ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΠΑΝΟ ΜΥΡΜΙΓΓΙΔΗ
Φθινόπωρο. Το καλοκαίρι έφυγε γρήγορα. Ο Κρις -δεν του άρεσε το Χρήστος, και είχε αναγκάσει όλο τον κόσμο να τον φωνάζει με αυτή τη μία αμερικανόφερτη συλλαβή- είχε γυρίσει με την γυναίκα του, Μάνια, αρκετά ελληνικά νησιά.
– Μάνια, πριν τα Δερβενοχώρια θα πάω με τον Τάκη στο καζίνο.
– Εντάξει, αλλά μη σε πάρει το βράδυ.
– Μεσημεράκι θα πάμε, οπότε μέχρι τις πέντε το πολύ θα ʼχω ξεκινήσει. Πριν νυχτώσει θα ʼχω φτάσει Δερβενοχώρια.
Τα Δερβενοχώρια προέκυψαν μετά από ένα σκάλισμα μνήμης που τον είχε πιάσει πριν δύο βδομάδες. Έτσι αποφάσισε να πάει ένα τριήμερο μόνος του -γιατί η προηγούμενη φορά ήταν βιαστική και δεν κράτησε πάνω από δύο ώρες- στο χωριό Πύλη. Στο τελεφερίκ φτάσανε κατά τις 16:30 αφού στην εθνική γινόταν πανικός. Η άνοδος όπως πάντα μαγευτική. Μέσα στο καζίνο δεν είχε πολύ κόσμο. Πήγανε στο μπαρ και πήρανε καφέ. Ήταν γουρλίδικη μέρα αφού στο πρώτο 20λεπτο στο Blackjack, είχανε κερδίσει ο καθένας ήδη τα δεκαπλάσια απ’ το ποντάρισμά τους. Η ώρα είχε πάει 19:00 και αποφάσισαν να δοκιμάσουν την τύχη τους και στην ρουλέτα. Εκεί δεν ήταν και τόσο τυχεροί αλλά ευτυχώς χάσανε ελάχιστα απ’ τα κερδισμένα τους. Στις 20:00 και κάτι φύγανε. Δεν είχε πάρει χαμπάρι ότι είχε περάσει η ώρα γιατί είχε αφήσει το κινητό στο αυτοκίνητο. Η Μάνια του τα έψαλλε -τηλεφωνικώς- και με το δίκιο της. Μάλλον ο Κρις θα ξανάρχιζε να φοράει ρολόι.
Μετά το εργοστάσιο ΤΙΤΑΝ, ο δρόμος δυσκόλευε με στροφές και ελάχιστο φωτισμό. Ο Κρις είχε αρχίσει να κάνει κάτι περίεργα τρομαχτικά σενάρια άνευ σημασίας, τύπου αμερικάνικα θρίλερ, αλλά ήταν λογικό, γιατί σε τέτοιες στιγμές το μυαλό δημιουργεί διάφορα. Το μόνο που ήθελε ήταν να φτάσει στον προορισμό του. Θα έμενε στο σπίτι ενός φίλου, ο οποίος έλειπε για δουλειές στο εξωτερικό. Βγήκε σε μια μεγάλη ευθεία. Μια κολόνα με φως εδώ, μια εκεί. Έφτασε στο τέλος του δρόμου που ξεκινούσε το μικρό χωριό Πύλη. Το σπίτι ήταν στο τέλος του χωριού. Λίγο πριν φτάσει, είδε μια ταβέρνα στα δεξιά και έκοψε για να μπει στο παρκινγκ που είχε. Ένα κρασί ήταν ό,τι έπρεπε. Μια βροντή ταρακούνησε ξαφνικά τον ουρανό. Θα ετοιμαζόταν για βροχή. Η ταβέρνα ήταν άδεια. Ο Κρις κατέβηκε απ’ τα αμάξι και είδε ακριβώς δίπλα έναν ηλικιωμένο που είχε μόλις παρκάρει.
– Καλησπέρα, νεαρέ.
– Γεια σου, παππού.
– Δεν έχει αρκετό φως εδώ και σε είδα ξαφνικά, και να σου πω την αλήθεια, τρόμαξα λιγάκι.
– Έλα να πιούμε ένα κρασί ρε παππού και μην αγχώνεσαι… θα ξεκινήσει και βροχή σε λίγο.
– Πού το ξέρεις;
– Καλά, την βροντή δεν την άκουσες;
– Μπα όχι, θα ʼχα αλλού το νου μου.
Μπήκανε στο μαγαζί, ο παππούς χαιρέτησε τον ταβερνιάρη και έκατσαν σε ένα τραπέζι κοντά στην πόρτα. Παρήγγειλαν κρασί και τυρομεζέ. Ο παππούς ξεκίνησε να λέει στον Κρις για την γυναίκα του, που είχε χάσει πριν μερικούς μήνες και ένιωθε πολύ μόνος. Ο ταβερνιάρης ήταν ανήσυχος και μπαινόβγαινε συνεχώς. Η βροχή δεν είχε ξεκινήσει ακόμα. Έξω είχε μαζευτεί κόσμος
Ξημέρωσε. Ο Κρις δυσκολεύτηκε ν’ ανοίξει τα μάτια του. Όταν τα άνοιξε, είδε την Μάνια να στέκεται από πάνω του δακρυσμένη
– Τι έγινε που βρίσκομαι;
– Είχες ένα ατύχημα χτες… ησύχασε… όλα καλά θα πάνε τώρα.
Το παράθυρο του νοσοκομείου είχε γεμίσει βρόχινο νερό. Την ίδια ώρα, στο χωριό Πύλη, ένας γερανός της αστυνομίας τραβούσε τα δύο τρακαρισμένα αυτοκίνητα. Οι λιγοστοί κάτοικοι συζητούσαν έξω απ’ την ταβέρνα.
– Ρε τον καημένο τον μπάρμπα-Μίχο, ούτε ένα τελευταίο κρασί δεν πρόλαβε να πιει. Άσχημο πράγμα να πεθάνει πάνω στο τιμόνι, ευτυχώς ο άλλος οδηγός έζησε.