ΜΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ

Οι προσευχές προς την Παναγία γίνονται είτε για παράκληση είτε για ευχαριστία και αντίστοιχα λειτουργεί η έμπνευση των ποιητών. Η Παναγία. άλλοτε ως μάνα, άλλοτε ως παρηγορήτρα, άλλοτε ως θεραπεύτρια κι άλλοτε ως απελευθερώτρια, ενέπνευσε όλους σχεδόν τους ποιητές.

Η Παναγία, σύμβολο αγιοσύνης και αγνότητας, αποτελεί στήριγμα στον πόνο, στη θλίψη, στην ελπίδα, στην υπομονή, στην καρτερικότητα, στον αγώνα. Και υμνήθηκε τόσο από την Εκκλησία όσο και από τους ποιητές, αλλά και από τους απλούς ανθρώπους.

Η γλυκιά μορφή Της με τη στοργική κι ελπιδοφόρα ματιά, προσφέρει ανακούφιση σε κάθε αδύναμο ή κατατρεγμένο. Και ποιος δεν είπε έστω μια φορά «βοήθα Παναγία μου» ή «σ’ ευχαριστώ Παναγιά μου».

Ας θυμηθούμε πώς ύμνησαν την Παναγία κάποιοι από τους ποιητές μας μέσα από τους στίχους τους (για τον θάνατο, τη λευτεριά, την αρρώστια, την ορφάνια)

 

Μυστικὴ Παράκληση (Κωστής Παλαμάς)

Δέσποινα,
κανένα φόρεμα τὴ γύμνια μου
δὲ φτάνει νὰ σκεπάσῃ,
ἡ μοναξιά μου εἶναι σὰν τ᾿ ἄδειο, σὰν τ᾿ ἀλόγιστο
χυμένο προτοῦ νἄρθῃ ἡ πλάση,
ἡ ἀρρώστια μου βογγάει σὰν τὰ μεγάλα δάση
καθὼς τὰ δέρνει ἡ μπόρα.

Ἦρθεν ἡ ὥρα ἡ φοβερή, ὤχ! ἦρθε ἡ ὥρα.

Ἐσὺ παρθένα, ἐσὺ μητέρα,
κι ἀπὸ δροσιά, κι ἀπὸ κελάϊδισμα
στάλα τοῦ αἰθέρα,
ἦρθεν ἡ ὥρα ἡ φοβερή, ὤχ! ἦρθε ἡ ὥρα.

Πρόστρεξε, Μυροφόρα,
μονάχα Ἐσένα πίστεψα
καὶ λάτρεψα μονάχα Ἐσένα
ἀπὸ τὰ πρωτινὰ γλυκοχαράματα
κι ὡς τώρα μὲς στὰ αἱματοστάλαχτα
μιᾶς ὠργισμένης δύσης.

Δέσποινα, στήριξε μ᾿ Ἐσὺ καὶ μὴ μ᾿ ἀφήσῃς.

Δέσποινα,
βῆμα δὲν ἔχω μήτε φτέρωμα,
μὲ γονατίζει τὸ στοιχειὸ τῆς θλίψης.
Ὑψώσου ποιός μου λέει; δὲ δύναμαι,
δύνασαι κάτου Ἐσὺ ὡς ἐμὲ νὰ σκύψῃς;

Ῥίξε ἀπὸ πάνου σου,
στοὺς ἀθανάτους τη θεόπρεπη
παράτησε ἁλουργίδα τοῦ Ὀλύμπου,
ἔλα, κατέβα ὁλόγυμνη, βαφτίσου
στὸν Ἰορδάνη τοῦ δακρύου,
κι ὕστερα κρύψε τὸ τρανὸ κορμὶ τὸ ἡλιόχαρο
στὴ σκέπη τὴ γαλάζια της Ἀειπάρθενης,
ποὺ εἶν᾿ ἡ χαρὰ τῶν ἀσκητῶν καὶ τῶν μαρτύρων.

Δὲν εἶσ᾿ Ἐσὺ τῶν ἐθνικῶν ἡδονολάστρα ἡ Μοῦσα,
τῆς πλαστικῆς καὶ τῆς σκληρῆς
χαρᾶς δὲν εἶσαι ἡ Πιερίδα,
τοῦ σπλάχνους τοῦ τρανοῦ βαθιογάλανη
φορεῖς Ἐσὺ πορφύρα
κι ἀπὸ τοῦ θρήνου κατεβαίνεις τὴν πατρίδα.

