ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΓΕΡΑΚΙΝΑ ΜΠΟΥΡΙΚΑ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: CHRISTOS XENITOPOULOS

Κοιτάζοντας τους πίνακες που ήταν τριγύρω μου, ένιωθα πως η δημιουργός τους, Χρύσα Βέργη, με παρακινούσε μέσα από ένα τρελό παιχνίδισμα με νερά και αντανακλάσεις, να χαθώ σε ένα παράλληλο σύμπαν που οριακά ισορροπούσε ανάμεσα στην πραγματικότητα και το παραμύθι.

Μιλώντας μαζί της, μέσα από τη συνέντευξη που μας παραχώρησε, ένιωσα πως κατάφερα να ρίξω μια κλεφτή ματιά στο πνεύμα που βρίσκεται πίσω από το ταλέντο της. Χάθηκα μαζί της σε «Μικρούς παράδεισους», περπάτησα στη φύση και άγγιξα τα ανέγγιχτα, ένιωσα σε βάθος τον δυναμισμό και ταυτόχρονα την ευαισθησία που κρύβεται πίσω από έναν καλλιτέχνη που γεννήθηκε για να εκπληρώσει έναν και μόνο σκοπό.

«Αυτό που θα σου πω νομίζω ισχύει για όλους τους καλλιτέχνες. Κάνουμε καταγραφή της ζωής όπως την αντιλαμβανόμαστε και κατ’ επέκταση επιστρέφουμε ζωή. Δεν θα μπορούσα λοιπόν να μην το κάνω» -Χρύσα Βέργη

Γερακίνα Μπουρίκα και Χρύσα Βέργη

ΓΕΡΑΚΙΝΑ ΜΠΟΥΡΙΚΑ: Χρύσα, θέλω να ξεκινήσουμε την κουβέντα μας με την έκθεσή σου στο Radisson Blue Park Hotel από τις 24 Μαΐου έως τις 31 Ιουλίου 2018 με τίτλο «Μικροί παράδεισοι (2000-2015)», αφού αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε εδώ, ανάμεσα σε υπέροχους πίνακές σου. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία και πώς έγινε η επιλογή των συγκεκριμένων έργων;

ΧΡΥΣΑ ΒΕΡΓΗ: Η συγκεκριμένη έκθεση προέκυψε μετά από πρόταση της Ελένης Αθανασίου, της επιμελήτριας της έκθεσης. Όταν εγώ δέχτηκα την πρότασή της, αποφάσισε η ίδια να επιλέξει δεκαπέντε περίπου έργα μου από μία ενότητα με τα νερά και τις αντανακλάσεις, γιατί εκείνη ξέρει καλύτερα από εμένα το χώρο αν σκεφτείς ότι επιμελείται εδώ εκθέσεις από το 2012 και γιατί εγώ τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δουλεύω για την ατομική μου έκθεση στην Αθήνα και ο χρόνος μου είναι περιορισμένος. Τα συγκεκριμένα έργα βέβαια είναι παλαιότερες δημιουργίες μου από το 2000 μέχρι το 2015.

Γ.Μ.: Χωράνε πιστεύεις «Μικροί παράδεισοι» στην καρδιά της Αθήνας των αστέγων;

Χ.Β.: Χωράνε, αλλά δεν φτάνει μόνο αυτό. Μην κοροϊδευόμαστε. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Είναι σαν μία παράλληλη κατάσταση. Μια παράλληλη ζωή. Μικροί τόποι ομορφιάς, μικρές ανάσες, μέσα στον ταλαιπωρημένο τόπο μας που μπορεί να λειτουργήσουν σαν εστίες αναφοράς, σαν υπενθύμιση του ονείρου, της ελπίδας, της ανάτασης και κυρίως της αισθητικής. Άλλωστε, τους μικρούς παράδεισους ή τους μεγάλους, ο καθένας τελικά τους κουβαλάει μέσα του. Έτσι κι αλλιώς στην Αθήνα που είναι η πόλη που έχω γεννηθεί και με θλίβει αυτό που ζω, ακόμη και χωρίς τους άστεγους η κατάσταση έχει παρακμάσει και αυτή η πόλη έχει αφεθεί στην μοίρα της. Πάντα όμως υπάρχει χώρος για ελπίδα. Γενικότερα έστω και με κάποιες μικρές πρωτοβουλίες, ακόμη και ιδιωτικά, ο καθένας μπορεί να κάνει κάτι, γιατί εκείνος αισθάνεται ότι έτσι πρέπει να το κάνει, γιατί όπως φροντίζει κάποιος το σπίτι του, μπορεί να φροντίζει κάτι παραπάνω και για την πόλη του.

