ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΣΙΚΟΓΙΑΝΝΗ-ΜΠΑΣΤΑ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
PETER TAMAS

Στις 10 Ιουνίου, πραγματοποιήθηκε η επίσημη πρώτη παρουσίαση της ποιητικής συλλογής της ποιήτριας και ραδιοφωνικού παραγωγού Νικόλ Κουρομιχελάκη, με τον τίτλο «Πρωτόγονο Δέρμα» (εκδόσεις Άρωμα, 2019). Για τη συλλογή μίλησε η συγγραφέας και ποιήτρια Αναστασία Μπάστα, ενώ τον συντονισμό της παρουσίασης έκανε ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Πάνος Παπαδάκης. Ακολουθεί η ομιλία της Αναστασίας Μπάστα.

Είμαστε σήμερα όλοι εδώ για να παρουσιάσουμε, να κατανοήσουμε, να διαβάσουμε και να αγαπήσουμε την ποίηση, το μουσικό λόγο της αγαπημένης μας φίλης, συγγραφέως και δημιουργού Νικόλ Κουρομιχελάκη.

Γράφει κάπου ο Πωλ Βαλερύ… «αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τι τραγουδάει, γιατί τραγουδάει και τι είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει, δεν θα τραγουδούσε».

Αν παραλλάξουμε την παραπάνω ρήση, θα λέγαμε ότι αν ένας ποιητής είχε την δυνατότητα να μας πει τι γράφει, γιατί το γράφει και τι τον παρακινεί να γράφει ποίηση, δεν γνωρίζουμε αν θα έγραφε!

Η ποιήτριά μας Νικόλ Κουρομιχελάκη γνωρίζει πώς να διατυπώνει τον ποιητικό λόγο, αφοσιώνεται στην γραφή της, σπαράζει, εκνευρίζεται από την απώλεια, αγαπάει, αγανακτεί για τις συνθήκες, προβάλλει την θέωση, την παρατήρηση δηλαδή, συνωμοτεί για τον πόνο και τις δυσκολίες, προβληματίζεται για την αρνητική αντίληψη και την αμάθεια.

Είναι μια ποιητική γραφή που έχει στοιχεία λυρικά ενίοτε όπως στο ποίημα της Έμπνευση.

«Μαγικό απομεσήμερο κατάμεστο σταφύλι.

Πέρα από την καταχνιά του φωτός, ζει η αληθινή ζωή»

Τρέχει εδώ ο λόγος της σαν μια μελωδική γραμμή, σαν μελωδία του πάντα, μέσα στη φύση και τους ορίζοντες.

Δανείζεται μύθους αφήγησης και γράφει σαν να απαγγέλλει και να εξωτερικεύει προσωπικά συναισθήματα, σκέψεις, εντυπώσεις με πολλά εκφραστικά μέσα όπως πλεονασμούς και μεταφορές, εκφράζοντας μια συλλογική συνείδηση και τοποθέτηση στο σήμερα.

Εκφράζει συναισθήματα σαν μέσα από ένα είδος επικοινωνιακού κενού που αποκαλύπτει  προσωπικές ψυχολογικές καταστάσεις, θέλοντας να εκφραστεί απέναντι σε κείνην και όχι σε κάποιον άλλο.

Μας λέει ο Μαγιακόφσκι…

 «Ο ποιητής μένει πάντα χρεώστης απέναντι στον κόσμο, πληρώνει πάντα τόκους και υπερημερίες, για τον πόνο των ανθρώπων».

Η πεποίθηση μου είναι ότι η Νικόλ βοηθά με το έργο της να ισχυροποιηθεί το κοινωνικό σύνολο και να αποκτήσει ταυτότητα.

Γράφει στην «Σιωπηλή Ευτυχία»

«Άχαρη ζωή το φως σου είναι

λιγοστό για να με σαστίσει

επιφανειακές χαρές και δόξες

που φοβίζουν».

«Νιώθω τον εαυτό μου γκρίζο και φαρδύ.

