ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΥΡΡΗ-ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ

Θέλω να γιορτάσω…

Σήμερα είναι διπλή γιορτή και λαχταρώ να τη γιορτάσω.
Το έχω ανάγκη…
Μου αρέσουν οι γιορτές.

Θέλω να γιορτάζω, γιατί έτσι η ζωή μου παίρνει χρώμα κι άρωμα.
Λαχταρώ να μπαίνω στις γιορτές και να ρουφώ τη χαρά τους αχόρταγα.
Κάθε μέρα θέλω να γιορτάζω…

Μόλις ανοίγω τα μάτια μου τα πρωινά, νοιώθω γιορτινά μόνο και μόνο που αξιώθηκα να δω ακόμα μια μέρα της ζωής μου.
Θέλω να κρατώ τη χαρά της νέας μέρας σαν δώρο γιορτής και σαν τρόπαιο αγάπης του Θεού…

Μ’ αρέσει να πιστεύω πως η γιορτή αυτή, δεν είναι μια καθημερινή συνήθεια, αλλά μια νέα έκπληξη που με περιμένει να τη ζήσω κι ένα αίνιγμα που, ως το βράδυ, θα πρέπει να το ερμηνεύσω για να χαρώ το μήνυμά του.

Κι είναι κι εκείνα τα απροσδόκητα που προσμένουν να με ξαφνιάσουν το κάθε επόμενο λεπτό, μια προκαλώντας με και μια διασκεδάζοντάς με, αυτά που αδιάκοπα με περιπαίζουν, άλλοτε σαρκαστικά κι άλλοτε διασκεδαστικά, πάντα σε ανύποπτο χρόνο κι αναπάντεχα βγαίνουν μπροστά μου, μου βάζουν τρικλοποδιές καμιά φορά ή με χαρές με ξεπληρώνουν, μεταμορφώνοντας το δώρο αυτό το καθημερινό σε κουτί της Πανδώρας ανεξάντλητο και κάνοντας τη γιορτινή μου διάθεση μοναδική.

Να όμως που, όσο εγώ, ο μικρός και εν τω ολίγω αναπαυόμενος άνθρωπος, αρκούμαι να γιορτάζω και να χαίρομαι με όσα για μένα μοιάζουν άφθονα, ακριβά, υπεραρκετά και δώρα, οι ΑΛΛΟΙ, εκείνοι, όσοι γεννιούνται με κοιλιές σαν απάτωτα πιθάρια, με καρδιές από γρανίτη και ψυχές σαν τις μαύρες τρύπες που καταπίνουν αχόρταγα αστερισμούς και γαλαξίες, ούτε αυτά τα λίγα, τα στοιχειώδη, τα καθημερινά, τα δεδομένα από τη φύση κι από τον Δημιουργό δεν μου χαλαλίζουν, παρά ορμούν πάνω μου, άπονα και μεθοδικά και για να χορτάσουν την ακόρεστη πείνα τους ρουφούν τον αέρα μου, τη χαρά μου, το δικαίωμά μου στη ζωή και τη αγάπη, το αίμα μου και των παιδιών μου το μέλλον, ανενδοίαστα, παράνομα, χωρίς έλεος και συστολή και μου στερούν κι αυτήν ακόμη τη χαρά και την ελπίδα πως κι αύριο μια μέρα για γιορτή ξημερώνει.

Πώς να γιορτάσω λοιπόν τούτη τη μέρα της διπλής γιορτής;
Πώς να τραγουδήσω για την Άνοιξη που φτάνει σαν κάθε χρόνο ντυμένη σε χρώματα κι αρώματα και να χορέψω για χάρη της, απολαμβάνοντας την ανθισμένη της αγκάλη;

Πώς να υμνήσω με στίχους και τραγούδια την πρώτη και καλλίτερη από τις Μούσες την Καλλιόπη για να την τιμήσω, τιμώντας μαζί της το μεγαλύτερο χάρισμα που έκανε ο Δημιουργός στον άνθρωπο μετά τη ζωή, τον ΛΟΓΟ;

Πώς να χαρεί ο άνθρωπος, λοιπόν, να τραγουδήσει, να γιορτάσει, όταν τα λουλούδια της Άνοιξης είναι ποτισμένα στο αίμα αθώων παιδιών κι αντί γι’ αρώματα και ευωδιές, η Γη ζέχνει από την αποφορά της αποσύνθεσης των αθώων θυμάτων της σκοπιμότητας και της κερδοσκοπίας;

Και πώς να εμπνευστεί ο ποιητής ύμνους και λόγο δοξαστικό, σαν τα εργαλεία τα εκκωφαντικά του πολέμου κι οι θρήνοι των αθώων λαών πνίγουν την έμπνευσή του;

Κλείσε τα μάτια και τ’ αυτιά του παιδιού σου. καημένε μου συνάνθρωπε, για να μην βλέπει τα πτώματα και τα ερείπια, να μην ακούει τους θρήνους και των σπαραγμό του διπλανού του…

Κλείσε τα…

Κλείσε τα, μην και συνηθίσει στη συμφορά, κι αύριο, σαν δεδομένη κατάσταση τη θεωρήσει, την αποδεχτεί και το χειρότερο την κάμει έργο του και σκοπό του.

Books and Style

Books and Style