Γ.Μ.: Είναι εικόνα ή συναίσθημα αυτό που βλέπω γύρω μου να απεικονίζεται στον καμβά;

Χ.Β.: Είναι εικόνα η οποία προέρχεται μέσα από συναίσθημα. Και δημιουργεί και συναισθήματα. Σκέψου πως όταν εγώ βλέπω μία εικόνα μπροστά μου από την οποία συγκλονίζομαι μέσα μου ή συγκινούμαι με έναν τρόπο, δηλαδή κάπου με ακουμπάει, με αυτή τη συγκεκριμένη εικόνα στο μυαλό μου ξεκινάω το έργο. Συνθέτω και προχωράω σιγά σιγά. Φαντάσου όμως πως η εικόνα τελικά που θα βγει σαν αποτέλεσμα από εμένα, μπορεί να μην έχει σχέση με την αρχική. Πάντα λοιπόν βάσει συναισθήματος κινούμαι. Ακόμη κι αν κάποια φορά πέφτω και υπάρχουν στιγμές που κάτι δεν πάει καλά και μπορεί ακόμη να χάσω και το ενδιαφέρον μου, με το συναίσθημα ξανά υποκινούμαι. Γι’ αυτό και το συναίσθημα είναι και αυτό που μεταφέρεται στο τέλος σαν αποτέλεσμα στον θεατή.

Γ.Μ.: Είχες πει σε μία συνέντευξή σου ότι η τέχνη εμπεριέχει την αγωνία του ανθρώπου να κατανοήσει τον Λόγο της ύπαρξής του. Θα μπορούσε η τέχνη να γίνει ο λόγος ύπαρξης κάποιου;

Χ.Β.: Ναι. Μπορεί να γίνει. Δεν μπορώ να μιλήσω γενικά, όμως για εμένα θα σου πω ότι η τέχνη μου με έχει σώσει πολλές φορές. Με έχει σώσει ουσιαστικά, εννοώ. Η ζωγραφική είναι απίστευτα ψυχοθεραπευτική όμως είναι και η αναφορά μου στον εσώτερό μου εαυτό και σε αυτό που φέρω εγώ, σαν οντότητα εδώ που ήρθα.

Γ.Μ.: Πιστεύεις ότι θα μπορούσες ποτέ να πάψεις να ζωγραφίζεις για οποιοδήποτε λόγο;

Χ.Β.: Όχι. Δεν θα μπορούσα ποτέ να πάψω να ζωγραφίζω. Ίσως θα μπορούσα να κάνω μεγάλα διαλλείματα. Γιατί η ζωγραφική είναι κάτι που το κάνω από μωρό παιδί σχεδόν και για μένα είναι ο τρόπος διαφυγής μου. Η ζωγραφική μου είναι το δικό μου καταφύγιο. Και αυτό που θα σου πω νομίζω ισχύει για όλους τους καλλιτέχνες. Κάνουμε καταγραφή της ζωής όπως την αντιλαμβανόμαστε και κατ’ επέκταση επιστρέφουμε ζωή. Δεν θα μπορούσα λοιπόν να μην το κάνω.