ντυμένο μ’ένα ενοχλητικό κομψό κουστούμι»

Δείχνει η ποιήτριά μας ερωτευμένη με τη ζωή και εκφράζει αυτό που μας λέει η Κική Δημουλά…

«Τα ωραία δάκρυα του πόνου,τις σιωπές, τους στεναγμούς και τις θωπείες»

ή όπως λέει η ίδια…

«Αγάπη θολή και ονείρατα πεζά,

ένας κόσμος χαμογελαστός και εύθυμος

που απομακρύνεται από μένα».

Αλήθεια λοιπόν, πώς ερμηνεύουμε πως αντιλαμβανόμαστε τι είναι ποίηση;

Οι ποιητές είναι αφοσιωμένοι στη ζωή, μυστηριακά ερωτευμένοι με το όνειρο.

Είναι λοιπόν ο ποιητικός λόγος ερωτική πράξη, είναι απόγνωση,η  λύτρωση της έκφρασης από συσσωρευμένα συναισθήματα;

Λέει ο Αριστοτέλης…

«Διό ευφυούς η ποιητική εστίν η μανικού .Τούτων γαρ οι μεν εύπλαστοι οι δ ‘εκστατικοί εισίν»

«… η Τέχνη της ποίησης είναι έργο του προικισμένου μάλλον παρά του μανικού καλλιτέχνη, γιατί ο πρώτος είναι επιδέξιος μιμητής ενώ ο δεύτερος κατέχεται από ενθουσιασμό και του λείπει η ψυχική ηρεμία».

Η Νικόλ μάς μαθαίνει μια νέα περπατησιά, μας απομονώνει στον δικό της κόσμο.

Λέει…

«Τραγουδώ κι ας μην ξέρω τους στίχους.

Κλείνει η αυλαία πίσω μου σιωπή που σκορπίζει»

και πιο κάτω…

«η μοναξιά είναι μια λέξη,

Νοσταλγία σε ζητώ σε απόγνωση,

Αθωότητα, η χαμένη πατρίδα

και μια αλαζονεία που με ζώνει πρωτόγνωρα»

Η ποιήτριά μας οραματίζεται για τον εαυτό της, την ύπαρξη της, την αποδιοργάνωση και την ανασύνθεση της απεριόριστα και συστηματικά και εκφράζεται με όλες τις αισθήσεις της.

Διατηρεί την πεμπτουσία της καθαρής σκέψης της αλλά δοκιμάζεται από τα περίεργα δηλητήρια της σκέψης και της διατύπωσης που χρειάζεται πίστη, υπεράνθρωπη δύναμη και αφορισμούς που διαλύουν το άγνωστο.

Διαπράττει λοιπόν το ακατόρθωτο, πλησιάζει το άγνωστο που διαφαίνεται μέσα από μια εκστατική πτήση αυτογνωσίας, όπως λέει και ο Αρθούρος Ρεμπώ.

Στην ποίηση χωράει όλη η μνήμη του κόσμου, που στοχάζεται πάνω στη βιωτή και το όραμα, στο λόγο του ποιητή που μας φέρνει κοντά στο στοχασμό του, που γίνεται ο ίδιος, όλοι οι άλλοι, που αφουγκράζεται και μας φέρνει δίπλα του για να τον αισθανθούμε σαν ένα θαύμα λύτρωσης της σκέψης, που αποκωδικοποιεί την ίδια τη ζωής.

«Ο άνεμος φυσάει

Όπως λέει και ο Πεσόα…

έτσι όπως τον άκουσε ο Όμηρος

ακόμα κι αν δεν υπήρξε ποτέ».

Όλα εκείνα που έχουν χαθεί ,όλα εκείνα που θαρθούν και θα περάσουν και θα χαθούν, όλα αυτά μένουν στην ποίηση μέσα η όπως λέει ο Αλεξανδρινός μας…

«Όσα κι αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται»

Ουσιαστικά, η ποίηση είναι μια μαρτυρία που προσφέρεται ως αποκαλυπτικός λόγος.

