ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ
Ο Γιώργος Σπυράκης είναι δικηγόρος και συγγραφέας. Στο «παιχνίδι» των ερωτοαπαντήσεων της συνέντευξης, απέδειξε ότι η ευστροφία που διαθέτει για να υπηρετήσει τη νομική επιστήμη, μπορεί και μετατραπεί σε «αγρίμι» συγγραφικής έμπνευσης. Η νέα συλλογή αφηγημάτων του με τίτλο «Δεκαεπτά φορές», διαθέτει τον δυναμισμό μιας ευφυούς συγγραφικής πένας που, αναπόφευκτα, διεγείρει συναισθήματα.
ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ: Κύριε Σπυράκη, είστε δικηγόρος και απόφοιτος του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Πόσο κοντά βρίσκεται η Νομική επιστήμη με τη συγγραφή;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΥΡΑΚΗΣ: Όλα αποτελούν συστατικά. Συστατικά ανθρώπου. Κάθε που δικηγορώ, συγγράφω και κάθε που συγγράφω, οφείλω να μην δικηγορώ. Σε κάθε περίπτωση, όλες οι πτυχές ενυπάρχουν στον καθένα μας και τον αυτοκαθορίζουν. Ταπεινή μου άποψη, αλλά ο κάθε λογοτεχνικός χαρακτήρας μοιάζει αθώος.
Μ.Γ.: Τι αντιπροσωπεύει για εσάς η Νομική και τι η συγγραφή;
Γ.Σ.: Υπάρχει, όπως λέμε, μία σύζυγος και μία ερωμένη. Και στις δύο εκφράζεσαι και με τις δύο μαλώνεις και με τις δύο βρίσκεις λίγο τον εαυτό σου.
Μ.Γ.: Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο σας «Δεκαεπτά φορές». Ποιες είναι αυτές οι δεκαεπτά φορές στις οποίες αναφέρεται;
Γ.Σ.: Για την ακρίβεια είναι 16 συν μία ακόμα. Να γράφεις, λοιπόν.
Μ.Γ.: Στο βιβλίο σας περιλαμβάνονται μικρές διηγήσεις που «ξεκινούν ως κείμενα και τελειώνουν στη γραφή», αναφέρεται στο οπισθόφυλλο. Τι θέλετε να τονίσετε;
Γ.Σ.: Κείμενα δίχως γραφή, δύσκολα θα βρούμε. Αυτό που μαγεύει όλους μας είναι η διεργασία εκείνη, το μπέρδεμα του νου που κάνει την ιδέα απόλαυση της διαδικασίας.
Μ.Γ.: «Με τα κείμενα δεν αναμετριέσαι. Τα αφήνεις να σε πλησιάσουν όπως το αγρίμι…», γράφετε. Γιατί παρομοιάζετε τα κείμενα με αγρίμια;
Γ.Σ.: Φέρουν την ίδια γοητεία και άγρια διάθεση να σε κατασπαράξουν. Εσύ όμως και τολμάς και φοβάσαι και τα δημιουργείς. Για την ακρίβεια, τα αφήνεις να βγουν από μέσα σου και μετά δεν υπάρχουν κλουβιά, παρά μόνο η λαχτάρα σου να τα ημερέψεις και να σε πλησιάσουν. Όχι ως συγγραφέα, αλλά σαν αναγνώστη.
Μ.Γ.: Θα έλεγα ότι στο πρώτο κείμενο «Κείμενα αγρίμια», η συγγραφή παρουσιάζεται ως εμμονή. Είναι εμμονή η συγγραφή;
Γ.Σ.: Η συγγραφή είναι τρόπος ζωής και έκφρασης. Αν αυτό σε ορίζει, γίνεται εμμονή. Αν όμως εσύ το ορίζεις, γίνεσαι η εμμονή. Ό,τι και αν γίνεις, δεν του ανήκεις. Το ημερεύεις.
Μ.Γ.: Το λάθος που «από λάθος δεν το έκανες» γράφετε στο κείμενο «Μην». Σε τι είδους λάθη αναφέρεστε;
Γ.Σ.: Αγαπάμε τα λάθη μας, τα γαληνεύουμε και τα κοιτάμε λοξά. Τα αφήνουμε να μας αλλάζουν και τα αλλάζουμε, να μας ταιριάζουν. Μας κάνουν να χτίζουμε πείσματα, πονηριές, δικαιολογίες, απολογίες, μια ζωή άλλη που φέρνει τον κόσμο ανάποδα και στο τέλος καμιά φορά βρίσκουμε τον εαυτό μας. Τα λάθη που ξεχάσαμε είναι κι όσα χάσαμε. Αυτά μας ανήκουν όσο καθετί άλλο.