Γ.Μ.: Από την πλευρά σου δίνεις χαρά σε κάποιους ανθρώπους μέσα από τα έργα σου. Εσύ τι παίρνεις από τους ανθρώπους αυτούς;

Χ.Β.: Η μεγάλη χαρά μου όταν τα δείχνω είναι ότι ανακαλύπτω κάποιους, λίγους, που μπορεί να τους αφορά. Γιατί γενικά ένα έργο μπορεί να αφορά πολλούς φυσικά, αλλά ειδικά όσον αφορά στα κινητήρια συναισθήματα που εμένα με προέτρεψαν να ξεκινήσω ένα έργο, είναι πολύ σημαντικό για μένα, έστω σπάνια, να έρθει κάποιος και να μου τελειώσει με λόγια αυτό ακριβώς που εγώ είχα μέσα στο μυαλό μου.

Γενικότερα όμως είναι πολλά αυτά που με γεμίζουν. Είναι μια ζεστή χειραψία και ένα βλέμμα βαθύ. Μικρά αγγίγματα. Με συγκινεί επίσης η εμπιστοσύνη κάποιων ανθρώπων σε μένα σε όλη την πορεία μου. Με στηρίζουν μέσα μου άνθρωποι στους οποίους αναφέρομαι σε αυτούς όταν δουλεύω.

Γ.Μ.: Πες μου δύο λόγια για την τεχνική σου.

Χ.Β.: Η τεχνική μου πρακτικά ξεκινά χρησιμοποιώντας ακρυλικά και λάδια σε καμβά, όμως ο τρόπος που δουλεύω είναι ιδιαίτερος. Και αυτό έχει συμβεί γιατί με αυτόν τον τρόπο ξεκίνησα. Επειδή δούλευα έξω, σε χωράφια, σε χώματα, σε παραλίες, αναγκαστικά δούλευα στον καμβά απευθείας πάνω στο χώμα, ελεύθερα, χωρίς τελάρο, και μάλιστα τον καμβά το είχα σε ρολό γιατί δεν ήξερα πόσο θα χρειαστώ για το έργο. Το άνοιγα και ξεκινούσα δουλεύοντας σε μια πολύ πρωτόγονη κατάσταση. Χρώματα σε βάζα, τελάρα του μανάβη για να τα μεταφέρω. Να σκεφτείς, τα άφηνα σε γειτόνισσες ή σε παρακείμενες ταβέρνες, αναλόγως πού βρισκόμουν. Μέσα από αυτή την ιδιαιτερότητα, κατάφερα και έκανα το μειονέκτημα πλεονέκτημα, γιατί δεν με σταματούσε καμία δυσκολία. Δηλαδή ζωγράφιζα κάτω στο χώμα με συνέπεια αυτό να δημιουργεί εμπόδια και ανωμαλίες, όπως σε κάποια σημεία να μένει περισσότερο χρώμα πάνω στο κάμποτο, μια λιμνούλα ας πούμε, και διάφορα άλλα τυχαία που μπορούσαν να δημιουργηθούν, τα οποία όμως εγώ μετά εκμεταλλευόμουν. Με λίγα λόγια, ήταν μία κατάσταση ιδιαίτερα δύσκολη αλλά πολύτιμη γιατί γινόμουν η ίδια κομμάτι της φύσης. Από εκεί και μετά συνήθισα και δουλεύω στάζοντας χρώμα πάνω στον καμβά στο έδαφος.
Με ένα τίμημα βέβαια τους πόνους στη μέση και στα γόνατα μεγαλώνοντας (συμπληρώνει γελώντας).

Γ.Μ.: Χρύσα, τι βλέπεις κοιτάζοντας πίσω, ρίχνοντας μια ματιά από τον πρώτο πίνακά σου μέχρι τον πιο πρόσφατο; Διακρίνεις τις αλλαγές στον χαρακτήρα σου περνώντας τα χρόνια, μέσα από τα έργα σου;