Γράφει η Νικόλ αντιμετωπίζοντας μετωπικά, καθαρά τα οποία λάθη της…

«και έπειτα από την ομίχλη, τα θαλασσιά

δειλινά θα μετατρέψω τη χολή σε ήχο φθονερό,

η έχοντας μια αίσθηση παραίτησης και ενοχές»

«Φοβάμαι τα μοναχικά βράδια ,μήπως γίνουν κεριά ολόφωτα

και λαμπερά ,μήπως αργότερα τα χείλη μου

ψιθυρίσουν γερασμένα μεγαλεία και μνησικακία»

Ο ποιητής γίνεται μάρτυρας μέσα σε έναν ψεύτικο κόσμο, γιατί ίσως είναι, άθελά του πιστός στην αλήθεια, το δίκιο και είναι ηθικά ασυμβίβαστος. Και αυτό, γιατί διατηρεί την επαφή του με την καρδιά του, την ψυχή του, το μυαλό του, την συνείδηση του, ως ακροατής ενός θείου θελήματος, δεν παραχωρεί την προσωπική του ελευθέρια σε κανένα σχήμα ζωής και διατηρεί ζωντανή και ασυμβίβαστή την ύπαρξή του.

Η ποιήτριλα μας, στο λόγο της είναι ερωτευμένη με τη ζωή, δεν βρίσκεται στην γραμμική έννοια του χρόνου και καθώς η εγρήγορση την συνέχει, βιώνει συνειδητά το παρόν που το σχετίζει με την αιωνιότητα.

Γράφει η Νικόλ…

«θαμποχαράζει! Και η μέρα, κόσμος

με καινούργιες ελπίδες να φορτώνεται»

Η ποιήτριά μας διερχομένη μια σχετικότητα, μετέχει συνειδητά σε αυτήν και δεν χάνει την μνήμη της, α-λήθη, γιατί έχει απαλλαγεί  από τον ψεύτικο κόσμο που κρύβονται πολλοί, γιατί διαφορετικά δεν θα ήταν ποιήτρια.

Δεν περπατά σε συμβατικούς δρόμους και δεν ζει συμβατική ζωή.

Την διακατέχει μια αίσθηση ερημιάς γιατί δεν διαπραγματεύεται τη σχέση της με την αλήθεια, δεν την «διασκεδάζει», είναι ασυμβίβαστη γιατί σαν υπαρξιακός άνθρωπος δεν υποκαθιστά την ανάγκη της αλήθειας και του συνυπάρχειν. Δεν ορθώνει τείχη γύρω της να περιχαρακωθεί, όπως ο αλλοτριωμένος άνθρωπος που δεν αντιλαμβάνεται ότι υψώθηκαν γύρω του και τον έκλεισαν μέσα.

Γιατί, αν υπάρχει μια ελπίδα να αποσπαστεί ο άνθρωπος από το τέλμα του ,είναι η επίγνωση της αλήθειας του ,που είναι το οξυγόνο της ψυχής.

Γιατί ο ποιητής μιλά με την ψυχή του και όχι με το στόμα του.

Στην ποίηση της Νικόλ συνυπάρχουν ο ελεύθερος στίχος, η ανάπτυξη της δραματικότητας που μέσα της ενυπάρχει η λυρικότητα και μια σκοτεινιά που όμως ψάχνει το φως και το άλογο στοιχείο που προσδιορίζεται και εκφράζεται με υπαινιγμούς.

Γιατί όπως λέει και ο Σεφέρης …

«Στον καιρό μας η ποίηση έγινε πιο πυκνή, πιο ελλειπτική, πιο δύσκολη» .

Ή όπως μπορούμε να το παραστήσουμε, η ζωή είναι σαν μια πόρτα κλειστή που δεν ανοίγει και δεν υπάρχουν κλειδιά ενώ τα ποιήματα που γράφτηκαν από την αρχή του κόσμου και μπορέσαν να δουν το φως στο βάθος, είναι τα αντικλείδια για να την ανοίξουμε και να δούμε την αυγή!

Γιατί η ποίηση είναι πάντα μια πόρτα ανοιχτή στο φως και στην μαγεία, λες και είναι ένα μικρό ξωκλήσι στο πουθενά που παρηγορεί όλους αυτούς που την αγαπούν.

