ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ
Πολλοί μελετητές έχουν επιχειρήσει κατά καιρούς να ετυμολογήσουν το όνομα «Μπότζαρης», ορισμένοι εκ των οποίων είναι γνώστες και της αρβανίτικης γλώσσας. Καμία, ωστόσο, έως σήμερα, δεν υπήρξε αξιόπιστη και αντάξια αυτής της ένδοξης φάρας των αετών του Σουλίου μας.
Παραθέτω ορισμένες από τις δοθείσες ετυμολογίες.
Το όνομα προέρχεται, σύμφωνα με μελετητές, από την αρβανίτικη λέξη voc, i (βότσ, ι)-μικρό παιδί, αγόρι, και στην περιοχή μας (Φανάρι Πρέβεζας) vociri (βότσιρι) και voxiri (βότζιρι) με την ίδια σημασία. Κατ’ άλλους εκ του bot, a (μποτ, α)-χώμα, γη και shi,u (σhι)-βροχή, άρα ο άνθρωπος της γης και της βροχής, ο διαβιών επί εδάφους, στο ύπαιθρο, ο νομάς. Κατ’ άλλους εκ του αρβανίτικου μπότσιος-κοντόχοντρος και σφριγηλός άνδρας, εκ του μπότσα-παγούρι σφαιροειδές, ξύλινο ή από νεροκολοκύθα, και εκ του μπότσκα-σκυλοκρέμμυδο ή σκιλλοκρέμμυδο (ο έχων είτε την κεφαλή είτε τα οπίσθια ως σκιλλοκρέμμυδο)…
Ωστόσο, καμία από τις ανωτέρω ετυμολογίες δεν απέδιδε τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτής της ένδοξης φάρας και τις αρετές των μελών της. Αντιθέτως, ορισμένα εξ αυτών την προσέβαλαν και απαξίωναν την μεγάλη προσφορά, τους αγώνες και την πρώτη θέση, την οποία δικαιωματικά και κατέλαβαν στη Σουλιωτική Συμπολιτεία. Και το επισημαίνω αυτό, διότι τα επώνυμα των φαρών δεν ήσαν παρά τα παρωνύμια-προσωνύμια, τα οποία προσέδιδαν στον ονομαζόμενο ένα βασικό τους χαρακτηριστικό, ενώ οι Αρβανίτες και οι Ηπειρώτες εν γένει ακολουθούσαν την αρχαία ελληνική ονοματοδοσία με το όνομα του υιού και το του πατρός ως επίθετο…
Η ετυμολογία του ονόματος Μπότζαρης (θεωρώ πιο σωστή τη γραφή Μπότζαρης, αντί του Μπότσαρης ή Βότσαρης), το πιθανότερο και λογικότερο είναι να προέρχεται από την αρβανίτικη λέξη boxh-μποτζ=χρέος, δάνειο, η οποία ταυτίζεται και με την αντίστοιχη τουρκική με την ίδια σημασία.
