ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΤΡΙΣΟΝ

Εχω βγει έξω να πάρω αέρα. Είναι ως συνήθως νύχτα και ο κόσμος έχει μαζευτεί στα σπίτια του. Οι δρόμοι άδειοι μετά τη βροχή, κατάφωτοι γυαλίζουν, οι Δήμοι αυτά δεν τα τσιγκουνεύονται, πρέπει να συνεχίζουν κατά την παράδοση να δίνουν μια εντύπωση χαρούμενη. Δεν το είπε άλλωστε κι ό Χεμιγουέι; Το Παρίσι είναι γιορτή.

Μοιάζει με γιορτή του τέλους. Ένα τέλος περίεργο και απειλητικό μέσα στην σιωπηλή του κατήφεια. Δεν έχει τίποτε το κοινό με τις κοσμογονίες που μας δείχνει ο κινηματογράφος όπου εξωγήινες καταιγιστικές  δυνάμεις και διαβολικές  μηχανές κατακλύζουν την ανθρωπότητα καταστρέφοντας τα πάντα. Το τέλος εδώ είναι ανατριχιαστικά ήπιο.

Έτσι κατηφορίζω με γοργό βήμα τη απόλυτα άδεια λεωφόρο Ντωμενίλ που συνήθως σφύζει από πατιναδόρους, ποδηλάτες, δρομείς, αργόσχολους που χαζεύουν βιτρίνες, και στη μοναξιά μου νοιώθω ευφορία που βρήκα το κουράγιο να εγκαταλείψω το διαμέρισμά μου που τελευταία το έχω μισήσει.

Η μονοτονία ωστόσο της Ντωμενίλ με καταπιέζει, τίποτε πιο ανιαρό από μια άδεια λεωφόρο γι’ αυτό στρίβοντας παίρνω την παράλληλη οδό Σαρεντόν που κι αυτή σε οδηγεί στην Βαστίλη. Τι τα θες η μεγάλη πλατεία έστω και έρημη σου δίνει την ψευδαίσθηση πως είσαι πιο ελεύθερος. Έχω βέβαια και τους λόγους μου: Κάθε φορά που την διασχίζω μου φέρνει στο νου την καταπληκτική έκθεση που είχαμε κάνει εδώ με την Vassiliki στις αρχές του πολύπαθου αιώνα μας. Μουσικές, γαϊτανάκια, Αρλεκίνοι, μια πανδαισία. Τώρα βέβαια στην απλωσιά της δεν υπάρχει τίποτε παρόμοιο ούτε γιορταστικό, παρόλο που η τελευταία Δήμαρχος έκανε τα πάντα για να την εξωραΐσει. Τη σώζει  όμως ο ιπτάμενος  χρυσός της Άγγελος στην κορυφή της κολόνας του: χάρη στην χορευτική του φιγούρα νομίζεις πως και συ μπορείς να πετάξεις.

Έχω κυριολεκτικά χωθεί στην Σαρεντόν. Είναι ένας από τους πιο μακριούς δρόμους του Παρισιού αλλά στενός και σκοτεινός. Αν έχει θησαυρούς – πάντα υπάρχουν κρυμμένοι θησαυροί στις πιο απίθανες γωνίες του Παρισιού – από τον καιρό της Πανδημίας είναι πιο κουκουλωμένοι παρά ποτέ. Καμιά παρουσία, καμιά υπόσχεση, μαύρη μαυρίλα. Όμως κάποτε ερχόμουν συχνά εδώ σ’ ένα νυχτερινό μπαρ της μόδας, το China Club. Από καιρό το έχω παρατήσει δεν θυμάμαι το λόγο. Πότε κανείς παύει να ενδιαφέρεται για ένα  στέκι; είναι μυστήριο. Στην αρχή ενθουσιασμός κι ύστερα πλήξη η τραυματιστική εμπειρία και εγκατάλειψη.