Ο λόγος της Νικόλ χαρακτηρίζεται από εκφραστική τόλμη, είναι σαν πεταλούδα που γλυτώνει από την φωτιά, ρέει, ξεχείλιζε ζωή, η ματιά της είναι διαπεραστική ,σαν να της ανήκουν οι χώροι, τα όνειρα και ανασυνθέτει το χάος με αθωότητα και τόλμη.

Η ποίηση λοιπόν, έχοντας την δική της λυτρωτική δύναμη, απαξιώνει την εξουσία, ανατρέπει τα πρέπει, παίζει με τον ανθρώπινο ψυχισμό που διογκώνει την εξουσία και λειτουργεί σαν εργαλείο λυτρωτικό στις ανθρώπινες ομάδες.

Είναι αυτό ακριβώς που λέει ο Καζαντζάκης…

«δεν ζυγιάζει,δεν μετρά, δεν βολεύεται.

Ακολουθεί μόνο το δικό της χτυποκάρδι».

Ή όπως λέει ο Λόρκα στο ποίημά του Γη…

«προχωρούμε πάνω σε έναν καθρέφτη δίχως ασήμι».

Χωρίς στολίδια ψεύτικα λοιπόν κυνηγά μια χαμένη αθωότητα στους ανθρώπους, κατανοώντας ότι οι στίχοι που διατυπώνει η φίλη μας, με ενθουσιασμό, με λαχτάρα και έντονη επιθυμία, εκφράζουν κάτι όμορφο, δίκαιο δημιουργικό, που δίνει φτερά και ώθηση στις ψυχές μας να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που τους κάνουν δυνατότερους και τολμηρούς, αφού έχουν θεμελιώσει τη στοιχειώδη αίσθηση ταυτότητας εαυτού.

Και αν πούμε πως η ποίηση είναι καταιγίδα, πως έχεις επιβιώσει από το λόγο που διατύπωσες.

Λέει ο Haruki Murakami…

« Ένα πράγμα είναι μόνο σίγουρο.

Όταν περάσει η καταιγίδα και έχεις επιβιώσει, δεν θα είσαι πια ο ίδιος άνθρωπος με αυτόν που ήσουν πριν ξεκινήσεις. Αυτό είναι το νόημα της καταιγίδας, αυτό είναι το νόημα του να γράφεις ποίηση»

Γράφει η φίλη μου Νικόλ…

«Χθες με πλημμύρισε η αγάπη με τα τρυφερά της χέρια, με κράτησε στα δίχτυα της και με ταλάντευσε ζωηρά στα χρώματα της ευτυχίας» και

«Ντύθηκε με φως χωρίς να ξημερώσει η μέρα,

όπως σαν  δέντρο που ψηλώνει χωρίς εχθρούς,

και  μικρόβια ζήλιας ,τα μόρια εκείνου του γλυκόπιοτου κρασιού

γεύτηκαν οι χαρούμενοι τόνοι της ψυχής»

Η ποίησή της είναι «μισή πραγματικότητα, μισή όνειρο, το ένα πόδι πάνω στη γη, το άλλο στο κενό αν αναρωτηθούμε πώς θα ήταν η ζωή μας χωρίς τους ποιητές, μας απαντά η Κική Δημουλά.

Ένα κενό, μια χαράδρα χωρίς γέφυρα σωτηρίας, ένα απέναντι που δεν θα μπορούσαμε ποτέ να επισκεφτούμε ,μια ματιά χωρίς την κλεφτή της ματιά, μισή δηλαδή, και αυτό που πιστεύω εγώ είναι, ότι η ποίηση χέει μέσα της όλες τις γλώσσες του κόσμου, γιατί απ’ όλον τον κόσμο ζητάει ακρόαση και απάντηση και κατά τον Μπόρχες ότι «η ποίηση είναι η αναπάντεχη χρήση της γλώσσας».

Έτσι με αυτά που δεν γράφει αλλά υπονοεί, μας εξοικειώνει με τις σκιές και μας οδηγεί σε ένα οδοιπορικό κατανόησης.

