ΔΙΗΓΗΜΑ: ΝΙΚΟΛ ΚΟΥΡΟΜΙΧΕΛΑΚΗ
Η καταιγίδα κατέβαινε από τα βουνά ορμητική.
Την είχαν διαλέξει τα Χριστούγεννα και εκείνη ένοιωθε ότι ο δρόμος ήταν μεγάλος μέχρι να κατηφορίσει από τα σύννεφα, να φτάσει στη μεγάλη και πολύβουη πολιτεία, και να ξημερώσει μέσα στη μεγάλη φάτνη που είχε στηθεί στην πλατεία Συντάγματος. Ο κόσμος, ένας μπουκέτο ανθισμένων ομιλιών, και ένας φιδόστρωτος γκρι τάπητας η Αθήνα, συννέφιαζε με τις φλύαρες ομιλίες τη μεγάλη γιορτή· ήταν ήδη προπαραμονή Χριστουγέννων.
Γύρω στις τρεις έπρεπε να είναι στο γραφείο του και η καταιγίδα ήδη μαινόταν με πάθος πάνω από τον αθηναϊκό ουρανό, πάνω από το γκρίζο του κασκέτο. Πέρασε σαν σίφουνας μπροστά από τους πάγκους των μικροπωλητών στην οδό Αθηνάς, και εκεί δίπλα στο Μοναστηράκι, άκουγε ήδη τους ήχους ενός πλανόδιου που έπαιζε τα κάλαντα με ένα βιολί κακοποιώντας με τον χειρότερο τρόπο τις ξεφλουδισμένες χορδές – τουλάχιστον έτσι του φάνηκε.
Ήταν μόνος. Μα αυτό το επιδίωκε μια ζωή, έχοντας αναλάβει από μικρός τα ηνία της εταιρείας του πατέρα του, μιας εταιρείας που έφτανε μέχρι το μακρινό Λονδίνο και τη Μαδρίτη. Επιδίωκε να μείνει μόνος και αυτοκυρίαρχος και δεν μπορούσε να καταλάβει την επιβεβλημένη χαρά της χαρμόσυνης καλοσύνης στους χυτούς δρόμους, ούτε να είναι ελεήμων με μερικά παιδάκια μεταναστών που γκρέμιζαν στα μάτια του τον αέρα ματαιοδοξίας της πολιτείας. Δεν είχε περάσει ποτέ δύσκολα στην υπέροχη ζωή του, είχε γνωρίσει πάντα τη χλιδή και την πολυτέλεια και αυτά τα βρώμικα πρόσωπα που έβλεπε στο κέντρο της πόλης, ένοιωθε ότι ασέλγησαν στην αισθητική του.
Ένοιωθε ένα παράλογο συναίσθημα να σιγοκαίει μέσα του, να βουτήξει μέσα σε αυτόν τον οχετό, στη βρωμιά της πόλης, και να σπαταλήσει κάθε δευτερόλεπτο της ζωής του να τον καθαρίσει, να εξαγνίσει κάθε ελεημοσύνη, κάθε απόπειρα βιασμού αξιοπρέπειας, κάθε ίχνος ναρκομανή που θα έχωνε τη σύριγγα με μανία στο μπράτσο στα στενά, στο Μοναστηράκι και της οδού Αιόλου, ακριβώς κάτω από το βλέφαρο της Ακρόπολης και του ιερού βράχου. Ένοιωθε τη βρωμιά στα ρουθούνια του και μια αγανάκτηση ανέβαινε στα πνευμόνια του, αλλά δεν ήξερε αν ήταν η δική του αδημονία να φτάσει στη δουλειά η απέχθεια του γκρίζου τάπητα του περιθωρίου που ήξερε καλά να κρύβει η πόλη κάτω από το γυαλιστερό της περιτύλιγμα. Ένοιωθε να τον στραγγαλίζει αυτή η σκοτεινή εικόνα και να του αφαιρεί τη δροσιά των τριάντα πέντε χρόνων του, αφήνοντας τον παρέα μαζί με τους παρίες της ζωής.
