ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΣΤΑ
Σαν το κενό του χρόνου που λειτουργεί
αγκαλιάζοντας ψιθύρους και ανάσες,
θυμάμαι τις πλατιές αγκαλιές
και μετά το τίποτα.
Αχλή θαμπώνει τις αφορμές ενός άναρχου χαμού,
σαν τον ύπνο τον ανήσυχο
ενός κόσμου που ξυπνά
και γυρνά γύρω από από τις συμφορές.
Που λίγο αλλάζει,
που δεν σκάβει στο μυαλό και την καρδιά,
αλλά μαζεύει τα σκουπίδια
γύρω από τους λαμπρούς τάφους
μιας ζωής από τραπουλόχαρτα.
Και το καράβι της ζωής μου ακυβέρνητο
από ανέμους, θύελλες και τα ναι μου.
Τα ματόκλαδα σφαλιστά στην ανομία.
Στην παραίτηση,
αφορμή για ένα ποτήρι
δροσερό νερό από λήθη.
Τι να ζυγίζουν τα δυο σου χέρια,
πόσο μετράει το βάρος ενός μαρμάρου,
απόφαση βαριά για τα φύλλα,
ενός λουλουδιού, μιας μαργαρίτας,
που είναι μπροστά σου
και λυγάει σε μια κοσμογονία αποφάσεων.
Ας μιλήσουν τα χείλη μου
με σιωπές κοφτές με τις ανάσες,
έρκος οδόντων.
Με τους κεραυνούς
που διακόπτουν σκέψεις απελπισίας και οδυρμών
για τις όποιες αποφάσεις,
για τις οποίες συγκυρίες.
Θέλω την τιμή να λέγομαι Άνθρωπος.
θέλω το μυαλό μου να τιμά τη σκέψη μου,
θέλω να κατακλιθώ μέσα στη χαρά για την ύπαρξή μου,
θέλω το πάθος μου να έχει ολότητα,
δημιουργική ερμηνεία,
εμψύχωση και κατάφαση
για μια ζωή με ατραπούς
και αδιέξοδα.
Πρόκληση ο βίος,
αλχημεία οι αποφάσεις.
Διαρκής συγκίνηση
το μέτρο μιας αγάπης για μένα,
για αόρατα μάτια που δεν με είδαν.
Μήπως απλά να πω πως έχω ζήσει
και πως μιλούν όλα τα δάκρυα.
Ήθος δοκίμαζε «Ὑφορῶ μηδένα».
Ή, ίσως, να είναι τα λόγια του Καζαντζάκη τελικά…
Μια αστραπή η ζωή μας, μα προλαβαίνουμε.
___
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: PETER TAMAS