Ψάχνω να δω αν υπάρχει ακόμη και να που βλέπω την ταμπέλα του κι ένα είδος κόκκινου λαβάρου που ανεμίζει ακριβώς όπως άλλοτε… Κοντοστέκομαι, απίστευτο. Άρα συνεχίζει τη νυχτόβια ευεργετική του ύπαρξη και καλώς εχόντων των πραγμάτων προσφέρει την ιδιαίτερη ατμόσφαιρά του σε νεότερους πελάτες, σε άτομα πιο κεφάτα για ζωή… Εμένα πάντως κάποτε με είχε γοητεύσει κι όχι μόνον: το έκανα σκηνικό ενός επεισοδίου σ΄ένα από τα βιβλία μου: την Καλλιτεχνική Σκευωρία.

Πλησιάζω την πόρτα που είναι θεόκλειστη. Τα παράθυρα επίσης. Ούτε ίχνος φως δεν φέγγει μέσα στο ερμητικά σφραγισμένο αυτό άντρο της απόλαυσης. Κλειστό στα όνειρά μου, στην αναπόλησή μου, απαγορευμένο ίσως για πάντα. Έτσι λοιπόν η πανδημία, όχι μόνο δεν μας επιτρέπει να μπούμε σε τέτοια μέρη να ζήσουμε καινούργιες εμπειρίες, αλλά μας κλέβει κι ένα μέρος από το παρελθόν μας.

Φυσικά μπορώ αν θέλω, με τη μαγεία της δημιουργίας, να το ξαναχρησιμοποιήσω στα γραπτά μου. Όταν γράφεις δεν χρειάζεται να ζητήσεις την άδεια κανενός. Μπορείς να μπαινοβγαίνεις άνετα όπου θέλεις χωρίς να δίνεις λόγο σε κανένα, χωρίς κανείς να σε βλέπει… Αν ήθελα λοιπόν θα μπορούσα να ξαναβάλω πιθανούς ήρωές μου να το επισκεφτούν, να διασχίσουν την αίθουσα με τα μαυρόασπρα πλακάκια και τις κόκκινες κουρτίνες, να καθίσουν στα ψηλά σκαμνιά του μπαρ για να πιουν μια μαργαρίτα ακούγοντας την βελουδένια φωνή του Nat King Cole… Γιατί όχι; Μπα, έτσι που το αποποιήθηκα δεν νομίζω πως μπορώ να το νεκραναστήσω…

Πάω να απομακρυνθώ. Ωστόσο κάτι με κρατάει επίμονα εκεί, με κάνει να μη μπορώ να το κουνήσω. Είναι που έρχεται στο νου η σκηνή που με τόσο κέφι είχα γράψει άλλοτε. Κι είναι σα να έχω ανοίξει το βιβλίο μου σ’ εκείνη τη συγκεκριμένη σελίδα κι έχω βαλθεί να την ξαναδιαβάζω. Κι είμαι στο σημείο όπου οι αγαπημένοι μου ήρωες, ο Σιμόν κι η Λοίς εκείνο το μοιραίο βράδυ βάλανε πλώρη για το Club. Ακούω τα βήματά τους να ηχούν στα πλακάκια της ευρύχωρης άδειας αίθουσας… Τη σκάλα να τρίζει καθώς ανεβαίνουν στον πρώτο όροφο. Γιατί ο Σιμόν ήθελε να την ξεμοναχιάσει, να μιλήσουν άνετα χωρίς να τους ακούει κανείς. Κι εκείνη τον ακολουθούσε με χτυποκάρδι, ελπίζοντας σε μια κίνησή του, σε κάποια εξομολόγηση…

Οι σελίδες του βιβλίου μου γυρίζουν. Δεν λένε δυστυχώς πολλά, μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Αλίμονο δεν ξέρω να γράφω με πολλές λεπτομέρειες όπως κάνουν μερικοί ευρηματικοί συγγραφείς. Δεν μου φτουράνε οι σκηνές. Ιδίως οι αισθηματικές. Όσο πιο έντονο είναι το ερωτικό συναίσθημα τόσο πέφτει βουβαμάρα. Ίσως γιατί είμαι άνθρωπος της δράσης έχω το διάολο μέσα μου και θέλω πάντα να πηγαίνω γρήγορα στην ουσία. Απεχθάνομαι τις φιοριτούρες.