Δεν ήθελε να βλέπει την ενοχλητική θωριά τους, γκρίζαραν την εικόνα αυτής της πόλης, τους κροτάφους του που επικίνδυνα γκρίζαραν κι αυτοί, τώρα τελευταία. Περνούσε από τις βιτρίνες και κοιτούσε τον εαυτό του με ένα ενοχλητικό γκρίζο κουστούμι, με ένα ψεύτικο γκρίζο χαμόγελο – με ένα ανέντιμο, ευγενικά προσεγμένο λεξιλόγιο.
Πλησίαζε τώρα κοντά στην Πανεπιστημίου και η νύχτα τον έζωνε, τον έβαζε μέσα στο τσεπάκι της μαύρης γης που άπλωνε. Οι άνθρωποι που ήταν ξαπλωμένοι κάτω πολλοί, το ίδιο και οι επαίτες, άπλωναν τα χέρια τους διψασμένοι για ελεημοσύνη και αγάπη. Εκεί κοντά τους, είχε στηθεί από τον Δήμο ένα πανέρι ανθρωπιάς, ένα κιόσκι που μοίραζε ζεστασιά και ζεστή σούπα μέσα σε αυτό το κρύο δεκεμβριάτικο βράδυ. Στο πόστο της βάρδιας, μια μελαχρινή κοπέλα πανέμορφη σαν κρίνος, κρατούσε ένα δίσκο με ψωμάκια και τα μοίραζε μαζί με το συσσίτιο της αγάπης. Την κοιτούσε ώρα τώρα προσεκτικά και δεν μπορούσε να διαλέξει τα λόγια που θα πρόφερε σε αυτήν.
Ήταν σίγουρος ότι είχε ακυρώσει πολλά ραντεβού με θαυμαστές της για να βρίσκεται εδώ, ήταν σίγουρος ότι θα είχε τόσες κατακτήσεις στο αντίθετο φύλο αν έριχνε έστω μια ματιά με τα μελιά πανέμορφα μάτια. Αλλά εκείνη είχε φυλάξει τα βράδια της για τα παιδάκια των φαναριών της πλατείας Ομονοίας, για τους γερασμένους ανθρώπους που με ανάκατα άσπρα μαλλιά και ένα αποξεχασμένο παλτό στους κυρτούς τους ωμούς ζητιάνευαν ένα βλέμμα ελπίδας και ένα νόμισμα για το βραδινό, μέσα σε μια πόλη βαθιά νυχτωμένη. Είχε κλείσει όλα τα μεθεπόμενά της βράδια για τους αστέγους που κοιμούνταν στα χάρτινα όνειρα μιας κούτας, στην κουβέρτα που ήταν τυχεροί να έχουν ένα τόσο τσουχτερό βράδυ. Είχε κλείσει τα αυτιά της στα κανακέματα και τις συμβουλές των δικών της και των φίλων που της έλεγαν πως χαράμιζε τα νιάτα και τον χρόνο της, που ήταν σαφώς πολύτιμος μόνο για την ίδια, για ανθρώπους δίχως σαφές χρονοδιάγραμμα και μέλλον.
«Καλησπέρα σας, πολύ άγρια νύχτα για τη δουλειά που κάνετε, αντί να έχετε πάει μια εκδρομή, βοηθάτε τους αστέγους και τους απόρους της πόλης με τα γήινα μάτια σας και τα νιάτα σας». Σταμάτησε. Εκείνη τον κοιτούσε αποχαυνωμένη, ζυγιάζοντας τις λέξεις που θα έλεγε, λες και δεν ήθελε να τις ξεστομίσει.
«Καλησπέρα σας και χρόνια πολλά! Είμαι εδώ από την προηγούμενη εβδομάδα και δεν με φοβίζει καθόλου, ούτε το τσουχτερό κρύο ούτε η νύχτα και οι προκλήσεις. Ξέρω ότι θα μπορούσα να είμαι αλλού προπαραμονή Χριστουγέννων, αλλά θα είμαι και αύριο και μεθαύριο εδώ, πιστή στη θέση μου. Είναι άλλωστε Χριστούγεννα!»
