ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ

Αξιότιμε κύριε υπουργέ,

ομολογώ ότι εξεπλάγην. Δεν ανέμενα από εσάς, έναν πρώην υπουργό και μάλιστα Αρβανίτη, να αγνοεί την καταγωγή της φάρας μας και τη διαφορά μεταξύ των όρων αλβανόφωνος και αρβανιτόφωνος.

Αποκαλέσατε τις Σουλιώτισσες αλβανόφωνες, ενώ αφήνετε να εννοηθεί ότι ήσαν Αλβανίδες φυλετικά και ότι οι Σουλιώτες και όλοι οι «αλβανόφωνοι» του ελληνικού χώρου, αγάπησαν αυτή τη χώρα και απέκτησαν βαθμιαία ελληνική συνείδηση, συμπλέων με την ανάρτησή σας αυτή με ορισμένους από τους γείτονες και τις δικές τους αυθαίρετες και ανιστόρητες θεωρίες και διεκδικήσεις.

Ως Αρβανίτισα και Σουλιώτισσα νιώθω χρέος μου να απαντήσω σε σας αλλά και σε οποιονδήποτε άλλο, ο οποίος από άγνοια ή σκοπιμότητα διαστρεβλώνει την ιστορική αλήθεια και προσθέτει με τις δηλώσεις και τις αναρτήσεις του ύδωρ στην υδρία εχθρών του τόπου, του λαού και της Ιστορίας μας.

Λυπούμαι, βέβαια, διότι για μία ακόμη φορά υποχρεούμαι να αποδείξω τα αυτονόητα και μάλιστα με αφορμή τις δηλώσεις ενός Αρβανίτη, ο οποίος θα όφειλε και λόγω του αξιώματός του αλλά και της καταγωγής του να έχει τουλάχιστον επίγνωση των συνεπειών των λεγομένων του αλλά και πλήρη και τεκμηριωμένη άποψη για την καταγωγή και τη γλώσσα του. Και αν όχι, τουλάχιστον να σιωπά…

Οι Αρβανίτες, κύριε υπουργέ, δεν είναι Αλβανοί και αυτό είναι γνωστό σε όσους μελετητές ασχολήθηκαν με τη δέουσα σοβαρότητα μαζί τους. Και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν φυλετική υποομάδα των Τόσκων, ως τινές ισχυρίζονται μετά περισσής επιπολαιότητος.

Οι Αρβανίτες είναι γνήσιο πρωτοελληνικό φύλο, απόγονοι όντες των Πελασγών, δεν ομιλούν διάλεκτο της αλβανικής αλλά αυτούσια και πρωτοελληνική γλώσσα, την πελασγική, ούσα μητρική της ελληνικής και αλβανικής γλώσσας και όχι μόνο…

Γείτονές μας ιστορικοί αποδέχονται ότι η αρβανίτικη είναι αρχαιοτέρα της σύγχρονης αλβανικής και μητέρα της γλώσσας τους, διεκδικούν όμως την καταγωγή ημών των Αρβανιτών και ιδιαιτέρως την των Σουλιωτών, λατρεύοντες ως δεύτερο, μετά τον Σκεντέρμπεη, εθνικό ήρωα τον Μάρκο Μπότσαρη. Και θα ήταν φρόνιμο και συνετό σε ανθρώπους που εξακολουθούν, όχι όλοι, ευτυχώς, να παραμένουν εγκλωβισμένοι σε προκαταλήψεις και λανθασμένες θεωρήσεις ιστορικών και μελετητών τους και να συνεχίζουν να διεκδικούν, επίσης, να μην τους προσφέρεται η ευκαιρία και το βήμα που επιζητούν από Έλληνες πολιτικούς και δη Αρβανίτες, όπως εσείς.