Μ.Γ.: Σύμφωνα με το κείμενο «Λάθος», το πάθος προσδιορίζεται από τα λάθη;
Γ.Σ.: Στο κείμενο αυτό, το μόνο λάθος είναι το «πάθος» για τον τίτλο (χαμογελάει).
Μ.Γ.: Στο κείμενο «Σε τρεις πράξεις», αναφέρετε: «Μέρες μετά με είδαν να τους κοιτώ. Με κοίταζαν να τους βλέπω. Τους είδα να με κοιτούν. Και με βλέπουν που τους είδα». Ποιοι είναι εκείνοι και ποιον έχουν απέναντί τους;
Γ.Σ.: Συγνώμη, αλλά με βλέπουν που τους είδα τώρα και είναι εκείνοι που τελικά ξέρουν να σας πουν. Εγώ απλώς τόλμησα να κάνω τη στιγμή τους κάτι από τρεις πράξεις και μετά να τρέξω. Αναγνωστικά όμως βρίσκω έναν λόγο να τους μιλήσω, ίσως και να τους ρωτήσω.
Μ.Γ.: Και ποια είναι τα σήματα μορς που οι άνθρωποι αποφεύγουν ν’ αποκωδικοποιήσουν;
Γ.Σ.: _._ ._. .. _ _ ._ _ _ ._ …
Μ.Γ.: Τι θέλατε να τονίσετε στο σκόπιμα ανορθόγραφο κείμενο «Λάθως»;
Γ.Σ.: Ηλικρινά δαιν θιμάμε. Σιγνόμι.
Μ.Γ.: Το «Ανάσα μία» μοιάζει με παραλήρημα. Για τι είδους παραλήρημα πρόκειται;
Γ.Σ.: Όπως το λέτε, μοιάζει. Ίσως τελικά η ζωή μας όλη να είναι κάπως έτσι, δίχως σημεία στίξης και με τον ειρμό να χάνεται στα παρακλάδια των σκέψεων. Μόνο τότε τα παντζούρια ξεσπούν μόνα τους.
Μ.Γ.: Τι προκαλεί το «Διαβάζεις και διαβάζεσαι» σύμφωνα με το κείμενο «Βεντέτα»;
Γ.Σ.: Τι σας προκαλεί και σε τι σας προσκαλεί, λοιπόν;
Μ.Γ.: Τι είδους ανθρώπινες σχέσεις προσδιορίζετε «σαν μια γουλιά κρασί»;
Γ.Σ.: Τις σχέσεις όλων όσοι διατηρούν τα συστατικά των ανθρώπων που αναφέραμε λίγο πιο πριν. Όλους εκείνους που έχουν το δοχείο τους ανοιχτό και επιτρέπουν στον καθένα μας να βουτήξει το χέρι και να επιλέξει ένα και μόνο μπισκότο, στην τύχη.
Μ.Γ.: «Θέλω» είναι ο τίτλος ενός ακόμα κειμένου σας. Ποιο είναι το δικό σας θέλω για εσάς τον ίδιο και ποιο για τους αναγνώστες σας, μέσα από το βιβλίο σας «Δεκαεπτά φορές»;
Γ.Σ.: Δύσκολο να ειπωθεί, δύσκολο να εκφραστεί. Σίγουρα όμως τα κείμενα, τα βιβλία υπάρχουν γιατί και θέλουμε κάτι να πούμε και να μας πουν. Θα ήθελα, λοιπόν, όλοι μας να γίνουμε κείμενα να μας διαβάσουν.
Μ.Γ.: Αφού σας ευχαριστήσω και σας ευχηθώ καλοτάξιδο το βιβλίο σας, θα σας ζητήσω να κλείσετε αυτή τη συνέντευξη με μια αγαπημένη σας φράση μέσα από το βιβλίο.
Γ.Σ.: Η αφιέρωση.
*Το βιβλίο «Δεκαεπτά φορές» του Γιώργου Σπυράκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Libron
Βιογραφικό
Ο Γιώργος Σπυράκης είναι δικηγόρος και απόφοιτος του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Δημιουργικής Γραφής» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.
Γράφει μυθιστορήματα και διηγήματα, ασχολείται με την επιμέλεια κειμένων και αρθρογραφεί σε sites και blogs, αναζητώντας κάτι απ’ τα παιχνίδια του νου μας.
Το 2016 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του με τίτλο ε.σύ (Libron Εκδοτική).
Από τις εκδόσεις Ίαμβος κυκλοφορεί η πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Pequeñas Fobias – Μικρές Φοβίες (2012).