Χ.Β.: Φυσικά βλέπω αλλαγές. Είναι ταξίδι αυτογνωσίας όλη αυτή η ιστορία. Έτσι κι αλλιώς ωριμάζει και εξελίσσεται μια κατάσταση γιατί ωριμάζω και εξελίσσομαι εγώ. Και με άλλη αν θες αθωότητα, που και αυτό έχει τη μαγεία του, ένας καλλιτέχνης στη νεότητά του επιλέγει να κινηθεί εκφραστικά, και με άλλη επίγνωση λειτουργεί μετά από τριάντα χρόνια. Μεγαλώνοντας νομίζω έχω μεγαλύτερη οικονομία στα πράγματα. Όμως επειδή αυτό που κάνω είναι βασισμένο πολύ στο συναίσθημα σαν εναρκτήρια δύναμη, αυτό είναι κάτι που ποτέ δεν αλλάζει όσος χρόνος κι αν περάσει.

Γ.Μ.: Όταν η ψυχή εκτίθεται μέσα από την τέχνη, τι απομένει ολόδικό σου;

Χ.Β.: Θα σου πω το πιο απλό. Όταν εγώ μετά από μία έκθεση γυρνώ στο εργαστήριο και είναι άδειο, είναι περίεργο το συναίσθημα που νιώθω. Υπάρχει ένα κενό αλλά υπάρχει ένα κεφαλαίο «άλφα» πάλι. Είναι σαν να έχω βγάλει από πάνω μου κάτι, ένα φορτίο ας πούμε, και λέω, πάμε πάλι να δούμε τι θα γίνει. Τι θα είναι αυτό που θα μου δώσει λόγο να ξαναρχίσω.

Γ.Μ.: Με τη συμμετοχή σου στην έκθεση ArtBAB 2018 στο Μπαχρέιν, κατάφερες να βγάλεις την ελληνική τέχνη εκτός συνόρων. Μίλησέ μου για αυτή την εμπειρία σου και για το πώς σε αντιμετώπισαν οι ντόπιοι…

Χ.Β.: Σίγουρα, ήταν συγκλονιστική σαν εμπειρία. Αυτό όλο αποφασίσαμε να το κάνουμε μετά από πρόταση μίας συλλέκτριάς μου, που ο στόχος της είναι να αναδείξει τη σύγχρονη ελληνική τέχνη στο εξωτερικό. Να έχω δηλαδή μια ατομική παρουσία σε ένα Art Fair που ήταν καινούργιο σχετικά ως κατάσταση, αφού ήταν η τρίτη χρονιά που λειτουργούσε. Η εμπειρία ήταν πολυποίκιλη από την πλευρά της οργάνωσης και της λειτουργίας, όπως και από την άποψη γιατί το κάνουν, πώς το βλέπουν, πώς το προσεγγίζουν, τι περιμένουν από αυτό. Ξέρεις, εκεί γύρω στα Εμιράτα υπάρχει μία κατάσταση η οποία έχει ξεκινήσει αρκετά χρόνια πριν, όμως το Μπαχρέιν είναι πολύ νέο μέσα σε αυτό, και μπαίνει σιγά σιγά μέσα στον καλλιτεχνικό χώρο.

Όσον αφορά στη δική μου δουλειά, ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος με τη ζωγραφική. Πρέπει εδώ να σου εξηγήσω ότι ο κόσμος εκεί δεν έχει συνηθίσει στη «ζωγραφική τελάρου», όπως την λέμε εμείς η δυτικοί, η ζωγραφική των Μπαχρεϊνών είναι πιο πολύ naive και πιο πολύ abstract καταστάσεις. Σε όλα τα περίπτερα υπήρχε μία γκάμα από ντόπιους καλλιτέχνες, από σπουδαίες γκαλερί από όλο τον κόσμο, που μπορούσαμε να δούμε φυσικά και πολύ ακριβά μοντέρνα έργα, και ήμουν κι εγώ με τη δική μου ζωγραφική. Το εντυπωσιακό που παρατηρούσα ήταν ότι οι θεατές δεν μπορούσαν να καταλάβουν εάν αυτό που έβλεπαν στο δικό μου περίπτερο ήταν ζωγραφική. Έπρεπε να έρθουν πολύ κοντά για να το δουν – υπάρχει και μία αίσθηση φωτορεαλισμού στη δουλειά μου – και γενικά ήταν πολύ συγκλονισμένοι από το αποτέλεσμα. Δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Ερχόταν κόσμος που το είχε δει μέσα από το internet και ήταν περίεργος να δει τους πίνακες από κοντά.

