ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΤΣΙΑΤΑ
Τα ουρλιαχτά ξέσκισαν τη σιωπή της νύχτας. Έτσι ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, όπως γινόταν σχεδόν κάθε βράδυ. Τα άκουσε κάπου μακριά αλλά ήξερε ότι θα πλησίαζαν και μάλιστα γρήγορα. Σηκώθηκε βιαστικά από το πλατύσκαλο του σπιτιού και μπήκε μέσα. Έκλεισε την πόρτα, έσυρε πίσω της το τραπέζι και έλεγξε άλλη μια φορά ότι τα παράθυρα ήταν κλειστά.
Όταν πριν από δύο μήνες η Βάνα έφτασε κυνηγημένη σε αυτή την ερημιά, πίστεψε ότι θα έβρισκε τη γαλήνη που απεγνωσμένα έψαχνε. Το σπίτι αυτό ήταν δώρο Θεού. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν κανονικό σπίτι. Ένα παράπηγμα ξύλινο ήταν, ένα δωμάτιο με δύο παράθυρα. Δεν είχε αυλή ούτε φράχτη αλλά μπροστά και γύρω από αυτό απλωνόταν ένα πυκνό δάσος και αν ήθελε νερό για να πλυθεί, έπρεπε να πάρει από την πηγή που υπήρχε μερικά μέτρα πιο πέρα. Όπως της είπε ο ιδιοκτήτης που έμενε μια ώρα δρόμο από εκεί, το είχε για να μένει όταν πήγαινε για κυνήγι αλλά είχε πια γεράσει, άσε που δεν υπήρχαν πια ζώα στην περιοχή για να κυνηγήσει.
Είχε φτάσει σε αυτό το απομακρυσμένο χωριό αναζητώντας απελπισμένη κάπου να περάσει το βράδυ της. Ήταν ταλαιπωρημένη από τη συνεχή φυγή και όλοι την κοιτούσαν περίεργα. Μόνο ο κυρ-Λάμπρος την πλησίασε και κάθισε δίπλα της στο τραπέζι, στο μοναδικό καφενείο-ταβέρνα του χωριού. Κατάλαβε ότι η κοπέλα αυτή ήθελε να κρυφτεί από κάτι ή κάποιον. Χωρίς ερωτήσεις και πολλά λόγια της μίλησε για το σπιτάκι αυτό. Ήταν μεγάλη ευκαιρία να κερδίσει μερικά χρήματα ενοικιάζοντας την παράγκα του στο βουνό. Μάλιστα σκέφτηκε να της την δείξει με το φως της μέρας για να την δει καλύτερα. Είχε το λόγο του αλλά η Βάνα εκείνη τη στιγμή δεν το ήξερε.
Ο κυρ-Λάμπρος ξεκίνησε με το αγροτικό του αυτοκίνητο χωρίς πρόβλημα. Η Βάνα προσπαθούσε να τον ακολουθήσει με το μικρό της αυτοκίνητο, σε αυτόν τον χωματόδρομο που μόνο δρόμος δεν ήταν. Προσπαθούσε να θαυμάσει τη διαδρομή ανάμεσα στα πλατάνια και τα έλατα, όμως ήξερε ότι δεν βρισκόταν εδώ για διακοπές. Σε κάποιο σημείο ο δρόμος σταματούσε. Άφησαν τα αυτοκίνητα και προχώρησαν με τα πόδια για δέκα ακόμα λεπτά, σε ένα στενό μονοπάτι. Σε ένα ξέφωτο, φάνηκε το μικρό σπιτάκι, φανερά εγκαταλελειμμένο. Έκανε ένα γύρο από αυτό και το περιεργάστηκε. Δεν υπήρχα παραθυρόφυλλα και η πόρτα δεν είχε κλειδαριά.
«Τι την θέλεις την κλειδαριά;», ρώτησε ο κυρ-Λάμπρος. «Εσύ και τα πουλιά θα είσαστε εδώ πάνω. Και να θέλει κάποιος να σε βρει δεν θα μπορεί», πρόσθεσε στο τέλος με νόημα αλλά η Βάνα δεν έδωσε σημασία.
Κοίταξε το κινητό της που ήταν νεκρό. Δεν υπήρχε ούτε ρεύμα.
«Αν δεν θέλεις να κατεβαίνεις στο χωριό, μπορώ να έρχομαι μια φορά την εβδομάδα και να σου φέρνω ότι χρειάζεσαι», είπε στο τέλος.