Ειδικότερα στην τουρκική το λήμμα συναντάται με τους εξής τύπους:
Ρήμα: borcum var (μποτζ’μουαρ)=χρεωστώ
Ουσιαστικό: borc veren (μπότζιαραν)=δανειστής
(η προφορά των λέξεων μου δόθηκε και από γνώστη της τουρκικής γλώσσας, τον οποίο και ευχαριστώ θερμά)…
Borc (μποτζ)=χρέος
Βorclu (μποτζλου)=χρεώστης
Μπότζαρης είναι ο μέγας δανειστής στην αρβανίτικη, ο έχων οικονομική άνεση και πλούτο, ο ισχυρός και οικονομικά παράγων-άρχοντας του τόπου και έχων και τη δυνατότητα να δανείζει χρήματα, εκ του μποτζ-χρέος, δάνειο και την κατάληξη -αρης ή -αρας (συνήθεις καταλήξεις-επιθήματα –αρας, -αρης , επιτείνοντα την έννοια της λέξης στην αρβανίτικη και ελληνική γλώσσα), ενώ και η αντίστοιχη τουρκική «μποτζιαράν» (Μποτζιαράς, Μπότζιαρης) με την έννοια του «δανειστής», ταυτίζεται με την αρβανίτικη και στην προφορά της. Το δε επίθετο δεν είναι παρά το παρωνύμιο της πατριάς, το οποίο τους είχε δοθεί και προ της αναβάσεως και μετοικήσεως στο Σούλι, απόδειξη της ισχυρής τους κοινωνικής θέσης, ενώ και στον νέο τόπο η φάρα κατέλαβε την αρχηγική, αντάξια των έως τότε αγώνων της, του πλούτου της και των παλικαριών της στο πλευρό του Σκεντέρμπεη. Ο Σπύρος Μπότζαρης είχε συνεργαστεί πολλές φορές μαζί του και μετά τον θάνατό του η οικογένεια, η οποία συνεχώς βρίσκονταν σε ένοπλη σύγκρουση με τους Τούρκους, απόδειξη της πολεμικής και κοινωνικής ισχύος της, άρχισε σταδιακά να μετακινείται προς το Σούλι.
Την δανειοδοτική δραστηριότητα των Μποτζαραίων την επιβεβαιώνει το γνωστό δημοτικό τραγούδι-μοιρολόγι, αφιερωμένο στον Κίτσο Μπότσαρη, πατέρα του Μάρκου. Ιδιαίτερα ο τέταρτος στίχος του:
Τρίτη Τετάρτη χλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη
Παρασκευή ξημέρωσε να μη’ χε ξημερώσει
Που κίνησε ο Μπότσαρης να πάει στο Βουργαρέλι
Πάει να μάσει τ’ άσπρα του που τάχε δανεισμένα….
Ωστόσο, επειδή ένα δημώδες άσμα και ένας στίχος του, δεν αποτελεί απόδειξη της δανειοδοτικής δραστηριότητας της οικογένειας των Μποτζαραίων, έρχεται και η Ιστορία να το επιβεβαιώσει, αφού είναι και ιστορικά τεκμηριωμένο ότι οι Μποτζαραίοι, όπως και οι Τζαβελαίοι και οι άλλες ισχυρές πατριές του Σουλίου, δάνειζαν χρήματα σε συντοπίτες και όχι μόνο (σώζονται σχετικά έγγραφα)…
Η δανειοδοτική δε δραστηριότητά των δεν περιοριζόταν εντός του Τετραχωρίου, ούτε στην εξυπηρέτηση των αρχηγών των τοπικών, αδύναμων οικονομικά φαρών, ή απλών κατοίκων της Σουλιωτικής Συμπολιτείας, αλλά απλωνόταν και σε εκτός του Σουλίου περιοχές, στους προεστώτες των χωριών της Λάκκας και αργότερα στα υπό την προστασία τους χωριά της, τις όμορες περιοχές, ακόμη και σε Τσάμηδες μουσουλμάνους της Παραμυθιάς και του Μαργαριτίου….
Στο δημοτικό τραγούδι αναφέρεται η δανειοδοτική δραστηριότητα του Κίτσου Μπότσαρη στο Βουλγαρέλι της Άρτας, όπου είχε εγκατασταθεί ο Γιώργης Μπότζαρης από το 1800 (σώζεται σχετικό έγγραφο αναχώρησης από το Παλαιοχώρι Μπότσαρη με 200 υποζύγια φορτωμένα το βιος του, απόδειξη της ευμάρειάς του….), αποδεχόμενος το προσφερθέν υπό του δολερού Αλή πασά αρματολίκι των Τζουμέρκων…
Την ίδια οικονομική δραστηριότητα είχαν αναπτύξει νωρίτερα στην περιοχή της Λάκκας και η δανειοδοτική αυτή δράση του Γ. Μπότσαρη, οδήγησε στην απελευθέρωση-αυτονομία των χωριών της Λάκκας και την αυτοδιοίκηση των Σουλιωτών, η οποία ξεκίνησε από τον Καλέντζη, προεστό του Αλποχωρίου, στις αρχές του 18ου αιώνα και διήρκεσε μέχρι το 1744, όταν οκτώ χωριά της Λάκκας απελευθερώθηκαν από τους Τούρκους και τέθηκαν υπό την προστασία των Σουλιωτών, με αντάλλαγμα την πληρωμή του γεώμορου στους απελευθερωτές τους.
