ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΣΚΛΕΙΔΗ

Τα βράδια, όταν πέφτω για ύπνο, αρχίζει το μαρτύριό μου. Ξαπλώνω να χαλαρώσω το κουρασμένο μου σώμα, μα η καρδιά μου σφυροκοπάει ανελέητα. Το σεντόνι είναι δροσερό και φρέσκο, με καλεί να με τυλίξει. Και ξέρω πως, αν αφεθώ, ο ύπνος θα με πάρει μαζί του σε λίγα λεπτά. Προσπαθώ να χαλαρώσω, κάνω τις ασκήσεις που μου έχει πει ο γιατρός και σφίγγω τα μάτια. Φαντάζομαι ότι είμαι σε ένα λιβάδι, ή δίπλα στη θάλασσα, ή ότι πετάω. Περιμένω να με πάρει ο ύπνος. Έχω πολύ εμπιστοσύνη στον ιατρό. Είμαι σίγουρος πως θα με βοηθήσει. Κάνω τις ασκήσεις του, ακριβώς όπως μου έχει πει. Θα πιάσει, από στιγμή σε στιγμή, θα πιάσει. Και θα κοιμηθώ.

Μα ξαφνικά τους ακούω.

Τους ακούω κάτω απ’ το στρώμα, να μουρμουρίζουν. Σιγοψυθιρίζουν στο σκοτάδι και προσπαθώ να ξεχωρίσω τί λένε. Μιλάνε όλοι μαζί, κι όμως συνεννοούνται. Κάθομαι ακίνητος και τους αφουγκράζομαι. Τους ακούω να μιλάνε για μένα. Να καταστρώνουν σχέδια για το πώς θα με ξεκοκαλίσουν. Λιμπίζονται την τρυφερή μου σάρκα και γλείφονται. Τσακώνονται για το πώς θα μοιραστούν τα δάχτυλα των ποδιών μου. Βγάζουν μικρά επιφωνήματα πείνας και γουργουρίζουν. Κάποιος από αυτούς τους επιπλήττει. Τους λέει να κάνουν ησυχία, μέχρι να κοιμηθώ.

Για λίγο ησυχάζουν και ακούω μόνο τον ήχο της καρδιάς μου που κάνει ηχώ μέσα στο στρώμα. Ο ύπνος βαραίνει τα βλέφαρα μου, όπως είμαι ξαπλωμένος, με το πρόσωπο μέσα στο μαξιλάρι. Μια σκέψη μου περνάει κι ανοίγω τα μάτια. Ελέγχω όλα μου τα άκρα: Τα χέρια μου δεν εξέχουν από πουθενά και τα πόδια μου είναι τυλιγμένα στο σεντόνι. Όλα εντάξει. Κοιμήσου.

Κι αν καθώς κοιμάμαι αλλάξω στάση; Ξέρεις ότι κάνω άτσαλο ύπνο. Κι αν το πρωί με βρούνε μισοφαγωμένο; Γιατί αυτοί οι από κάτω, άλλο που δε θέλουν να δούνε κανέναν χέρι να κρέμεται από το κρεβάτι. Αποκλείεται, ξύπνα! Δεν είναι να τους έχεις καμιά εμπιστοσύνη, αυτά τα πλάσματα! Σε πιάνουν στον ύπνο!

Και τραβώ τα χέρια και τα πόδια μου μέσα και κολλάω ξανά το αυτί μου στο στρώμα, μήπως υποκλέψω κανένα τους μυστικό… Ανασηκώνω το στήθος μου, δεν κάνει να είναι σε επαφή με το κρεβάτι, ο ήχος μεταδίδεται εύκολα μέσα από το στρώμα και θα ακούσουν το χτυποκάρδι μου! Και ο ιδρώτας; Αν μυριστούνε τον ιδρώτα μου; Σκουπίζομαι βιαστικά με το σεντόνι! Αφουγκράζομαι, για να δω αν με έχουν αντιληφθεί…

Νυστάζω τόσο πολύ… Κρατώ με την παλάμη το πρόσωπο μου, για να μη βυθιστεί στο πάπλωμα. Το πάπλωμα… τόσο απαλό… να χωνόμουν στην αγκαλιά του. Να χωνόμουν στην αγκαλιά σου… Να ήσουν εδώ… Όσο ήσουν εδώ, δε με είχαν ενοχλήσει ποτέ οι από κάτω. Ίσως να φοβόντουσαν, που ήμασταν δύο. Από τότε που έφυγες με έχουνε τρελάνει! Κροταλίζουν όλο το βράδυ, ψιθυρίζουν και τσακώνονται, κλωτσάνε το στρώμα, μουγκρίζουν και χαχανίζουν συνέχεια!Μόνο τα πρωινά μπορώ να κοιμηθώ, που κοιμούνται κι αυτοί. Για δυο – τρεις ώρες, μέχρι να σηκωθώ για τη δουλειά…

Μου λείπει ύπνος. Νά ‘σουν εδώ… Θυμάσαι που αγκαλιαζόμασταν κάτω απ’ τα λευκά σεντόνια και μου γελούσες; Που μου χάιδευες τα μαλλιά κάτω απ’ τη κουβέρτα και έπλεκες τα δάχτυλα σου στις άκρες τους; Τότε δε φοβόμουν κανέναν. Δεν ανησυχούσα για τίποτα. Κι αν δεν κοιμόμουν τότε, το έκανα για να νιώθω την ανάσα σου στο λαιμό μου. Ίσως και από το φόβο μου πως, αν κοιμηθώ, όταν ξυπνήσω θα έχεις φύγει. Μα τότε μου ψιθύριζες «σ’ αγαπώ» και αφηνόμουν να πέσω στα άδυτα του ύπνου.

