ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ
Οι προκαταλήψεις, οι συνθήκες διαβίωσης, εργασίας και μόρφωσης και η έλλειψη αλβανικής Παιδείας.
«Ω ξενιτιά, βαριά φωτιά, χωρίζεις τους ανθρώπους ζωντανούς…»
-Αλβανικό δημοτικό τραγούδι.
Τους υποδεχτήκαμε μουδιασμένοι τα πρώτα χρόνια της αθρόας και ανεξέλεγκτης μετανάστευσης-εισβολής τους στη χώρα μας τη δεκαετία του ’90 με την Ήπειρο να δέχεται από τις πρώτες, το μεγάλο μεταναστευτικό κύμα τους.
Διάβηκαν τα σύνορα άλλοι νόμιμα, πληρώνοντας και το ακριβό αντίτιμο της εισόδου τους στον πολιτισμό, άλλοι παράνομα. Φτωχοί οικογενειάρχες με μικρά παιδιά, φιλόπονοι άνδρες και πανέμορφες γυναίκες με την πείνα στα μάτια, τη συστολή μπροστά σε μας τους «Γκρέκους» και την καχυποψία, απότοκο της επί πολλά έτη διαβίωσης σε ένα καθεστώς διώξεων και πολιτιστικής εσωστρέφειας.
Ένας περήφανος από τη φύση του λαός, έσκυψε το κεφάλι, για να πολεμήσει με τη σκληρή δουλειά, την υπομονή και την επιμονή, την παντοδύναμη ένδεια της χώρας του στον ξένο τόπο.
Στην αρχή οι περισσότεροι παρίσταναν τους Βορειοηπειρώτες. Μερικοί άλλαξαν και τα διαβατήριά τους και τα ονόματα για το σκοπό αυτό. Πολλοί βαπτίστηκαν χριστιανοί, σε μια προσπάθεια να ενταχθούν, μέσω της εκκλησίας, στο κοινωνικό σύνολο και άλλοι από ενσυνείδητη προσωπική επιλογή.
Ο φόβος και ο τρόμος και οι προκαταλήψεις εναντίον τους κυρίαρχες, με αφορμή τις εγκληματικές πράξεις, τα πρώτα χρόνια ορισμένων κακοποιών Αλβανών εναντίον και εκείνων οι οποίοι τους αδίκησαν, αλλά και οποιουδήποτε φιλήσυχου πολίτη των μεγαλουπόλεων ή της επαρχίας βρέθηκε στο δρόμο τους, τυχαία ή όχι.Αποκορύφωμα των εναντίον τους αρνητικών συναισθημάτων, πολλάκις και δικαιολογημένων, υπήρξε η επίθεση εναντίον του Αλβανού αριστούχου μαθητή, Οδυσσέα Τζενάι. Η παράλογη και αναιτιολόγητη, κατά την άποψή μου, αντίδραση στο να σηκώσει την ελληνική σημαία.
Έμαθαν τη γλώσσα μας σε χρόνο-ρεκόρ οι περισσότεροι, λόγω της ομοιότητάς της με τη δική τους γλώσσα, στις ρίζες της πλειονότητας των λέξεων.
Περιζήτητοι τεχνίτες, χτιστάδες επιτήδειοι της πέτρας που καλύπτει τον τραχύ τους τόπο απ’ άκρη σ’ άκρη, κόσμησαν τα σπίτια μας με καλοχτισμένους αυλότοιχους και όχι μόνο, στολίδια και εικόνες καλόγουστης και παραδοσιακής τεχνικής. Δεν υπήρχε άλλωστε εργασία την οποία να μην έκαναν και, αν δεν την ήξεραν, την μάθαιναν.
Θα πρέπει να τους το αναγνωρίσουμε με παρρησία. Εργατικοί στην πλειονότητά τους, οικογενειάρχες με αρχές και κανόνες ηθικής, οι οποίοι μας παραπέμπουν στις παλιές ελληνικές ταινίες του ’50 και του ’60. Σαράντα χρόνια πίσω από τη δική μας, ξεπερασμένη πλέον, τιμή.
Και ύστερα η παραμονή που έγινε διαμονή και μόνιμη πλέον εγκατάσταση. Στην ελεύθερη και δημοκρατική Ελλάδα.
Τα παιδιά τους φοίτησαν στα ελληνικά σχολεία της Στοιχειώδους και Μέσης Εκπαίδευσης και συναγωνίσθηκαν τα δικά μας παιδιά, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι, στην επίδοσή τους μέσα στις τάξεις αλλά και την εξωτερική τους εμφάνιση που αφορούσε το ντύσιμο και την καθαριότητα.
Αντιμετώπισαν, ερχόμενοι σε ένα άγνωστο και νέο κοινωνικό περιβάλλον, όχι πάντα ιδιαίτερα φιλικό απέναντί τους, τις ίδιες δυσκολίες που συναντούν απανταχού της γης οι ομογενείς μας, αγωνιζόμενοι να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα, τη γλώσσα, τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα στο τεράστιο πολυπολιτισμικό χωνευτήρι που αναδεύει τα πάντα και δεν ξεχωρίζει «την ήρα από το στάρι».Οι περισσότεροι πρόκοψαν. Οι κόποι τους ευοδώθηκαν. Σύγχρονες κατοικίες κτίζονται στα χωριά και τις πόλεις τους. Είναι και η διαφορά του ευρώ με το εθνικό τους νόμισμα η οποία και τους ευνοεί. Οι Άγιοι Σαράντα και οι παραθαλάσσιες πόλεις τους έχουν μετατραπεί σε παραθεριστικά κέντρα για τους γείτονες Ιταλούς, Έλληνες, Γιουγκοσλάβους, Ευρωπαίους τουρίστες και όχι μόνο.
