ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΣΤΑ
Έψαλλεν η θάλασσα και γεννήθηκε η Χίος με τις δαντέλες της, τ’ ακρογιάλια της, με κρυφές σπηλιές καλοκαμωμένες, από τον Ποσειδώνα για τις Νηρηίδες και τους Τρίτωνες, που σαλπίζουν και σηκώνεται τραγούδι δυνατό, ονειρικό και κύματα ανταριασμένα.
Χίος, το μοσχομυρισμένο νησί που άνοιξαν οι ουρανοί και το μοίραναν για να ξεσηκώνει τις καρδιές, να πλάθει ανθρώπους με ψυχή, για να τρέχει στις φλέβες τους ο πόθος να μεθούν με τα νερά τα πολυκύμαντα.
Η θάλασσα μάς σηκώνει στα νερά της, μας χαϊδεύει, μας αγκαλιάζει με τα χρώματα της και παίζει με τον μπάτη κρυφά, ευλογημένα παιγνίδια και γαληνεύουν οι καρδιές,
ακούγεται τραγούδι γλυκόλαλο που σπέρνει στις ψυχές δύναμη, κουράγιο και έρωτες θαλασσινούς, γεμάτους μυστικά και γυτιές.
Και οι γαλαξίες οδηγούν τους ναυτικούς μας σ’ ευλογημένα λιμάνια με φάρους ολόλαμπρους ακούγοντας τα λόγια των θεών που ευλογούν τον τόπο μας, τις μυρωδιές μας, τα περιβόλια μας, την γνώση μας, την σοφία μας, την άγια φιλοξενία των γυναικών μας τώρα και των γιαγιάδων μας που χαμογελώντας χάριζαν βασιλικό στους διαβάτες σαν μνήμη από το πέρασμά τους.
Τόπος πλατύς ονειρεμένος, βασανισμένος, ξοδεμένος και ξαναγεννημένος από αμίλητες πίκρες, σφαγές και συμφορές μέσα από τον κάτω κόσμο, ξαναγεννήθηκες όμορφο, ονειρεμένο νησί και ο Θεός σε όρισε για τον παράδεισό του.
Πατεράδες, παππούδες, προπάπποι σ’ ένα τιμόνι, όλοι ποτισμένο με το θαλασσινό νερό, παίρνανε μαζί τους τις μνήμες αγκαλιά, σαν μια ψευδαίσθηση και την εικόνα των δικών τους.
Και κάτι θεϊκό όριζε τις τύχες τους, το ριζικό τους, την επιστροφή στα θεία χώματα του ευλογημένου τόπου.
Και ο Άγιος Νικόλας αγκαλιά με τα βαπόρια και τις βάρκες, προστασία και παρηγοριά για τα ατελείωτα ταξίδια, παρηγοριά για τη γυναίκα και τα παιδιά που με θολά μάτια κοιτούν το απέραντο γαλανό νερό με αγωνία, κρατά δυνατά τα παλαμάρια του αγώνα, την απαντοχή της λησμονιάς και τις ψυχές μην και τις γκρεμίσει ο τρελλοβοριάς άβουλες στα πέλαγα.
Και η ομορφιά βλέποντας το χιλιοστόλιστο νησί, ζηλεύει κοιτώντας δακρυσμένη, στοχάζεται πάνω στου νερού τα
χίλια χρώματα και τραγουδά τραγούδια ατελείωτα θαλασσινά με την αύρα να σιγοντάρει σιγοψιθυρίζοντας τον όμορφο σκοπό όταν υψώνεται η Ζωή από το θάνατο, δαφνοστεφανωμένη και δυνατή.
Αθώα μας ζωγραφίζει το αύριο την ψυχή, με θείες πινελιές και αρώματα που διώχνουν τα τρυφερά σκοτάδια για να ξημερώσει το φως της αμφιλύκης, αφρόπλαστο, κυματιστό που μας ευφραίνει με μυρωδιές και φύκια κι’ ευχές που τ’ όμορφο νησί χαρίζει με μουσικές και τραγούδια.
Και η γενναιότητα σβήνει τους λόγους του Μπάιρον «που οι Τούρκοι διαβήκαν, χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα… Η Χίο τ’ όμορφο νησί μαύρη απομένει ξέρα».
Έρχονται τώρα τα πουλιά και κελαηδούν την νέα μέρα και κανείς πια δεν αποκτά καινούργια πατρίδα από μας, δεν μας διώχνει κανείς πια από τη Μυροβόλο Χίο.
Γιατί το νησί μας, Ελεύθερο πια μας χαιρετά, ο Άγιος Μηνάς μάς γνέφει δακρυσμένος με την Παναγιά, οι εκκλησιές μας αχολογούν και τα σήμαντρα, όλα χτυπούν, και μείς, εδώ πάντα θα επιστρέφουμε, εδώ θα προσκυνάμε, στον μοσχοβολημένο τόπο με τα καραβόσπιτα που μας καλεί μας γνέφει και ακουμπάμε την καρδιά μας πάνω στους σπάρτους, το θυμάρι, τη μαστίχα, τους λαλάδες.
Και όλα αυτά γίνονται με το θαύμα της θάλασσας που με γαλήνιες μελωδίες μιας συνεχούς Άνοιξης, κάλλους και Αιγαίου Φωτός και φεγγαρόλουστες νυχτιές, μοσχοβολούν Ελλάδα, με το βλέμμα πάντα στραμμένο στους μακρινούς ορίζοντες
ενός πανάρχαιου πολιτισμού γεμάτου φως!
Αναστασία Κατσικογιάννη – Μπάστα