Γύρισαν στα αυτοκίνητα και η Βάνα πήρε τα δύο σακ-βουαγιάζ που είχε μαζί της με τα λιγοστά πράγματά της. Ο κυρ-Λάμπρος κατέβασε κι αυτός κάποια πράγματα.
«Σου έχω ένα μπιτόνι πετρέλαιο για τις λάμπες, μια κουβέρτα και δύο-τρία πράγματα ακόμα για τις πρώτες σου ανάγκες. Σε μια εβδομάδα θα έρθω να μου πεις πώς τα περνάς και να σου φέρω ότι άλλο χρειάζεσαι».
Έριξε μια ματιά στο χώρο και έκανε μια μικρή λίστα για ότι θα χρειαζόταν, μια μπουκάλα υγραερίου, ξύλα για την ξυλόσομπα και μερικές κονσέρβες. Ο κυρ-Λάμπρος την έβαλε στην τσέπη του μαζί με το ενοίκιο δύο μηνών και την αποχαιρέτησε ενώ απομακρυνόταν βιαστικά στο μονοπάτι.
Την επόμενη ώρα η Βέρα προσπάθησε να κάνει το σπίτι κατοικισμό. Δεν κατάφερε πολλά πράγματα γι’ αυτό πήρε τη μοναδική καρέκλα που υπήρχε και κάθισε μπροστά στην πόρτα. Δεν της άξιζε αυτή η ζωή. Δεν της άξιζε να βρίσκεται εκεί. Δεν της άξιζε να ζει σαν άγριο ζώο. Πριν λίγο καιρό είχε την οικογένειά της, τους φίλους της, τη δουλειά της. Όλα αυτά γκρεμίστηκαν σε λίγα λεπτά, όταν βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή και από τότε ξεκίνησε μια συνεχής φυγή, ένα κρυφτό με το θάνατο.
Τώρα τα ουρλιαχτά ακούστηκαν πιο κοντά. Κάθε φορά ερχόντουσαν και πιο κοντά μέχρι την κοντινή πηγή. Και όπως κάθε φορά, μετά απομακρύνονταν και η σιωπή επικρατούσε πάλι στο δάσος. Μερικές φορές πάλι, τριγυρνούσαν μπροστά από το σπιτάκι και κάποια βράδια πάλι, δεν ερχόντουσαν καθόλου.
Δύο μέρες από όταν έφτασε στο σπιτάκι ήταν η πρώτη φορά που τα άκουσε και έμοιαζαν με σπαρακτικό κλάμα μωρού. Δεν μπορεί να ήταν δημιούργημα της φαντασίας της. Βγήκε στην πόρτα για να αφουγκραστεί καλύτερα αλλά τότε κατάλαβε ότι δεν ήταν ένα κλάμα μωρού αλλά ουρλιαχτό ζώου και δεν ήταν μόνο ένα. Μπήκε γρήγορα μέσα και τράβηξε το τραπέζι πίσω από την πόρτα κάτι που το έκανε από τότε κάθε βράδυ. Από το μικρό παράθυρο, είχε διακρίνει στο φως του φεγγαριού κάποιες σκιές να τρέχουν πίσω από τους θάμνους. Τσακάλια. Το αίμα της είχε παγώσει και την κυρίευσε τρόμος. Μόνη της, απομονωμένη σε ένα βουνό, περιτριγυρισμένη από μια αγέλη τσακάλια. Ο τρόμος της έγινε πανικός όταν σκέφτηκε ότι μπορεί να επέστρεφαν και την ημέρα και να την συναντούσαν έξω από το σπίτι. Εκείνο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι. Το πρωί θα έφευγε.
Όμως δεν έφυγε.
Χωρίς να το θέλει είχε γίνει μάρτυρας μιας δολοφονίας. Αναγνώρισε τον δολοφόνο όμως την είχε αναγνωρίσει και εκείνος. Μέσα σε μια στιγμή όλα στράφηκαν εναντίον της. Η αστυνομία τη θεωρούσε ένοχη αλλά και ο δολοφόνος, προκειμένου να μην αποκαλυφτεί, ανέλαβε άλλο ένα συμβόλαιο θανάτου, το δικό της και όλο αυτό τον καιρό της φυγής της, βρισκόταν ένα βήμα πίσω της. Κατάφερνε να ξεφύγει την τελευταία στιγμή και να συνεχίζει προς το άγνωστο προκειμένου να γλυτώσει. Όχι, δεν θα έφευγε. Οι άνθρωποι ήταν χειρότεροι από τα τσακάλια.