Ἄ! δείξου στὸ μικρὸ καὶ τὸν ἀνήμπορο,
καὶ δείξου καθὼς δείχνεσαι στοὺς ταπεινούς,
καὶ φτάσε καθὼς φτάνει στοὺς ἁμαρτωλούς,
καὶ δείξου καθὼς δείχνεται στοὺς σκλάβους
ἡ Ἁγιὰ Λεοῦσα.

Ἄκου, ἕνα-σκούσμα τὸν ἀέρα σπάραξε·
Ποιὸς κλαίει;
Κοίτα, βροχὴ ἀπὸ λάβα βρέχει ἕνας θειφότοπος·
τί κλαίει;
Ἔλα κοντά, ἕνας ἤσκιος ἀργοσάλεψε,
καὶ λέει:
Τοῦ τραγουδιοῦ σου δὲ γυρεύω πιὰ τὸ θρίαμβο,
μηδὲ τὸν κόσμο τὸν ὁλάκριβο, τὴ Λύρα,
μηδὲ τὴ μοίρα
τοῦ δοξασμένου διαλεχτοῦ σου, Δέσποινα!

Λυπήσου,
καὶ πλᾶσε μου,
καὶ στεῖλε μου ἕναν ὕπνο ἥσυχο ἥσυχο,
μὲ τοῦ παιδιοῦ τὸ γλυκανάσασμα,
μαζί μου.

Εὐαγγελισμός – Ἑλληνισμός (Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)

Μὲ μιᾶς ἀνοίγει ὁ οὐρανός, τὰ σύγνεφα μεριάζουν,
οἱ κόσμοι ἐμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.
Μία φλόγα ἀστράφτει… ἀκούονται ψαλμοὶ καὶ μελῳδία…
Πετάει ἕν᾿ ἄστρο… σταματᾶ ἐμπρὸς εἰς τὴ Μαρία…
«Χαῖρε τῆς λέει ἀειπάρθενε, εὐλογημένη χαῖρε!
Ὁ Κύριός μου εἶναι μὲ σέ. Χαῖρε Μαρία, Χαῖρε!»

Ἐπέρασαν χρόνοι πολλοί… Μία μέρα σὰν ἐκείνη
ἀστράφτει πάλι ὁ οὐρανός… Στὴν ἔρμη της τὴν κλίνη
λησμονημένη, ὁλόρφανη, χλωμὴ κι ἀπελπισμένη,
μία κόρη πάντα τήκεται, στενάζει ἁλυσωμένη.
Τὰ σιδερὰ εἶναι ἀτάραγα, σκοτάδι ὁλόγυρά της.
Ἡ καταφρόνια, ἡ δυστυχιὰ σέπουν τὰ κόκαλά της.
Τρέμει μὲ μιᾶς ἡ φυλακὴ καὶ διάπλατη ἡ θυρίδα
φέγγει κι ἀφήνει καὶ περνᾶ ἕν᾿ ἄστρο, μίαν ἀχτίδα.
Ὁ Ἄγγελος ἐστάθηκε, διπλώνει τὰ φτερά του…

«Ξύπνα, ταράζου, μὴ φοβοῦ, χαῖρε, Παρθένε, χαῖρε.
Ὁ Κύριός μου εἶναι μὲ σέ, Ἑλλὰς ἀνάστα, χαῖρε».

Οἱ τοῖχοι εὐθὺς σωριάζονται. Ἡ μαύρ᾿ ἡ πεθαμένη
νοιώθει τὰ πόδια φτερωτά. Στὴ μέση της δεμένη
χτυπάει ἡ σπάθα φοβερή. Τὸ κάθε πάτημά της
ἀνοίγει μνῆμ᾿ ἀχόρταγο. Ρωτᾶ γιὰ τὰ παιδιά της…
Κανεὶς δὲν ἀποκρένεται… Βγαίνει, πετᾶ στὰ ὄρη…
Λιώνουν τὰ χιόνια ὅθε διαβεῖ, ὅθε περάσει ἡ Κόρη.

«Ξυπνᾶτε ἐσεῖς ποὺ κοίτεστε, ξυπνᾶτε ὅσοι κοιμᾶστε,
τὸ θάνατο ὅσοι ἐγεύτητε, τώρα ζωὴ χορτάστε».