Διότι η αναφορά και μόνον του Κωνσταντίνου Λεβίδη ως προς τη δική τους γλώσσα είναι αποστομωτική:

«… Όταν τις μελετήση γραφείσας αλβανικάς λέξεις και γνωρίζει καλώς την αρχαίαν ελληνικήν, θέλει εύρει ότι πάσαι είναι αρχαίαι ελληνικαί»…

Οι Αρβανίτες κατοικούσαν σε αυτόν το χώρο από τα πανάρχαια χρόνια (προομηρικά) και όποιος μελετητής έχει ασχοληθεί με τη γλώσσα και τις παραδόσεις τους, αντιλαμβάνεται ότι τόσον γλωσσικά όσον και πολιτισμικά είναι καθαρά ελληνικό φύλο, το πρώτο που εγκαταστάθηκε στο χώρο αυτό από το 4000 π.Χ. και πολύ παλαιότερα. Το σπουδαίο φύλο των Πελασγών, των αλογοτρόφων, όπως η ετυμολογία της λέξης αυτής της αυτεξήγητης μάνας γλώσσας μάς πληροφορεί, το τον ίππον (άτι-κέλη-πέλια) άγον (έλκον) και εισάγον και στον ελληνικό χώρο (Πελίας, Πηλέας, Πέλοπας, ονόματα βασιλέων ισχυρών και ιπποτρόφων του ελλαδικού χώρου, με σπουδαιότερα κέντρα την Ήπειρο, Πελοπόννησο, Κρήτη).

Οι Αρβανίτες του ελληνικού χώρου στη νεότερη ιστορία έλαβαν μέρος στην πρώτη γραμμή σε όλους τους απελευθερωτικούς πολέμους αυτής της χώρας, θυσιάστηκαν γι’ αυτήν, όχι μόνο διότι την αγάπησαν και είχαν ελληνική συνείδηση αλλά κυρίως διότι γνώριζαν ότι ήταν η δική τους χώρα και η κοιτίδα του πολιτισμού και της γλώσσας τους. Ουδέποτε την εγκατέλειψαν και, αποκτώντες πλούτη, σ’ αυτήν επένδυσαν τους κόπους και το μέλλον των παιδιών τους.

Με τους Σουλιώτες δε και τις Σουλιώτισσες οφείλετε και εσείς αλλά και όσοι αναφέρονται στους απροσκύνητους αυτούς αετούς της Ηπείρου μας, Έλληνες Αρβανίτες, να είστε ιδιαίτερα προσεκτικοί.

Διότι είναι εκείνοι που έδωσαν στη χώρα μας το περισσότερο αίμα, βρέθηκαν μακριά από τον τόπο τους και ελάχιστα έλαβαν ως ανταμοιβή για την προσφορά τους από το επίσημο ελληνικό κράτος…

Όσον αφορά δε την επίγνωση της ελληνικής καταγωγής τους, θα σας απαντήσω μέσα από το στόμα του ίδιου του γερακιού του Σουλίου, του Μάρκου Μπότσαρη Σουλιώτη, σε επιστολή του προς τον Μπάιρον από το Μεσολόγγι και στη συνομιλία του με τον Αγοβασσιάρη (μουσουλμάνο Αλβανό) στην τελευταία διαπραγμάτευση για την δήθεν παράδοση του Μεσολογγίου.

Σε επιστολή του προς τον Μπάιρον, στις 8 Αυγούστου 1823, ο Μάρκος αναφέρει: « Το γράμμα σας, με ενέπλησε χαράς… Κανέν εμπόδιον ας μη σταματήσει τον ερχομόν σας εις το μέρος τούτο της Ελλάδος. … Απόψε σκοπεύω κάτι να επιχειρήσω εναντίον ενός σώματος Αλβανών εξ έξη έως επτά χιλιάδων, στρατοπεδευμένων σιμά εις αυτό το μέρος».

«…Ο Άγος δε του είπε:
«Καπετάν Μάρκο, εγώ δεν σε είχα φίλο ούτε για το “Ντίνι” ούτε για το “Δοβλέτι” (ούτε για την πίστη ούτε για τη βασιλεία) και γι’ αυτό δεν περίμενα να με ξεγελάσεις» (σ.σ.: Ο Μάρκος προσποιήθηκε τη διαπραγμάτευση για να δώσει χρόνο στους Μεσολογγίτες να προετοιμασθούν).