Γ.Μ.: Κλείνοντας τη συνέντευξη, πες μου, ποια συμβουλή θα έδινες σε ένα νέο καλλιτέχνη, μέσα από τη δική σου μακρόχρονη πορεία στον χώρο της τέχνης;

Χ.Β.: Δουλειά. Πολύ δουλειά. Δυστυχώς έχουν αλλάξει τα πράγματα. Θεωρώ τον εαυτό μου πιο τυχερό από τα σημερινά παιδιά που στο ξεκίνημά μου ήμουν σε μια Ελλάδα, σε έναν τόπο που δεν έχει καμία σχέση με σήμερα, με την κρίση που ζούμε που κυρίως είναι πρώτα ηθική και μετά οικονομική.
Το παν είναι να συνειδητοποιήσει αρχικά κάποιος ότι το αγαπάει. Ότι η τέχνη είναι το εργαλείο του, ο τρόπος έκφρασής του. Κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, γιατί και πριν από την δική μου την γενιά υπήρξαν άλλες γενιές που κακοπέρασαν, αν είναι αυτός ο τρόπος που εκφράζει κάποιον και νιώθει ότι τον πάει μπροστά σαν άνθρωπο, θέλει σίγουρα πολύ δουλειά και προσπάθεια. Και να μην εγκαταλείπει. Αυτό είναι κάτι που το λέω και στο παιδί μου και το έχω δει και σε μένα. Επειδή τα πάντα έχουν δυσκολία, ακόμη και όταν δείχνουν τα πράγματα φαινομενικά πολύ καλά οργανωμένα, μπορεί να συμβεί οτιδήποτε και να φέρει τα πάνω κάτω για οποιουσδήποτε λόγους, εάν έχεις κάτι που αγαπάς και θα το στηρίξεις και θα σε στηρίξει.

*Έργα της Χρύσας Βέργη βρίσκονται στη Βουλή των Ελλήνων, στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Μέγαρο Μαξίμου, στο Μουσείο Μπενάκη, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Φλώρινας, στο Μουσείο Φρυσίρα, στη συλλογή του Ομίλου Εταιρειών της ΑΓΕΤ Ηρακλής, στην Πινακοθήκη Κουβουτσάκη, στην Πινακοθήκη Μοσχανδρέου, στη συλλογή της Αγροτικής Τράπεζας, στη συλλογή Παπαστράτος και σε άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.«… Η Χρύσα Βέργη είναι ζωγράφος της φύσης. Είναι παθιασμένη με τη φύση… Για να μεταδώσει την αίσθηση που την πλημμυρίζει, επινοεί τρόπους και τεχνικές που θα τη βοηθήσουν να συλλάβει και να μεταδώσει αργότερα στο θεατή του έργου της αυτή τη μυστική αίσθηση, τη μυστική ζωή. Στη μάχη που δίνει με το άδειο τελάρο συγκαλεί και συναγείρει όλες της τις αισθήσεις σε μια πλατωνική συγγυμνασία, που της είναι απαραίτητη για να δημιουργήσει μια εικαστική συστοιχία, με το ζωντανό κομμάτι της φύσης που θέλει να αιχμαλωτίσει….

Η Χρύσα δημιουργεί εικόνες που άλλοτε παραπέμπουν στην παραδοσιακή τοπιογραφία, άλλοτε θυμίζουν την σεληνιακή τοπιογραφία ενός Τάπιες κι άλλοτε πάλι συνδέονται με την χειρονομιακή γραφή ενός Πόλλοκ…» -Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, Καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης, Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης.

ΠΙΝΑΚΕΣ

Books and Style

Books and Style