ΤΗΣ ΓΙΩΤΑΣ ΚΛΟΥΤΣΟΥΝΗ
-Έλα μωρό μου.
-Έχει το τραγούδι μας.
Τη σήκωσε από την αμμουδερή παραλία
και την πήρε στην αγκαλιά του.
Ήταν ένα τραγούδι που δεν χορευόταν. Όμως εκείνοι έκλειναν τα μάτια και στροβιλίζονταν με τη μουσική. Τα λόγια χάιδευαν τ’ αυτιά τους.
Κι όλο την έσφιγγε πάνω του. Κάποια στιγμή το τραγούδι τελείωσε. Κάθισαν και πήραν στα χέρια τους τα ποτήρια με το κόκκινο κρασί. Τσούγκρισαν. Και κοιτάχτηκαν στα μάτια. «Για όσο….», είπαν μαζί. Και χαμογέλασαν. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Τα μάτια τους πετούσαν σπίθες έρωτα που χόρευαν γύρω τους στην αμμουδιά.
Ήταν ακόμα βρεγμένοι από το μπάνιο τους στη θάλασσα. Τα κορμιά τους ήταν υγρά ακόμα όμως έκαιγαν από τα φιλιά και τα χάδια.
Λίγο το κρασί, λίγο ή δική τους φλόγα το πάθος τους έγινε ανεξέλεγκτο. Φιλιά πολλά. Χάδια αμέτρητα. Αγγίγματα και στεναγμοί.
-Σε θέλω…. της είπε ξέπνοα.
-Κι εγώ σε θέλω… του απάντησε.
Ξάπλωσαν και συνέχισαν το χορό τους. Χωρίς μουσική αυτή τη φορά. Κι ένα μισοφέγγαρο
μάρτυρας ενός έρωτα φωτιά. Δεν είχαν αίσθηση του χρόνου. Δεν τους ένοιαζε αν είναι ακόμα νύχτα. Ο χρόνος είχε παγώσει. Μόνο οι καρδιές τους έδιναν ρυθμό στη νύχτα. Ο χτύπος της καρδιάς τους διαπερνούσε ουρανό και θάλασσα. Μες στη νύχτα ακουγόταν σαν αντίλαλος. Τα φιλιά τους κρεμούσαν αστέρια
στον ουρανό. Τα δυο κορμιά ήταν σαν ένα. Δεμένα εκεί. Μαζί. Για όσο.
Βρέχανε κάθε τόσο τα χείλη τους με το κόκκινο κρασί. Και ύστερα φιλιόντουσαν με πάθος. Ξανά και ξανά. Κάνοντας έρωτα κι ανάβοντας φωτιές διάσπαρτες. Ώσπου δίχως δυνάμεις, εξαντλημένους από την ένταση της βραδιάς,
τους βρήκε η ανατολή. Χορτάτοι από έρωτα. Δίχως ανάσα. Με τα κορμιά τους ακόμα υγρά
από έρωτα κι αλμύρα. Γεύονταν φιλιά και καλημέριζαν τη νέα μέρα. Χαμογελούσαν σαν παιδιά και διψούσαν για έρωτα. Διψούσαν για ζωή.
Για όσο…