Γεννήθηκε κάπου στον Πειραιά, τον Ιούνιο του ’59.
Μεγάλωνε, ενώ έτρεχε με γδαρμένα γόνατα στο χωματόδρομο και πότιζε ξυπόλυτη τις γλάστρες της αυλής, ακούγοντας μαγεμένη το κελάηδισμα της πέρδικας που ο παππούς της είχε φυλακίσει σ’ ένα μεγάλο κλουβί στον τοίχο. Και έκανε όνειρα…
Θα ήταν 6 χρονών, όταν ανακάλυψε ότι μπορούσε να ζωγραφίζει τα όνειρα και χανόταν ώρες ανάμεσα σε χαρτιά και χρωματιστά μολύβια. Και λίγο αργότερα, πήρε την μεγάλη απόφαση: θα γινόταν ζωγράφος. Όντως μεγάλη απόφαση, από ένα μικρό κορίτσι που μεγάλωσε μέσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο προκαταλήψεις.
Και εγκατέλειψε τις μεγάλες αποφάσεις, και μεγάλωνε επιτρέποντας μόνο κάπου κάπου στον εαυτό της να ξεφεύγει, γεμίζοντας τετράδια με ποιήματα και ιστορίες.
Τελειώνοντας το γυμνάσιο (εξατάξιο τότε) έφυγε στην Ιταλία για να σπουδάσει Αρχιτεκτονική. Αλλά και πάλι, οι συνθήκες της ζωής δεν την άφησαν να ολοκληρώσει τις σπουδές, με αποτέλεσμα να επιστρέψει στην Ελλάδα για να ριχτεί στον αγώνα της επιβίωσης.
Απέκτησε δύο υπέροχες κόρες. Της άρεσε να παίζει μαζί τους το «παιχνίδι της λέξης», δηλαδή εκείνες της έλεγαν μία λέξη και αυτή άρχιζε να σκαρώνει παραμύθια, ακόμη και ποιηματάκια.
Και τα χρόνια περνούσαν. Μέχρι που έφτασε «το πλήρωμα του χρόνου», όπως συνηθίζει να λέει.
Κάπου εκεί, στα 35 της, αγόρασε μουσαμά, χρώματα και πινέλα και άρχισε να ζωγραφίζει και να ανακαλύπτει. Κι όχι μόνο. Σ’ ένα κομμάτι χαρτί στη τσέπη και μ’ ένα μολύβι στο χέρι, όταν έβρισκε την ευκαιρία, σκάρωνε και από μία ιστορία.
Σιγά σιγά τα χρώματα την κέρδισαν, κι έτσι άρχισε να συμμετέχει σε εκθέσεις, ομαδικές και ατομικές. Συνέχισε, όμως, να γράφει μόνο γι’ αυτήν και τους αγαπημένους φίλους της. Τις ιστορίες της τις μοιράζεται μόνο με αυτούς που θέλουν πραγματικά να την γνωρίσουν. Μέχρι σήμερα δεν θέλησε να τις εκδώσει, ίσως όμως μια μέρα να έρθει αυτό το πλήρωμα του χρόνου…