«Είναι αλήθεια αυτά που μου λες, Άγο», του απάντησε ο Μάρκος, «αλλ’ η συμμαχία αυτή και η μεταξύ μας φιλία καταστράφηκε προ καιρού, διότι, ενώ εσείς οι Αρβανίτες (σ.σ. εδώ εννοεί τους Μουσουλμάνους Αλβανούς), οι οποίοι είστε μία φυλή με τους Έλληνες, έπρεπε να αγκαλιάσετε την απόφαση της απελευθερώσεως των Ελλήνων και όλοι μαζί να πασχίσουμε να διώξουμε τους χαλτούμπιδες, που ήλθαν και κατέκτησαν τον τόπο μας και θεωρούν εμάς (σ.σ.: Έλληνες και Σουλιώτες) μεν ως σκλάβους, εσάς δε (σ.σ.: μουσουλμάνους Αλβανούς) ως ντουνμέδες (αρνησίθρησκους), εσείς με περισσότερο ζήλο από αυτούς τρέχετε να καταστρέψετε τους Έλληνες. Λοιπόν ποια φιλία, συμμαχία και μεταξύ μας μπέσα θα έχουμε στο εξής;»

Ο δε είπε:

«Δεν μπορούμεν να αποχωρισθούμε από το Δοβλέτι»
και ο Μάρκος του απάντησε:
«Ούτε εμείς από το έθνος μας και την κυβέρνησή μας…»
(Λάμπρου Κουτσονίκα «Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως»).

Αλλά, κύριε υπουργέ, διαβάζοντας την ανάρτησή σας, λυπάμαι και για έναν ακόμη λόγο.
Το μέγα λάθος των Αρβανιτών σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο ήταν ότι λόγω της αγραμματοσύνης τους και της εξ αυτής άγνοιας οι παππούδες μας επέτρεψαν να απαξιωθεί η καταγωγή και η γλώσσα τους. Ο Αρβανίτης λησμόνησε τις παραδόσεις του και την ξεχωριστή πανάρχαια γλώσσα των παππούδων του την έθεσε στο περιθώριο -αυτή την προκατάληψη του πέρασαν, γιατί πίστευαν οι αδαείς ότι η αρβανίτικη ήταν μία απλή και ελλιπής γραμματικά και λεξιλογικά γλώσσα, μπροστά στον πλούτο της ελληνικής, την οποία στο σχολείο διδάσκονταν και σ’ αυτή σπούδαζαν τα παιδιά τους.

Μέγα λάθος και της Πολιτείας να προσπαθεί να αποκόψει τους παππούδες και τους γονείς μας από τη γλώσσα και τις ρίζες τους, προκαλώντας τον λεγόμενο αυτοϋποβιβασμό (self-deprecation), σύμφωνα με τον Αμερικανό γλωσσολόγο Eric Hamp, το συναίσθημα της κατωτερότητας απέναντι στους ομιλούντες μονάχα την ελληνική στο κοινωνικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα οι Αρβανίτες σε όλο τον ελλαδικό χώρο να κτίζουν την νέα πολιτισμική τους ταυτότητα πάνω στη σταδιακή απαξίωση της ίδιας τους της γλώσσας.

Μέγα επίσης λάθος και ημών των νεοτέρων οι οποίοι επίσης αργήσαμε να αντιληφθούμε την μεγάλη αξία της.

Οι Βλάχοι, οι Πόντιοι, ακόμη και οι Ρομά πασχίζουν να κρατήσουν ζωντανά τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους με περηφάνια για την καταγωγή και την ιστορία τους.

Εμείς επιτρέψαμε και συνεχίζουμε να επιτρέπουμε, στο βωμό μιας εσωστρέφειας και ενός αδικαιολόγητου προβληματισμού και σκεπτικισμού μπροστά στις διεκδικήσεις ορισμένων από τη γείτονα χώρα, να χαθούν τα παλαιά έθιμα, οι καλά φυλαγμένες κάποτε στα σεντούκια των γιαγιάδων μας ενδυμασίες, οι ιδιαίτερες και αξιοσημείωτες συνήθειες των προγόνων μας. Και φυσικά δεν μας δικαιολογεί ούτε ο εκσυγχρονισμός ούτε η τεχνολογία που εισέβαλαν στη ζωή μας, ούτε ο ξενιτεμός, εσωτερικός και εξωτερικός, που άσκησε επίσης τη δική του επιρροή στους ξενιτεμένους μας, απομακρύνοντάς τους σταδιακά από την προγονική κληρονομιά.