Είχε θυμηθεί τώρα ο ίδιος ότι αυτό το αίολο επιχείρημα είχε θρονιαστεί μέσα στον ανεξάντλητο χρόνο του από μικρό παιδί, τότε που είχε την πολυτέλεια να κοιτάζει τις μπλε μπάλες του χριστουγεννιάτικου δέντρου για ώρες που έμοιαζαν αιώνες ατελείωτοι. Ένοιωθε αποσβολωμένος, αλλά δεν ήξερε τι τον κρατούσε σε αθέμιτη αναγκαία εγρήγορση… ήταν τα μελιά μάτια, η θερμή ανθρώπινη, επίγεια φωνή, το μεγαλείο της διαθεσιμότητας του χρόνου, η ζεστή, άδολη ανθρωπιά; Επί γης ειρήνη και εν ανθρώποις ευδοκία…Κάποια ξεχασμένη ηχώ ξανάνιωνε καιρό τώρα σβησμένη σε κάποιο χρονοντούλαπο ιστορίας και λυσσαλέας χάρτινης πείνας… πείνας όχι για ένα χαρτόκουτο προστασίας από το κρύο, αλλά πείνα για το χάρτινο πόλεμο για τον όποιο όλα γίνονταν στον κόσμο όπως τον ξέρουμε, τον χαρτοπόλεμο του χρήματος…
«Θα μείνετε όλο το βράδυ; Θέλετε τη βοήθειά μου», την είχε ρωτήσει άξαφνα, ούτε ο ίδιος το αντιλήφθηκε λες και είχε προφέρει για πρώτη φορά τις λέξεις.
«Ναι, όλο το βράδυ… το πρωί θα έρθει μια φίλη μου να βοηθήσει. Σας ευχαριστώ πολύ, μα δεν χρειάζομαι κάτι, μου φτάνει η ευγνωμοσύνη και η αγάπη…
Έφυγε βιαστικά λες και του είχαν δώσει ένα γερό χαστούκι.
Eν τω μεταξύ στο γραφείο του, οι φωτιές είχαν ανάψει και οι συζητήσεις και οι διασκέψεις έδιναν και έπαιρναν. Έφτασε αργοπορημένος και ο ιδρώτας από το τρέξιμο καθώς ανέβαινε τις σκάλες του μετρό, τον είχαν κάνει να βγάλει γρήγορα το μπουφάν και το κασκόλ του. Είχε πείνα αληθινή για την εταιρεία που με δυσκολίες είχε χτίσει ο θείος του και είχε εργαστεί με όλο του το είναι για να έχει πολυτέλειες και ανέσεις στη ζωή του. Ένα σπίτι διώροφο με αρχιτεκτονική πολλών επιπέδων και θεά σχεδόν όλη την Αθήνα, μια γρήγορη, τελευταία έκδοση ιταλικού αυτοκινήτου, ταξίδια σε Ρώμη, Μιλάνο, Νέα Υόρκη και Ισπανία… πολλά κουστούμια και πουκάμισα για να κρύβουν μια καλά επιμελημένη αυθεντία που ακύρωσε κάθε έννοια συναισθήματος, κάθε συγκίνησης, που δεν χωρούσε στο αυστηρά προσεγμένο του κουστούμι.
Έστρωσε τα μανίκια του σακακιού του και το παντελόνι του. Ακόμα του ερχόταν στο μυαλό η μελαχρινή κοπέλα που τώρα είχε την εντύπωση ότι είχε έρθει μέχρι και στα όνειρά του, μόνο και μόνο ως ευτυχία. Είχε αφεθεί σε μια συγκίνηση που δεν την περίμενε και έβρισκε αγνώριστο τον εαυτό του. Ο νεκρός του πατέρας θα τον συμβούλευε πάντα να δίνει το βλέμμα του μόνο σε ανθρώπους της εργασίας και της προσπάθειας, θεωρώντας αχαλίνωτη τεμπελιά τη φτώχεια και την ανεργία. Δεν έβρισκε καμιά δικαιολογία για αυτές τις καταστάσεις, όπως δήλωνε στο γιο του.
Έστρωσε τα μανίκια του…
Μπήκε στο γραφείο του θείου του… στο μυαλό του στριφογύριζε σαν ένα δροσερό αεράκι η φράση της μελένιας κοπέλας: «Είναι Χριστούγεννα. Σαν να του έλεγε, σαν να του φώναζε τι άλλο περιμένεις για να αγαπήσεις εντέλει σε αυτή τη ζωή,σε αυτήν ήρθαμε για να νοιώσουμε, να καταποντιστούμε, να δώσουμε. Απλά ρήματα, απλά πράγματα που δεν χρειάστηκε να τον προβληματίσουν ποτέ. Μπήκε ο θείος του με ένα ύφος βαρύ και μελανιασμένο πρόσωπο. Πρώτη φορά τον είχε δει τόσο σκεπτικό.