Οἱ χρόνοι φεύγουνε, πετοῦν καὶ πάντα ἐκείνη ἡ μέρα
εἶναι γραμμένο ἐκεῖ ψηλὰ νὰ λάμπει στὸν αἰθέρα
μ᾿ ὅλα τὰ κάλλη τ᾿ οὐρανοῦ. Στολίζεται ὅλη ἡ φύση
μὲ χίλια μύρια λούλουδα γιὰ νὰ τὴ χαιρετήσει.
Γιορτάστε την, γιορτάστε την. Καθεὶς ἂς μεταλάβει
ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ σεῖς καὶ σεῖς οἱ σκλάβοι,
ὅσοι τὴ δάφνη στὴ καρδιὰ νὰ φέρετε φοβᾶστε,
ἀφορεσμένοι νἆστε.

Προ της Παναγίας (Αχιλλέας Παράσχος)

Στην έρημή σου έρχομαι και πάλιν εκκλησία,
αγαπημένη Παναγιά, χλωμή μου Παναγία.
Ήλθα τον πόνο να σου ειπώ που έχω στην καρδιά μου·
δεν έχω άλλον από σε, το ξεύρεις Δέσποινά μου….
Μάννα του κόσμου! πρόφθασε, η χάρι σου ας με ράνη,
μ’ αρρώστησ’ η Μαρία μου κοντεύει να πεθάνη:

Βασίλισσα των ουρανών, λευκή του κόσμου σκέπη,
μονάχη τώρα η χρυσή εικόνα σου με βλέπει…
Όχι· δεν ήλθε σήμερα σαν άλλοτε μ’ εμένα
ν’ ανάψη τα καντήλια σου και κρέμουνται σβυσμένα.
Ποιος θα σου φέρνη, Δέσποινα, στην ερημιά λιβάνι,
ανίσως η Μαρία μου, ανίσως αποθάνη;

Όχι δεν πήγα σε γιατρούς, γλυκειά μου Παναγία,
ήλθα σε Σένα να το ειπώ, να γιάνης την Μαρία!
Αχ! σ’ εξορκίζω στη ματιά του τέκνου σου την πρώτη,
στο πρώτο του χαμόγελο, στη σκεπτική του νιότη
σ’ ορκίζω στο βαρύ σταυρό, στ’ ακάνθινο στεφάνι,
να γιάνης τη Μαρία μου, γιατί θα μου πεθάνη.

Αχ! κάμε μούτηνε καλά, καλή μου Παναγία,
λαμπάδα στην εικόνα σου ν’ ανάβω την αγία,
μεγάλη σαν το σώμα της, λευκή σαν την ψυχή της,
εμπρός σου ν’ ακτινοβολή, καθώς οι οφθαλμοί της!
Αχ! κάμε μούτηνε καλά, η χάρις σου ας τη γιάνη,
δεν θέλω η Μαρία μου, δεν θέλω να πεθάνη.

Ναι· αν σου έφερα ποτέ λουλούδια μυρωμένα,
αν έχω την εικόνα σου κ’ εγώ λιβανισμένα,
αν στου Παιδιού σου έκλαψα τα πάθη Παναγία,
κ’ έχετε ένα όνομα μαζί με την Μαρία,
δος μου, αχ, δος μου της ζωής το δροσερό βοτάνι,
να δώσω της Μαρίας μου μην τύχη και πεθάνη!

Ικέτις Σου (Λαύρας Πετιμεζάς)

Ικέτης σου έτρεξα, εκκλησούλα του βουνού,
με τον βαθύν αντίλαλο του εσπερινού,
κ’ είμαι ορφανός. Και ζήτησα να βρω αντιστύλι,
στ’ ασημοκαντηλιού το φως που μούχες στείλει
μακρυά καθώς παράδερνα στην ερημιά,
του κάμπου πετροκαλαμιά.

Κι’ ήρθα. Αγιοκέρια λάμπανε: λιβανωτός,
καπνές με πήρε στην αγκάλη του παντός.
Κ’ είμαι ορφανός. Μα ο εσπερινός γλυκά σημαίνει,
κι’ άκουσα μια φωνή, μυστηριακή να βγαίνη:
-Εδώ ειμ’ εγώ! των ουρανών η Πλατυτέρα,
για όλους Μητέρα.

Books and Style

Books and Style