Γιατί ο μεγαλύτερος εχθρός της παράδοσής μας ήταν και εξακολουθεί να είναι η άγνοιά μας. Και αυτό αποδεικνύεται και από τη δική σας ανάρτηση, για την οποία είμαι σχεδόν βεβαία ότι έχετε ήδη προβληματισθεί.

Οι Αρβανίτες της Ηπείρου (Λάκκα Σούλι και Φανάρι), οι Αρβανίτες της Μάνδρας και της Ελευσίνας, των Μεγάρων, της Θήβας και της Λιβαδιάς, της Αττικής και της Πελοποννήσου και ολόκληρης της Ελλάδας δεν αισθάνονται μόνο Έλληνες. Είναι! Αυτοχαρακτηρίζονταν Έλληνες οι αυτόχθονες Αρβανίτες και ήσαν δίγλωσσοι ομιλούντες την αρχαία πελασγική και την εξελιγμένη της μορφή που ήταν η ελληνική, οι δε έποικοι από την πρώτη στιγμή της καθόδου τους το ίδιο έπρατταν και σήμερα πια το θεωρούν αυτονόητο, θλιβόμενοι και δυσανασχετούντες, το λιγότερο, με αναρτήσεις σαν και τη δική σας.

Αξιότιμε κύριε υπουργέ, θα μου επιτρέψετε να νιώθω ιδιαίτερη περηφάνια που είμαι Αρβανίτισσα, όπως κι εσείς άλλωστε. Με τη διαφορά ότι εγώ νιώθω ακόμη πιο υπερήφανη που είμαι Ελληνίδα και όχι Αλβανίδα Αρβανίτισσα και στις φλέβες των παιδιών μου κυλάει το ίδιο αίμα με εκείνο του Μάρκο Μπότσαρη, των Τζαβελαίων, του Κουτσονίκα, των Δρακαίων, των Ζερβάτων, του Δαγκλή, όλων των ανυπόταχτων Σουλιωτών, του Κουντουριώτη, της Μπουμπουλίνας, του Κριεζή, του Καραϊσκάκη που είχαν απέναντί τους, σε όλους τους τους αγώνες, τους φίλους μας Αλβανούς που τους διεκδικούν….

Και αυτά τα παιδιά, τα παιδιά όλων μας, είμαι σίγουρη ότι θα ακούσουν αυτό το αίμα που φωνάζει να κρατήσουμε ζωντανή την παράδοση και τη γλώσσα που οι γιαγιάδες μας μάς μετέδωσαν με το γλυκό τους στόμα.

Σ’ αυτά τα παιδιά εμπιστευόμαστε την πολύτιμη κληρονομιά μας και το πατρικό αμανέτι «γκλιούχ’ν μος ε χαρόνι εδε μπέσ’ ν μος ε ντρόνι» να μην ξεχάσουν ποτέ τη γλώσσα μας και να μην αλλάξουν την πίστη μας. Και σ’ αυτή τη φράση όλες σχεδόν οι λέξεις που φαινομενικά είναι άγνωστες στους Έλληνες είναι αρχαίες ελληνικές…

Εμείς οι Έλληνες Αρβανίτες, «Παγά λαλέουσα τους Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας» δε θα επιτρέψουμε να χαθεί ούτε ένας στίχος από τα τραγούδια μας ούτε ένας λυγμός από τα μοιρολόγια μας.

Είμαστε εδώ για να διατρανώσουμε προς πάσα κατεύθυνση την ελληνική καταγωγή μας, αλλά και να δηλώσουμε ότι έχουμε τη διάθεση να πρωτοστατήσουμε στο γκρέμισμα των τειχών που ορισμένοι, υπηρετώντας ιδιοτελείς σκοπούς, έκτισαν ανάμεσα σε μας και τους γείτονες ομόγλωσσους και φυλετικά συγγενείς μας Αλβανούς, καθώς και τη θέλησή μας να καταστούμε η γέφυρα της μεταξύ των δύο χωρών καλής συνεννόησης και συνεργασίας.

Την αγάπη και την κατανόησή μου.

Αλίκη Νάσση, εκπαιδευτικός/συγγραφέας

Books and Style

Books and Style