό το συμπέρασμα;
– Εσύ δεν λες ότι ο Θεός αγαπάει όλο τον κόσμο;
– Έτσι είναι.
– Αφού μας αγαπάει πολύ, όταν κάνουμε κάτι κακό, θα μας βλέπει, θα στεναχωριέται και θα κλαίει.
– Μα δεν κάνουμε κάτι κακό.
– Εμείς δεν κάνουμε αλλά υπάρχουν άλλοι άνθρωποι που κάνουν κάτι κακό, έτσι δεν είναι; Τότε τους βλέπει και κλαίει.
– Δεν ξέρω, πιθανόν.
– Να δεις που όταν βρέχει, η βροχή είναι το κλάμα του Θεού και κρύβεται πίσω από τα σύννεφα για να μη τον δούμε.
– Αφού λοιπόν βγάλαμε το συμπέρασμα ότι ο Θεός κλαίει, δεν χρειάζεται να ανέβω στον ουρανό για να τον δω και από κοντά,
… απαντώ και του δίνω ακόμα ένα φιλί, ενώ προσπαθώ να ξεδιπλώσω τα γόνατά μου και να σηκωθώ από το πάτωμα. Από μέσα μου παρακαλώ τον Θεό, είτε κλαίει είτε όχι, να βάλει το χέρι του να μη συνεχιστεί αυτή η συζήτηση γιατί φοβάμαι μη πω κάτι που θα ταράξει το μικρό του μυαλουδάκι.
Στο δωμάτιο μπαίνει αγουροξυπνημένη από τον μεσημεριανό της ύπνο η μικρή του αδερφή. Τρίβει τα μάτια της και κάθεται δίπλα του.
– Σίσσυ, η γιαγιά δεν θα πάει στον ουρανό ποτέ. Θα είναι πάντα μαζί μας.
Είναι τόσο χαρούμενος με την ανακοίνωση που της κάνει όμως εκείνη βάζει τα κλάματα. Την παίρνω αγκαλιά και προσπαθώ να καταλάβω γιατί κλαίει. Μετά από λίγο σταματάει.
– Εγώ θέλω να πάει στον ουρανό. Μου έχει υποσχεθεί ότι πριν φύγει για τον ουρανό, θα μου δώσει το δαχτυλίδι της και τα σκουλαρίκια της.
Επεμβαίνω σε ύστατη προσπάθεια να τελειώνει όλο αυτό το θέμα για το στερνό μου ταξίδι και το κλάμα του Θεού.
– Λοιπόν, θα σου δώσω το δαχτυλίδι μου και τα σκουλαρίκια μου όταν γίνεις δεκαοκτώ χρονών, εντάξει;
– Πότε θα γίνω δεκαοκτώ χρονών γιαγιά;
– Σε δεκαπέντε χρόνια.
– Είναι πολλά γιαγιά;
– Όχι αγάπη μου. Είναι λίγα. Θα περάσουν γρήγορα και θα γίνεις μια όμορφη δεσποινίδα.
– Και τότε θα μου δώσεις να φοράω το δαχτυλίδι σου και τα σκουλαρίκια σου;
– Ναι καρδούλα μου.
Κάθομαι πάλι στο πάτωμα και ανοίγω ένα κουτί με παζλ ελπίζοντας να ξεχαστούν με το παιχνίδι. Και… ω τι θαύμα, άρχισαν να ψάχνουν τα μικρά κομμάτια που θα ταίριαζαν μεταξύ τους.
«Σε ευχαριστώ μεγαλοδύναμε», σκέφτηκα, ενώ τα έβλεπα να παίζουν.