ΓΡΑΦΕΙ Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΦΑΙΗ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε τριγύρω. «Πάλι κοιμήθηκα στην πολυθρόνα», σκέφτηκε.
Έκανε μια κίνηση να σηκωθεί, μα τα κουρασμένα πόδια της διαμαρτυρήθηκαν. Ένας μορφασμός πόνου παραμόρφωσε το πρόσωπο της. Ασυναίσθητα έπιασε το πρόσωπό της με τις παλάμες. Το δέρμα της ήταν πια ευαίσθητο, εύθραυστο. «Γέρασες, γέρασες κορίτσι μου, το ξέρεις;», σιγοψιθύρισε στον εαυτό της.
Μια και δεν ήταν εύκολο να σηκωθεί από εκεί που καθόταν, έκλεισε ξανά τα μάτια της και έγειρε πίσω. Πίσω στην πλάτη της πολυθρόνας. Έμεινε εκεί στην ίδια στάση. Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς.
Το σπίτι της ήταν τακτοποιημένο και καθαρό. Ένας άνθρωπος μονάχος, πόση ακαταστασία θα μπορούσε να δημιουργήσει άλλωστε; Κοίταξε τα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια που στόλιζαν το βάζο με τα αποξηραμένα κλαδιά. Άφησε το βλέμμα και τη σκέψη της να ζεσταθούν από το γλυκό κίτρινο φως. Καθώς εκείνα τρεμόπαιζαν ρυθμικά, τρεμόπαιζαν και στο μυαλό της οι αναμνήσεις. Θύμησες μπερδεμένες, όχι με χρονολογική σειρά ούτε με σειρά σπουδαιότητας. Εξάλλου, όλες σπουδαίες ήταν.
Ένα κορίτσι μπροστά της. Ένα κορίτσι που είδε τη μαμά του να φεύγει. Δεν πέθανε για να το πάρει απόφαση και να συνεχίσει την ζωή του, όχι. Εκείνη έφυγε. Για αλλού, για μακριά, και το κορίτσι κοιτούσε τον δρόμο. Περίμενε για χρόνια να λάβει μια εξήγηση.
Τα λαμπάκια έσβησαν, έμειναν σβηστά για κάποια δέκατα του δευτερολέπτου και όταν άναψαν ξανά, μαζί τους έφεραν μια κοπέλα. Νέα, όμορφη. Δυνατή. Στόλιζε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ένα καταπληκτικό δέντρο. Ένα αγοράκι προσπαθούσε να βοηθήσει κι όλο έμπλεκε στα πόδια της. Πού και πού σήκωνε το κεφαλάκι του και την κοιτούσε. Θα ήταν δεν θα ήταν δέκα χρονών. Αγκαλιασμένοι μαμά και γιος, χάζευαν το στολισμένο δέντρο. Η κοπέλα με το ένα χέρι της είχε αγκαλιά το αντράκι της και με το άλλο χάιδευε τη φουσκωμένη κοιλίτσα. Σε λίγες μέρες θα ερχόταν και το μωρό. Ίσως κάτι άλλαζε… «Πόσο ανόητη ήσουν….», της φώναξε. Η κοπέλα άρχισε να ξεθωριάζει μπρος από τα μάτια της. Πρόλαβε μόνο να την κοιτάξει με ένα απολογητικό χαμόγελο.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει για τα καλά.
Έπρεπε να σηκωθεί από την πολυθρόνα επιτέλους. Με αργές κινήσεις, ήπιες, σηκώθηκε. Σέρνοντας ελαφρώς τις παντόφλες της, πήγε στην κουζίνα και ετοίμασε για τον εαυτό της ένα καφεδάκι. Το αγαπημένο της καφεδάκι. Καθώς το χαρμάνι του καφέ φούσκωνε, η θεσπέσια μυρωδιά του πλημύρισε την μικρή της κουζινούλα. Ένα όμορφο παλικάρι στεκόταν δίπλα της. Άπλωσε το χέρι του να την χαϊδέψει. Εκείνη έκλεισε τα μάτια. Την ακουμπούσε, μα δεν το ένιωθε. Άνοιξε τα βλέφαρά της και τον κοίταξε. «Γιατί; Γιατί ποτέ δεν με άκουσες; Γιατί; Μπορούσαμε… αν το θέλαμε και οι δύο πολύ, μπορούσαμε….». Εκείνος δεν μίλησε· γύρισε την πλάτη του και έσβησε.
