ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΥΡΡΗ-ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ

Ποια είμαι εγώ η ελάχιστη που ποτέ δεν θα σταματήσω από το να ενδίδω στα καθημερινά, τα συνηθισμένα, τα από την κοινωνία και την ανθρώπινη φύση μου ανεκτά κι αναπόφευκτα ατοπήματα – για να μην πω αμαρτήματα – που θα τολμήσω να κρίνω και να καταδικάσω, ελαφρά τη καρδία και «στο πόδι», το φτωχό και δυστυχισμένο πλάσμα, εκείνο το οποίο, χωρίς συνειδησιακό έρμα, χωρίς συναισθηματική παιδία, χωρίς την επίγνωση ακόμη και των ιδίων ευθυνών και υποχρεώσεων, λόγω προσωπικής ρηχότητας αλλά και αβαθούς διαπαιδαγώγησης και στήριξης, διασύρεται και καταδικάζεται δια βοής από κάθε μέσον παραπληροφόρησης και με κάθε χυδαίο τρόπο που σήμερα θεωρούμε ενημέρωση και κοινωνική ανάλυση, επειδή πέταξε το παιδί της μόλις το γέννησε και το άφησε να πεθάνει κρεμασμένο στα σκοινιά πάνω από μια σκουπιδιασμένη κοινόχρηστη αυλή;

Βέβαια, κι εγώ απορώ και εξίσταμαι, φρίττω και συγκλονίζομαι καθημερινά, όπως ο κάθε υγιής συναισθηματικά άνθρωπος και κάθε λογικός νους, με τα όσα φοβερά και τρομερά, απεχθή, ανεξήγητα και ασύλληπτα συμβαίνουν στις διαταραγμένες από τις λογής πληγές που τις μαστίζουν κοινωνίες του σήμερα.

Παράλληλα ομολογώ πως, μη έχοντας την εξειδίκευση της ψηλάφησης της διαταραχής μιας φοβισμένης κι απελπισμένης ψυχής κι ενός μυαλού με ισχνές δυνατότητες και πετρωμένες πεποιθήσεις, δεν έχω το κουράγιο να μπω στο μυστήριο της κοινώς αποκαλούμενης εγκληματικής πράξης.

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ όμως, ήλθε και μου ψιθύρισε ανακουφιστικά:

«… Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια».

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΟΚΤΟΝΟ ΜΑΡΙΑ ΦΑΡΡΑΡ,
Μπέρτολτ Μπρεχτ:

Μαρία Φαρράρ, γεννηθείσα τον Απρίλιον,
ανήλικη, ορφανή, ραχιτική, όψεως κοινής,
λευκού ως τώρα ποινικού μητρώου,
εσκότωσε το παιδί της ως εξής:
Σ’ ενα κατώϊβ-λέει-βσαν ήταν δυό μηνών,
να το ξεφορτωθεί προσπάθησε όπως όπως,
με δυο ενέσεις που της έκανε μιά γριά.
Πόνεσε, λέει, πολύ -όμως χαμένος κόπος.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Πλήρωσε ωστόσο -λέει- ό,τι είχε συμφωνήσει.
Σφιχτόδενε με πάνες την κοιλιά της,
τσίπουρο έπινε με πιπέρι, αλλά το μόνο
που πέτυχε ήταν να γδαρθούν τα σωθικά της.
Το φούσκωμα φαινόταν πιά ξεκάθαρα,
κι αβάσταχτα πονούσε όταν σφουγγάριζε.
Ψήλωσε, ωστόσο-λέει. Και προσεύχονταν
στην Παναγιά και τάματα της χάριζε.
Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Μα οι προσευχές της πήγαιναν του κάκου.
Πολλά ζητούσε, ως φαίνεται. Κι ολοένα
στον όρθο ζαλιζόταν, κρύος την έλουζε ιδρώτας
καθώς γονατιστή παρακαλούσε την Παρθένα.
Αλλά κατάφερε να μην την πάρουν είδηση
ωσότου ζύγωσε η ώρα να γεννήσει,
γιατί κανείς ποτέ δεν φανταζότανε
πως μια τόσο άχαρη κοπέλα είχε αμαρτήσει.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Τη μέρα κείνη -λέει- τη χαραυγή,
καθώς, σκουπίζοντας τις σκάλες, είχε σκύψει,
άγρια νύχια της ξέσκισαν την κοιλιά.
Ωστόσο μπόρεσε τους πόνους της να κρύψει.
Ολημερίς σουρνόταν τη μπουγάδα απλώνοντας
κι έσπαζε το κεφάλι της ώσπου να νιώσει
πως έφτανε της γέννας της η ώρα. Κι έτρεμε
η καρδιά της σαν, αργά, τράβηξε να ξαπλώσει.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Μα την ξαναφώναξαν πριν να καλογείρει:
χιόνι είχε κι έπρεπε αυτή να το σκουπίσει.
Και σκούπιζε ως τις έντεκα. Μια ατελείωτη ήταν μέρα.
Τη νύχτα μόνο μπόρεσε ήσυχα να γεννήσει.
Και γέννησε -όπως λέει- ένα αγόρι.
Όμοιο ήταν μ’ όλα τ’ άλλα αγόρια.
Μόνο αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες μάνες.
Αλλά για τούτο δεν της πρέπει κατηγόρια.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Αφήστε τη, λοιπόν, ν’ αποτελειώσει
την ιστορία για κείνο το παιδί
(λέει πως δεν θέλει τίποτα να κρύψει),
κι έτσι θα δούμε τι ειμ εγώ και τι είσαι συ.
Λέει πως μόλις πήγε στο κρεβάτι,
αναγούλες την πιάσανε και ρίγη.
Μονάχη, αλαφιασμένη τι θα γίνει,
με κόπο τις φωνές της κρυφοπνίγει.
Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Μ’ όσες τις απόμειναν δυνάμεις
-η κάμαρα της ήταν κιόλας παγωμένη-
σύρθηκε ως τον απόπατο (μα πότε,
δε θυμάται πια) κι εκεί παρατημένη,
γέννησε τα χαράματα. Κι ήτανε λέει,
ολότελα χαμένη κι ένιωθε πια να κοκαλώνει,
μόλις μπορούσε να κρατήσει το παιδί της,
γιατί μες στη σοφίτα τρύπωνε το χιόνι.
Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Και τότε, πριν στην κάμαρα γυρίσει -μόνο τότε-
να κλαίει αρχινάει το παιδί.
Κι εκείνη φρένιασε τόσο, καθώς λέει,
που με τις δύο γροθιές της, σαν τυφλή,
το χτύπαε και το χτύπαε μέχρι να βουβαθεί.
Και τότε, πήρε το πεθαμένο της μωρό
μες στο κρεβάτι ώσπου να ξημερώσει,
και το πρωί το κρυψε μες στο πλυσταριό.
Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.
Μαρία Φαρράρ, γεννημένη έναν Απρίλη,
στου Μάισσεν πέθανε τη φυλακή,
κοριτσομάνα, καταδικασμένη,
του κάθε ανθρώπου τις αδυναμίες ιστορεί.
Σεις που γεννάτε σε κρεβάτια πεντακάθαρα
και «ευλογημένες» λέτε της κοιλιάς σας ο καρπός
μη ρίχτε στους αδύναμους τ ανάθεμα.
Βαρύ ήτανε το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.
Γι αυτό, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνοια.

Books and Style

Books and Style