Είναι λυπηρό όμως ένας ολόκληρος λαός να κινδυνεύει να χάσει σταδιακά την εθνική του ταυτότητα και τη γλώσσα του, εξαιτίας των προβλημάτων τα οποία τον ταλανίζουν.
Το αλβανικό κράτος, εγκλωβισμένο επί πολλά έτη στα προβλήματά του, δεν μερίμνησε, ώστε να λειτουργούν τμήματα μητρικής γλώσσας, τουλάχιστον, με δασκάλους πληρωμένους από το αλβανικό κράτος και τους μαθητές φιλοξενούμενους στα δικά μας σχολεία τις απογευματινές ώρες. Όσοι από μας, τους εκπαιδευτικούς, αποσπαστήκαμε στη Γερμανία και εργαστήκαμε σε τμήματα μητρικής γλώσσας, βιώσαμε από κοντά αυτή τη φιλοξενία στα γερμανικά σχολεία και απολαύσαμε την άριστη υποδομή και λειτουργία τους, αλλά και την αυστηρότητα στην τήρηση των κανόνων τους από μαθητές και εκπαιδευτικούς.
Είναι αυτονόητο ότι, εάν οι ίδιοι οι Αλβανοί αλλά και κάθε άλλος λαός που διαμένει μόνιμα ή προσωρινά σε μία ξένη χώρα, δεν επιδείξει το ενδιαφέρον για τη συνέχιση της παιδείας και τη διατήρηση της εθνικής του ταυτότητας, καμία κυβέρνηση, όσο φιλόξενη και ανοιχτόμυαλη και να είναι και οποιοδήποτε κοινωνικό σύνολο, δεν θα έχουν τη δυνατότητα να τους βοηθήσουν ουσιαστικά προς την κατεύθυνση αυτή.
Επομένως εκείνο που θα πρέπει να κάνει την υπέρβαση και, θέτοντας στην άκρη τα οικονομικά και όποια άλλα προβλήματα το ταλανίζουν, να δώσει την προτεραιότητα στην ανάγκη ίδρυσης και λειτουργίας σχολείων για τα παιδιά του, είναι το αλβανικό κράτος.Από την άλλη πλευρά, είναι απογοητευτικό να εκφράζονται από Έλληνες σήμερα σοβινιστικές απόψεις, καχυποψία και φόβος απέναντι στους Αλβανούς και ιδιαίτερα τα παιδιά τους που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία. Ή να επισημαίνονται ακόμη και κίνδυνοι ιστορικής και εθνικής σημασίας, τους οποίους όλοι γνωρίζουμε αλλά δεν είναι του παρόντος να αναφέρω.
Σε όλους αυτούς θα ήθελα να απαντήσω:
Αποτελεί ένδειξη ανωτερότητας πολιτισμικής αλλά και έκφραση σεβασμού προς τα αναφαίρετα ανθρώπινα δικαιώματα να επιτρέψουμε στους γείτονες Αλβανούς και τα παιδιά τους να λάβουν την ελληνική μόρφωση και παράληλα να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα.
Όσον αφορά δε σε οιονδήποτε κίνδυνο από όποιον κι αν προέρχεται αυτός, θα ήθελα να τονίσω ότι ο λαός που έχει με το μέρος του την αλήθεια και το δίκαιο, δεν έχει να φοβηθεί καμία προσπάθεια κανενός να σφετερισθεί, να καπηλευθεί και να υφαρπάξει ονόματα, ιστορία, εδάφη και πολιτισμό.
Ο Έλληνας υπήρξε ανέκαθεν φιλόξενος και επέδειξε τον σεβασμό προς τους ξένους που προσέπεσαν «ικέτες» στη χώρα του, τιμώντας τις παραδόσεις τους, τα ήθη και τα έθιμά τους, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, τους τόπους λατρείας τους, τον πολιτισμό τους.
Ουδείς επομένως δικαιούται να στερήσει από έναν φτωχό και κατατρεγμένο λαό τη δυνατότητα να διατηρήσει τις ρίζες του και την εθνική του συνείδηση, επειδή οι πολιτικές συνθήκες και η οικονομική ανέχεια τούς ανάγκασε να εκπατριστούν και να «επαιτήσουν» από αλλογενείς τη ζωή και το μέλλον που δικαιούνται κι αυτοί και τα παιδιά τους.
Όλοι εμείς είμαστε εδώ για να τους ανακαλέσουμε στην τάξη, όταν υπερβαίνουν τα εσκαμμένα και εκφράζουν, εκόντες ή άκοντες, απόψεις εχθρικές προς τη χώρα και την Ιστορία μας.
Είμαστε όμως εδώ και για να τους απλώσουμε το χέρι, όταν ζητούν τη βοήθειά μας, και με αυτά τα χέρια όλοι μαζί να γκρεμίσουμε τα τείχη που σηκώθηκαν ανάμεσά μας και να παραδώσουμε στα παιδιά μας τις δύο γειτονικές χώρες αδελφωμένες με θεμέλια γερά τον αλληλοσεβασμό και την αλληλοεκτίμηση που δικαιούνται…