Σκούπισε το δάκρυ της και σήκωσε το φλιτζάνι της. Μύρισε τον καφέ. Πάντα έπινε την πρώτη του γουλιά όρθια. Περπατούσε με το φλιτζάνι στο χέρι προσεκτικά για να μην χυθεί ο καφές. Ξαφνικά έμεινε ακίνητη να κοιτάζει το σημείο που ήταν τα στολισμένα κλαδιά. Το αυτοσχέδιο δέντρο της δεν ήταν εκεί. Τη θέση του είχε πάρει ένα μεγάλο δέντρο. Κάτω από τα κλαδιά του, ένα σωρό πακέτα. Δύο κοριτσάκια μπήκαν στο δωμάτιο πατώντας στις μύτες των ποδιών τους και ψιθύριζαν η μια στην άλλη. Το πιο μεγάλο κοριτσάκι έμεινε να κοιτάζει προσεκτικά προς τη μεριά της μεσόπορτας ενώ το πιο μικρό πήγε κοντά στα πακέτα. Με μια σκανταλιάρικη έκφραση άρχισε να πιάνει τα τυλιγμένα κουτιά και τα κουνάει. Προσπαθούσε να καταλάβει τι είχαν μέσα. Μ’ ένα σινιάλο, οι μικρές χάθηκαν από το δωμάτιο γελώντας συνωμοτικά.
Κάθισε ξανά στην πολυθρόνα της και αναπόλησε εκείνες τις μέρες. Πόσες φορές δεν τις μάλωσε που πείραζαν το δέντρο. Πόσες φορές δεν γκρίνιασε για την ακαταστασία που δημιουργούσαν, και να τώρα που θα έδινε τα πάντα για λίγη ακαταστασία από τα παλιά. Αχ, και να γύριζε πίσω ο χρόνος! Πόσα θα έκανε αλλιώς. Ή μήπως όχι; Ποιος να το ξέρει και τι σημασία έχει πια; Τα λαμπάκια συνέχιζαν ν’ αναβοσβήνουν, δίνοντας ένα μελαγχολικό, ζεστό φωτισμό στο χώρο. Κοίταξε έξω από το παράθυρό της. Η πόλη άναψε τα φώτα της ακόμη μια νύχτα. Έξω από το παράθυρο της πάλι εκείνο το κορίτσι. Την κοιτούσε. «Μην με κοιτάς. Τι με κοιτάς; Είχα όνειρα. Πολλά όνειρα…». Ένας λυγμός σαν κόμπος στο λαιμό την έπνιγε. Άφησε τα δάκρυά της να κυλίσουν. «Τι όνειρα είχες;», ρώτησε το κορίτσι… «Ήθελα να… δεν ξέρω τι ήθελα. Δεν ξέρω πια. Πάνε πολλά χρόνια. Δεν θυμάμαι».
Ένα κουδούνισμα την έκανε να αναπηδήσει. Ήταν το θυροτηλέφωνο.
«Ποιος είναι;»
«Εμείς μαμά, θα ανοίξεις γιατί είμαι φορτωμένη;»
«Ναι κορίτσι μου». Αφού πίεσε το πλήκτρο του θυροτηλεφώνου, έτρεξε στην τουαλέτα και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο της. Ένα κουδούνισμα ξανά. Αυτήν την φορά, στην πόρτα του μικρού της διαμερίσματος. Άνοιξε την πόρτα χαμογελώντας. Έξω από την πόρτα της στέκονταν και τα τρία παιδιά της, με τα ταίρια τους και όλα της τα εγγόνια. Ξαφνικά το σπίτι γέμισε φωνές και παιδικά γέλια. Εκείνη έμεινε σε μια γωνιά να τους χαζεύει. Δεν μιλούσε, αυτήν την εικόνα την ήθελε. Το μικρό της αγοράκι -ολόκληρος άντρας πια- έβαλε ένα σωρό πακέτα κάτω από τα χριστουγεννιάτικα κλαδιά της. Οι μικρές, μαμάδες πια, μ’ ένα συνωμοτικό χαμόγελο έβγαλαν τα γιορτινά εδέσματα που είχαν ετοιμάσει.
Ένα γιορτινό τραπέζι στρώθηκε στη στιγμή. Τα εγγονάκια της γύρω από τα πακέτα. Να τα επεξεργάζονται, να τα πιάνουν, να τα κουνούν. Η μεγάλη οικογένεια έφαγε και συζήτησε ζωηρά για ώρες, ώσπου ήρθε η στιγμή να αποχαιρετήσουν τον παλιό τον χρόνο.
Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Εκεί στεκόταν ένα μικρό κορίτσι με πλεξούδες, δίπλα μια νέα κοπέλα με ξέπλεκα μαλλιά και όνειρα. Κρατιούνταν χέρι-χέρι. Δεν ήταν όμως μόνες. Δίπλα τους μια όμορφη κοπέλα με φουσκωμένη την κοιλίτσα και μια γυναίκα γύρω στα πενήντα. Λίγο πιο πέρα μια μεγαλύτερη γυναίκα, με άσπρα μαλλιά. Με αργές κινήσεις, η μεγαλύτερη γυναίκα αγκάλιασε όλες τις υπόλοιπες και χάθηκαν όλες μαζί.
«Μανούλα μου… είναι ώρα να φύγουμε. Τα παιδιά νύσταξαν. Θα τα μαζέψουμε… σιγά, Θεέ μου τι ακαταστασία, κοίτα εδώ τι έχουν κάνει!»
« Σε παρακαλώ, καθίστε όσο θέλετε. Όσο για την ακαταστασία, αυτό να μην το ξαναπείς! Ήταν το καλύτερο δώρο. Δεν φαντάζεσαι πόσο όμορφο δώρο…».