Είναι άδικο αυτό γιατί ως αναγνώστρια μ’ αρέσει να χασομερώ στα «ενδιαφέροντα» σημεία. Λατρεύω τις περιγραφές, τις ερωτικές στιγμές, εκείνες τις μικρολεπτομέρειες που φτιάχνουν γλαφυρές εικόνες… Στο Όσα παίρνει ο άνεμος, για παράδειγμά, διάβασα και ξαναδιάβασα άπειρες φορές εκείνη τη απολαυστική σκηνή ανάμεσα στον Άσλεη και τη Σκάρλετ την οποία ο Ρετ Μπάτλερ παρακολουθούσε κρυμμένος πίσω από τον καναπέ του σαλονιού. Τι γέλιο και συγκίνηση συνάμα! Στα νιάτα μου ήμουν  ικανή να τις ξεκοκκαλίζω κατά κόρον,  να διαβάσω απνευστί ένα βιβλίο και 15 φορές συνέχεια. Και τώρα ακόμη αν πέσω σε κάτι καλό μπορώ ευθύς να το ξαναρχίσω…

Όμως και χωρίς λεπτομέρειες τούτη η δική μου η σκηνή στο δεύτερο όροφο του China Club μ’ ενδιαφέρει. Γι αυτό, εκεί μέσα στην έρημη νύχτα, την απόλυτη σιωπή, γυρίζω νοερά τη σελίδα της Σκευωρίας.

Τελικά ο Σιμόν είχε διαλέξει μία διακριτική γωνιά. Δεν είχαν καλά-καλά καθίσει κι άρχισε  με ψιθυριστή φωνή τη μακριά του εξομολόγηση. Ύστερα από τόσον καιρό όφειλε να της ανοίξει την καρδιά του, να της τα πει όλα, να μη της κρύψει το παραμικρό. Για τη ζωή του, για τον αποτυχημένο γάμο του, τη μοχθηρή γυναίκα του, τις δυσκολίες της έκθεσης του Ντε Κίρικο, τους εχθρούς του που μηχανορραφούσαν για να την ματαιώσουν… Καταιγισμός από δυστυχίες που τον έκαναν να αναζητάει την παρέα της, την κατανόησή της, την αγάπη της. Κι εκείνη η Λοϊς σχεδόν αδιάφορη για όλα αυτά να επαναλαμβάνει  θριαμβευτικά μέσα της: μ’ αγαπάει, μ’ αγαπάει, μ’ αγαπάει!

Α είναι σα να τη βλέπω. Έχω γράψει τόσα διαφορετικά πράγματα από τότε κι όμως  αυτή η θερμή σκηνή λάμπει στη θύμησή μου σαν κάτι πιο ζωντανό κι από την πραγματικότητα… Άραγε οι αναγνώστες μου την έζησαν όπως εγώ; Αγάπησαν τους ήρωές μου; Τους συμπόνεσαν;

Ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι της ψυχρής πόλης και της μοναξιάς μου  η σκέψη αυτή με κατακλύζει. Είναι πιο σημαντική κι από τη δυστυχία που έχει πέσει επάνω μας, τον ιό, το άδειο και εχθρικό Παρίσι, την αβεβαιότητα του αύριο…. Όλα αυτά μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην ανάγκη μου να αρέσω, να αγαπηθώ έστω κι από ένα απρόσωπο κοινό, στο άμεσο τώρα, στο μακρινό αύριο, σ’ ένα μέλλον που μου είναι απόλυτα άγνωστο….

Κάποιος έρχεται από απέναντι και μου διασπά την προσοχή. Μια σιλουέτα  που προχωρεί σαν ρομπότ με γρήγορο αφύσικο βήμα. Πέφτει σχεδόν επάνω μου και με προσπερνά χωρίς να με κοιτάξει. Το πρόσωπο καλυμμένο με μαύρη μάσκα, απόκοσμο. Τινάζομαι, δεν είμαι πια μέσα στις σελίδες μου. Η πραγματικότητα έχει γαντζωθεί αμείλικτη πάλι επάνω μου.

Το China Club μπροστά μου ερμητικά κλειστό.  Ίσως και να έχει φαλιρίσει όπως τόσα και τόσα. Του γυρίζω την πλάτη κι αρχίζω άκεφα να περπατώ. Στο τέλος της Σαρεντόν βλέπω κιόλας ένα κομμάτι της φωτεινής πλατείας, σαν σε σουρεαλιστικό όνειρο.

 

Ευρυδίκη Τρισόν – Μιλσανή

Books and Style

Books and Style