Το χρονικό αυτής της απελευθέρωσης και της έναρξης της αυτοδιοίκησης των Σουλιωτών, έχει ως ακολούθως:
Κάποιος προεστός του Αλποχωρίου, Καλέντζης στο όνομα, ευρισκόμενος φυλακισμένος στα Ιωάννινα, λόγω χρέους της κοινότητός του προς τον Ιωαννίτη Οθωμανό, απευθύνθηκε στον Γιώργη Μπότσαρη και μερικούς από τους συγγενείς του και τους παρακάλεσε να του δανείσουν το προς πληρωμή στους Τούρκους αναγκαίο ποσό. Ο Γιώργης Μπότσαρης ανταποκρίθηκε και δάνεισε το ποσό στον Καλέντζη. Μόλις ο Καλέντζης αποφυλακίστηκε, ετοίμασε συμπόσιο στην οικία του και προσκάλεσε σε αυτό τους αρχηγούς των πατριών Μπότζαρη, Μπούσμπου, Νταγκλή, Ζέρβα και Μαλάμου. Αφού έγινε αυτό, τους πρότεινε να αναλάβουν την προστασία του Αλποχωρίου, εκδιώκοντας από εκεί τους Μωαμεθανούς, με αντάλλαγμα την πληρωμή από τους κατοίκους του γεωμόρου, μέχρι την τελική αποπληρωμή του δανείου, προσθέτοντας ότι άλλος τρόπος πληρωμής του δανείου δεν υπήρχε. Με την πρόταση αυτή του Καλέντζη, αφού τη συζήτησαν και την μελέτησαν, συμφώνησε η ολομέλεια των καπεταναίων και αποφάσισαν, με πρόταση του Γ. Μπότσαρη, να εφαρμοσθεί το μέτρο αυτό προστασίας και να επεκταθεί σε όλα τα πέριξ του Σουλίου χωριά. Χαράματα λοιπόν επιτίθενται οι συνδαιτυμόνες αυτοί καπεταναίοι με τους άνδρες τους και τους κατοίκους του Αλποχωρίου εναντίον των ευρισκομένων στο χωριό πύργων των σουμπασιάδων (φοροεισπρακτόρων), τους πυρπολούν και φονεύουν τους Τούρκους, κηρύσσοντας το Αλποχώρι αυτόνομο. Κατόπιν στράφηκαν κατά του Παλαιοχωρίου, του Σκιαδά και της Ρουσιάτσας (σημ. Πολυστάφυλο) και έπραξαν τα ίδια, αλλά συνάντησαν σθεναρή αντίσταση στην Ρουσιάτσα, ιδιοκτήτης της οποίας ήταν ένας ισχυρός Μωαμεθανός Τσάμης από το Μαργαρίτι ή την Παραμυθιά… Αργότερα δε σταδιακά και με αιματηρούς αγώνες έγιναν οι Σουλιώτες απελευθερωτές μέχρι το 1744 και άλλων οκτώ παρακείμενων χωριών, των οποίων οι κάτοικοι πλήρωναν στο εξής τον φόρο προστασίας στους ελευθερωτές τους Σουλιώτες, ο δε Καλέντζης θεωρήθηκε ως υποκινητής της ιδέας της σουλιωτικής αυτοδιοικήσεως…
(Οι ετυμολογίες των ονομάτων και των άλλων σουλιωτικών φαρών και όλων των γνωστών αρβανίτικων επιθέτων, πολλά στοιχεία για τον Καλέντζη και οι πηγές άντλησης των στοιχείων, αναφέρονται στο υπό έκδοση βιβλίο «Στοιχεία Τοπικής Ιστορίας»).