Όταν ο κυρ-Λάμπρος, μετά από μια εβδομάδα τη ρώτησε αν όλα ήταν καλά, η Βάνα δεν είπε τίποτα για τα τσακάλια και τον φόβο της.
Είχε πια μπει για τα καλά ο Οκτώβρης. Τα βουνά σκεπάστηκαν από όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου και στο χώμα είχε πέσει ένα παχύ στρώμα από ξερά φύλα. Σύντομα θα έπρεπε να φύγει και από εκεί. Ο χειμώνας που πλησίαζε θα ήταν σκληρός για το μικρό σπίτι και την ίδια. Πάνω από ένα μήνα ήταν απομονωμένη στο δάσος. Σίγουρα όποιος την έψαχνε, θα είχε χάσει τα ίχνη της. Έπρεπε να οργανώσει καλά τις επόμενες κινήσεις της. Είχε αρχίσει να συνηθίζει τη μοναξιά όμως δεν μπορούσε να συνηθίσει τα ουρλιαχτά που κάθε βράδυ της θύμιζαν ότι κι αυτή είναι ένα θήραμα, για ανθρώπους και τσακάλια.
Πολλές φορές είχε αναρωτηθεί γιατί δεν επέστρεφαν τα τσακάλια την ημέρα. Δεν τα είχε ακούσει ούτε τα είχε δει στο φως της μέρας όμως κάτι μέσα της της έλεγε ότι τριγυρνούσαν εκεί κοντά, ότι κρυβόντουσαν στους θάμνους και την παρατηρούσαν.
«Τα τσακάλια δεν τρώνε ανθρώπους», της είπε μια μέρα ο κυρ-Λάμπρος όταν του άνοιξε συζήτηση γι’ αυτά. «Τα τσακάλια ζουν με ψοφίμια, με πτώματα. Όλη μου τη ζωή έχω ζήσει εδώ και ποτέ δεν άκουσα ότι επιτέθηκαν σε άνθρωπο ή σε μεγάλο ζώο».
Εκείνη προσπάθησε να καθησυχάσει τον φόβο της όμως όταν το ίδιο βράδυ άκουσε πάλι τα ουρλιαχτά να πλησιάζουν, κλείστηκε μέσα και κουλουριάστηκε σε μια γωνιά μέχρι να φύγουν.
Εκείνο το βράδυ το φεγγάρι ήταν γεμάτο. Η νύχτα είχε γίνει μέρα από το φως του όμως ένας αέρας φυσούσε δαιμονισμένα και οι σκιές των δέντρων χόρευαν σαν τρελές γύρω από το μικρό σπιτάκι. Η Βάνα, ετοίμαζε τα πράγματά της. Την άλλη μέρα θα έφευγε. Θα περνούσε από το χωριό, θα χαιρετούσε τον κυρ-Λάμπρο και θα έψαχνε για άλλη κρυψώνα, μακριά από τσακάλια. Άκουσε τα ουρλιαχτά να πλησιάζουν και να δυναμώνουν και να της τρυπάνε τα αυτιά αλλά ξαφνικά σταμάτησαν. Χαμογέλασε γιατί ήξερε ότι αυτό θα ήταν το τελευταίο βράδυ της εκεί. Έριξε μια ματιά από το παράθυρο και είδε σκιές να κινούνται πίσω από τους θάμνους. Πλησίασε το τραπέζι για να το σπρώξει μπροστά στην πόρτα αλλά δεν πρόλαβε. Με μια ριπή του ανέμου η πόρτα άνοιξε και η Βάνα γύρισε τρομαγμένη. Τα ουρλιαχτά της σκεπάστηκαν από τον αέρα στα δέντρα και τα ουρλιαχτά των τσακαλιών.
Την επόμενη μέρα ο κυρ-Λάμπρος έτρεχε αναστατωμένος στο χωριό. Είχε βρει την Βάνα μέσα στο σπιτάκι, μισοφαγωμένη από τα τσακάλια. Αναστατωμένοι όλοι στο καφενείο ρωτούσαν για λεπτομέρειες. Κάποιος πλησίασε το τηλέφωνο και κάλεσε την αστυνομία από την κοντινή κωμόπολη. Μόνο ο ξένος που καθόταν στο γωνιακό τραπεζάκι έμεινε αμέτοχος. Σηκώθηκε, πλήρωσε τον καφέ του και έφυγε. Κανένας δεν τον πρόσεξε.
Ο αστυνόμος έβγαλε το πόρισμα. Η κοπέλα δέχτηκε επίθεση από πεινασμένα τσακάλια και την έφαγαν.
Μα τα τσακάλια τρώνε μόνο πτώματα…