Με την ποίηση της Νικόλ, ανανεώνουμε τη ζωή στο διηνεκές και καταφέρνει να δικαιώσει το ότι «η διαφορά του καλού από το ιδιοφυές είναι ότι στο ιδιοφυές κατοικεί η ποίηση.

Και στην ίδια την ουσία της ποίησης φανερώνονται πράγματα ίσως απρεπή, που δεν ξέραμε ότι τα κρύβαμε μέσα μας, σαν να έχει  ξεπηδήσει μια τίγρης που στέκεται μπροστά μας.

Και αυτό είναι το μεγαλείο του λόγου, η ουσία του στίχου η όπως το διατυπώνει ο Μίλτος Σαχτούρης:

«Δύο άνθρωποι ψιθυρίζουν

τι κάνει η καρδιά μας, μας καρφώνει,

ναι την καρδιά μας καρφώνει,

ώστε λοιπόν είναι ποιητής»

ή όπως το διατυπώνει ο Αντώνης Φουστέρης…

«Αν γράφω ποιήματα είναι γιατί το ξέρω. Όλα τα αλφαβήτα του κόσμου έχουνε λιώσει, όλες οι λέξεις και οι στίχοι έχουν τελειώσει».

Μπορείς να πεις ότι με την ποίηση βλέπεις τον κόσμο αλλιώς, όταν σκορπίζεσαι από ψηλά. Αναπνέεις πουλιά, μοσχοβολάει μυστήριο βαθιά σαν αιθέρας σε μπαμπάκι και αυτό σε απορροφά.

Ένα ινδιάνικο ρητό λέει «ποίηση είναι όταν δυο λέξεις συναντιούνται για πρώτη φορά».

Η ποίηση λοιπόν είναι αντίδοτο κατά της φθοράς που αποφέρει ο χρόνος και ένα σπάραγμα, μια φρεναπάτη, μια περιπλάνηση σε ξεμοναχιασμένους δρόμους που η ζωή χορεύει.

Λέει ο Σινόπουλος…

«Όποιος ασχολείται με την ποίηση μπορεί να χάνει πολλά αλλά κερδίζει τ’ όνειρο… ένα αστέρι».

Ο Ελύτης μας γράφει…

« Αυτό είναι στο βάθος η ποίηση, η τέχνη να οδηγείσαι  και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει, να γίνεσαι άνεμος για το χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμα και όταν ουρανός δεν υπάρχει».

Κλείνω με ένα απόσπασμα της φίλης μας Νικόλ:

«Ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα πια γι’ αυτούς

που αδειάζουν τα σκοτεινά απομεινάρια

από τα περιττά τους βάρη».

 «Κερδισμένη ελπίδα, πλήγωσε τους,

Ζωή για να σε ξαναδούμε στο φως»

Η φίλη μας, μας βοήθησε σήμερα να αναπνεύσουμε, να βγάλουμε τη φωτιά που έχουμε μέσα μας, ζει μέσα από την ποίηση της το μύθο της δικής της ιστορίας και ζωγραφίζει έναν κόσμο, έναν νέο ορίζοντα με χρώματα «μια μουσική του στόματος» όπως λέει και ο Seamus Heany, παντρεύει εικόνες ρυθμό και λόγγο σαν όραμα  για φιλία, πολυφωνικότητα, αγάπη, απαντοχή ενός καλύτερου κόσμου. Ενός κόσμου με κατανόηση, πράγμα ανάλαφρο, ιερό και φτερωτό κατά τον Πλάτωνα.

Ποίηση είναι η ανάσα μας και η ευτυχία μας.

Και κλείνω με μια ρήση του Τάκη Σινόπουλου…

«Αν ζει, αν υπάρχει ακόμη η ποίηση, τούτο το χρωστάμε σε κείνη την ασήμαντη, την ταπεινή ρωγμή που λησμόνησαν οι Θεοί στο σφαλισμένο παράθυρο της σιγουριάς και της άμυνας των ανθρώπων».

Καλοτάξιδο το βιβλίο σου αγαπημένη μου Νικόλ…

Αναστασία Κατσικογιάννη-Μπάστα

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Books and Style

Books and Style