«Καλησπέρα! Θα στο πω κατευθείαν γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος, ανιψιέ. Η εταιρία τώρα τελευταία είχε πολλά προβλήματα που νομίζαμε ότι θα λυθούν, θέματα που έκρυβα και που νόμιζα ότι θα λυθούν. Πτωχεύσαμε! Έχει ξεπουληθεί και το δικό μου και το δικό σου μερίδιο στην εταιρία του εξωτερικού…»
Αισθάνθηκε ένα γερό χαστούκι στο αριστερό μάγουλο, εκείνος δεν είχε ξεπουληθεί. Δεν ήταν σαν το προηγούμενο χαστούκι που είχε αισθανθεί εκεί, στην πλατεία Συντάγματος. Εκείνο τον είχε πονέσει διαφορετικά, αυτό ήταν σαν να τον ξυπνούσε από έναν χρόνιο λήθαργο. Φυσικά τον πόνεσε, αλλά με τον τρόπο που μια μητέρα συμβουλεύει και λέει αλήθειες στο παιδί της, με τον τρόπο που η γνώση και τα βιβλία αποκαλύπτουν τα μυστικά τους στους αναγνώστες, με τον τρόπο που οι νότες οδηγούν σε ιδιαίτερη μυσταγωγία τους ακροατές τους.
Δάκρυα ήρθαν στα μάτια του και έπεφταν ζεστά στο μαλακό μάρμαρο, ήρθαν και έφυγαν σαν παλίρροια. Δεν ήξερε γιατί έκλαιγε… αν έκλαιγε για την εταιρεία που ήλεγχε, για την πολυτελή ζωή που έχανε, για τα σπίτια, τα αυτοκίνητα ,το κύρος, τη θέση στην εξέχουσα ζωή που είχε. Όμως για μια στιγμή συνειδητοποίησε ότι έκλαιγε και γι’ αυτό που πότε δεν είχε ζήσει και δεν είχε νοιώσει. Άνοιξε την πόρτα και σαν τρελός βγήκε έξω και άρχισε να τρέχει και να κατεβαίνει ξέπνοος τα σκαλοπάτια. Σαν ζεστό φραντζολάκι η πολιτεία τον ζέστανε, οι άνθρωποι που έπιναν ζεστή σοκολάτα στις κρυφές γωνιές των δρόμων τον κοιτούσαν – σαν με αγάπη, όπως του φάνηκε. Τα φώτα του χριστουγεννιάτικου δέντρου, που για πρώτη φορά παρατηρούσε, τον θέρμαινε με μια φλόγα διαφορετική. Είχε σκοτώσει στην προηγούμενη ζωή του τις ελπίδες τόσων ανθρώπων και τώρα ο ίδιος είχε την ελπίδα που του είχαν εμπνεύσει, ότι δηλαδή όσα χρόνια και να περνούσαν, η ανθρωπιά θα βρισκόταν εκεί. Έστω και κατάχαμα, στο τελευταίο σκαλοπάτι του δρόμου, δίπλα σε μια χάρτινη κούτα χωρίς κόκκινα περιτυλίγματα…
Ήξερε πού πήγαινε. Πέρασε τα τελευταία κόκκινα φανάρια των δρόμων, εκεί που οι αστυνομικοί έκαναν περιπολία σαν να περνούσε τα τελευταία σύνορα που τον χώριζαν από μια πατρίδα, άγνωστη μέχρι τώρα. Έφτασε στα μελιά μάτια που τώρα τον κοιτούσαν με απορία και με ένα ίχνος αγωνίας. Τα καθησύχασε, της έπιασε σφιχτά το χέρι, μέσα στα δικά του χέρια και της ψιθύρισε, έστω και αργά: «Μια ζεστή σοκολάτα, σε παρακαλώ! Ο θάνατος δεν κοινοποιείται· μόνο η ζωή.