Μια μέρα ξύπνησα και είχες φύγει. Και από τότε άρχισα να κοιμάμαι μόνος. Λίγες μέρες αργότερα εμφανιστήκαν εκείνοι. Με ξύπνησαν ένα βράδυ που κοιμόμουν βαθιά. Νόμιζα ότι έβλεπα όνειρο και ξύπνησα ενοχλημένος. Όταν όμως ανασκουμπώθηκα και ανακάθισα στο προσκέφαλο, τους άκουσα καθαρά. Άκουγα τις ομιλίες τους, αλλά δε μπορούσα να διακρίνω τι λένε. Κάθισα ακίνητος για μερικά λεπτά και τότε κατάλαβα. Κατάλαβα ότι είχαν έρθει για μένα. Έλεγαν ότι θα με τραβούσαν κάτω από το στρώμα και θα με ροκάνιζαν. Ταράχτηκα πολύ και από τότε δεν ξανακοιμήθηκα το βράδυ.

Είναι δυο βράδια τώρα, που δεν τους έχω ακούσει καθόλου… Μάλλον κατάλαβαν ότι τους έχω αντιληφθεί και παραμονεύουν… Ή ίσως να το πήραν απόφαση, ότι δεν πρόκειται να κοιμηθώ και να βαρέθηκαν. Γιατί άκουγα φασαρία, τσακωνόντουσαν στην αρχή και μετά ακούστηκε σαν να τα μαζεύουν… Μπα, αποκλείεται! Παγίδα είναι! Να δεις που, μόλις γλαρώσω κι ακούσουν την αναπνοή μου να βαραίνει, θα αρχίσουν πάλι να ξερογλείφονται! Μαζέψου, μαζέψου κάτω απ’ το σεντόνι!

Πάντως κάνουν πολύ ησυχία… Αυτό είναι κάτι που δεν το συνηθίζουν. Μάλλον έχουν φύγει… Νιώθω ήδη πιο χαλαρός. Ίσως μπορέσω σήμερα να κοιμηθώ. Να, είναι τόσο εύκολο. Απλώς θα κλείσω τα μάτια…

Τότε άκουσα ένα σούρσιμο. Ήταν τραχύ, σαν κάποιος να έτριβε την πλάτη του στο ξύλινο δάπεδο. Ανακάθισα έντρομος, νιώθοντας την καρδιά μου έτοιμη να σπάσει. Είχαν γυρίσει… Ή δεν είχαν φύγει ποτέ. Σε τι κίνδυνο έβαλα τον εαυτό μου πριν! Πώς φαντάστηκα ότι μπορεί ποτέ να είχαν φύγει; Μπορεί όμως να είναι και η ιδέα μου! Μπορεί ο φόβος να μου παίζει παιχνίδια! Πώς μπορώ να ξέρω;

-«Είναι κανείς εκεί;» η φωνή μου βγήκε χωρίς να την ελέγξω. Πάγωσα στη σκέψη ότι με είχαν ακούσει. Ο ιδρώτας άρχισε να ρέει στο μέτωπό μου. Έπνιξα, με την παλάμη μου, την ανάσα μου που ηχούσε.

-«Εγώ», μού απάντησε η φωνή. Έμεινα ασάλευτος, έτοιμος να πεθάνω. Τα λεπτά που ακολούθησαν, μέσα στην απόλυτη ησυχία και το σκοτάδι, μου φάνηκαν ατέλειωτα. Ούτε ο παραμικρός θόρυβος, ούτε ένα τρίξιμο.

-«Εγώ είμαι εδώ», συνέχισε η φωνή. Ήταν κρυστάλλινη, βαθιά και ακουγόταν να βγαίνει μέσα από το στρώμα. -«Πού είσαι;» ρώτησα δειλά. -«Κάτω από το κρεβάτι.» -«Ποιος είσαι;» -«Ο “από κάτω”. Μη φοβάσαι. Οι άλλοι την κοπάνησαν και εγώ δεν έχω σκοπό να σου κάνω κακό.» -«Και γιατί να σε πιστέψω; Μπορεί να είναι παγίδα και να μου την έχεις στημένη.» -«Μη φοβάσαι. Εμπιστεύσου με. Να, έλα από κάτω, να τα λέμε καλύτερα» -«Τρελάθηκες μου φαίνεται! Να έρθω από κάτω; Αποκλείεται!» – «Έλα, μη φοβάσαι. Είναι δροσερά κάτω απ’ το στρώμα.» -«Τι θες από μένα;» -«Παρέα. Είμαι πολύ μόνος μου εδώ κάτω. Και σένα σ’ ακούω που βαριαναστενάζεις. Αν είμαστε οι δυο μας, θα είναι καλύτερα».

Γύρισα πλευρό και αναλογίστηκα τις συνέπειες. Έπειτα μια δύναμη εσωτερική με τράβηξε στο χείλος του κρεβατιού και με έσυρε κάτω από αυτό, μαλακά. Μετακινήθηκα αργά, έρποντας πάνω στην πλάτη μου και στριμώχτηκα κοντά του. Φύσηξε τη ζεστή του ανάσα πάνω στο αποκαμωμένο μου κορμί.

Με έκλεισε στην αγκαλιά του και αποκοιμηθήκαμε.

*Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό μας: 19/11/20

Books and Style

Books and Style